Η συνάρτηση κόστους της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης : χαβαλές, ανικανότητα, αναξιοκρατία, ερασιτεχνισμός, αμοραλισμός και διαφθορά …

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«…ο Κωλέτης, μ’ όλο που δεν είχε ιδέα από τα πολεμικά, ήθελε να παραστήσει τον πολέμαρχο. Ένα χρόνο ύστερα από την «αρχιστρατηγία» του Μαυροκορδάτου στην Ήπειρο εκστρατεύει στην Εύβοια για να κατατροπώσει τους Τούρκους, μ’ όλο που πολεμούσε στην περιοχή ο Ανδρούτσος. Κι ενώ ο Μαυροκορδάτος, ύστερα από την πανωλεθρία του Πέτα, απέφυγε να μετατοπίσει τις ευθύνες σε άλλους, ο Κωλέτης έσπευσε, μετά την ήττα στην Εύβοια, να χαρακτηρίσει δειλούς όλους τους αγωνιστές του Ολύμπου που πήραν μέρος στις επιχειρήσεις. «Έως τώρα δεν είδα στράτευμα μήτε ασυμφωνότατον μήτε αναξιώτατον μήτε αισχροκερδέστατον και αρπακτικώτατον από το στράτευμα των Ολυμπίων» (έκθεση της 11 Αυγούστου 1823). Τα ίδια και για τους ναυτικούς : «Τριάντα μίστικα και σκαμπαβίαι ψαριανά περίπλεαν ενταύθα και δεν εστάθη τρόπος ποτέ να ημπορέσω να τα μεταχειρισθώ εις κανένα καλόν πράγμα· όλοι είναι δοσμένοι εις την αρπαγήν· όλοι δεν ονειρεύονται παρά λάφυρα». Και η κατακλείδα : «Ένας αισθαντικός άνθρωπος το να ευρίσκεται εις το μέσον τοιούτων απανθρώπων ανθρώπων, τυραννείται περισσότερον από του να ευρίσκεται εις τον Τάρταρον της Κολάσεως».» Κυριάκος Σιμόπουλος : Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21, Τόμος 2 : 1822-1823, Αθήνα, 1984, σελ. 60



Ο τίτλος του άρθρου, αν επρόκειτο πράγματι ν’ ασχοληθεί με την επίφαση του θέματος, θα μας οδηγούσε σε μια τενχοκρατική προσέγγιση, που θα μπορούσε να «θαμπώσει» με την επιστημοσύνη της τον μέσο αναγνώστη, αλλά, είναι βέβαιο, δεν θα έθιγε παρά ακριβώς αυτό που ήδη σημείωσα : δηλαδή την επιφάνεια του θέματος. Θα αναφερόμασταν σε τούτα και σε κείνα τα κόστη και δαπάνες λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, θα παραθέταμε πίνακες με αριθμούς, ένα ή δυο διαγράμματα σίγουρα θα πρόσθεταν στην καλή εικόνα της παρουσίασης, κι αφού τα παραθέταμε όλα αυτά, θα μετρούσαμε τη βαρύτητα του κάθε κόστους ή δαπάνης, θα βλέπαμε πώς εξελίχθηκαν διαχρονικά, θα βλέπαμε ποια απ’ αυτά αποτελούν ανελαστικά και ποια ελαστικά κόστη και δαπάνες (με όχι πάντα ξεκάθαρα κριτήρια για το τι και γιατί μια δαπάνη είναι ανελαστική ή όχι), και στη συνέχεια θα κάναμε τις πολύ «επιστημονικές» υποδείξεις, «διαπιστώνω ότι τούτο αυξήθηκε ενώ θα έπρεπε να μειωθεί», «το άλλο μειώθηκε ενώ θα έπρεπε να μη μειωθεί», τη ..........
συνέχεια «κόψτε τούτο, μειώστε εκείνο», ή ακόμα κι ότι «ζούμε πάρα πολύ, πώς στο καλό ν’ αντέξει το έρμο το ασφαλιστικό ταμείο», κ.λπ., κ.λπ.

Δεν πρόκειται ν’ ασχοληθούμε λοιπόν με την «επιστημονική» προσέγγιση του θέματος. Θ’ ασχοληθούμε με την πραγματικά ουσιαστική προσέγγιση του «κόστους λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης». Θ’ ασχοληθούμε με τα στοιχεία εκείνα που παράγουν όχι μόνο «κόστος» ή «δαπάνη», διότι χωρίς «κόστος» και «δαπάνη» τίποτα δεν γίνεται και ποτέ δεν δημιουργείται έσοδο και πλούτος, μα «αλόγιστο» και «μη απαραίτητο» κόστος ή δαπάνη, δηλαδή, σπατάλη.

Λοιπόν οι παράμετροι είναι μάλλον απίθανο να τις βρείτε ως μεταβλητές σε μια τεχνοκρατική συνάρτηση κόστους, και είναι ο «χαβαλές» στη πολιτική και στους πολίτες, είναι η ανικανότητα, η αναξιοκρατία, ο ερασιτεχνισμός, ο αμοραλισμός και η διαφθορά στη δημόσια διοίκηση. Ό,τι εννοούμε με τον όρο «εκλογικευμένο κόστος λειτουργίας», είναι ακριβώς η ύπαρξη των αντιθέτων χαρακτηριστικών από τα παραπάνω. Κι ό,τι εννοούμε ως «δυσμενές κόστος λειτουργίας», είναι ακριβώς η ύπαρξη των παραπάνω αρνητικών χαρακτηριστικών.

Στη χώρα μας, τα παραπάνω (αρνητικά) χαρακτηριστικά έχουν προσλάβει ένα ιστορικά ενδημικό χαρακτήρα, που έχουν δηλητηριάσει τη δημόσια διοίκηση, και όσο κι αν παίρνονται μέτρα, τεχνοκρατικά ορθά, όσο εν τούτοις οι παράγοντες που αναιρούν τη «λογική» των όποιων εξυγιαντικών προτάσεων αποτελούν το «κλίμα» και προσδιορίζουν την κυρίαρχη «κουλτούρα του οργανισμού» (της δημόσιας διοίκησης εν προκειμένω), τόσο θα παραμένουν απλώς μέτρα καταδικασμένα να μην εφαρμοστούν ή, όπερ το αυτό, αν εφαρμοστούν θα εφαρμοστούν κατά τρόπο αναποτελεσματικό. Γι΄ αυτό στα συρτάρια της ελληνικής δημόσιας διοίκησης υπάρχουν ωκεανοί προτάσεων, τεχνοκρατικά άψογων, πλην όμως, όλες τους αραχνιασμένες και με το στίγμα της «αθεράπευτης θεωρίας», ακριβώς διότι υποθέτουν ένα σωρό προαπαιτούμενα για την υλοποίηση των προτάσεών τους, που και οι ίδιες οι μελέτες γνωρίζουν ότι δεν υπάρχουν : όπως π.χ., ότι δεν υπάρχει αναξιοκρατία, δεν υπάρχει ανικανότητα, δεν υπάρχει ερασιτεχνισμός, δεν υπάρχει διαφθορά, δεν υπάρχει χαβαλές, αλλά, έλα που υπάρχουν όλα αυτά, κι επομένως, αν υπάρχει μια πρακτική σημασία γι’ αυτές τις μελέτες, είναι οι αμοιβές που εισέπραξαν οι μελετητές, «κόστος» κι αυτό –και εκ του αποτελέσματος κρινόμενο «αντιπαραγωγικό»- στη συνάρτηση του κόστους λειτουργίας της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Κι όσο οι τεχνοκράτες θα επιδεικνύουν μια αδυναμία εισαγωγής του πολιτικού και κοινωνικού στοιχείου στις όποιες προσεγγίσεις τους, τόσο η συμβολή τους θα κινείται στον αφρό μαις ψευδεπίγραφης ρεαλιστικότητας και θα διαψεύδονται συνεχώς από την «πραγματική» πραγματικότητα που αρνούνται να δουν.

Δεν είναι μάλιστα διόλου τυχαίο, γιατί όταν οι τενχοκράτες καλούνται ν’ ασκήσουν εφαρμοσμένη πολιτική, είναι ενίοτε («ενίοτε» ή «κατά κανόνα»;) πολύ χειρότεροι απ’ τους μη τεχνοκράτες, αλλά, η διαχείριση της πραγματικότητας, δεν θέλει πολύ εξεζητημένη προσέγγιση, μα αντίθετα, ουσιαστική εστίαση στα όντως λίγα και σημαντικά. Κι ούτε είναι τυχαίο ότι μεγάλοι πολιτικοί μεταρρυθμιστές δεν ήταν τεχνοκράτες, όπως δεν είναι τυχαίο ότι η οικονομία μας βούλιαξε τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια, όντας στα χέρια των πιο έγκυρων ίσως τεχνοκρατών μας.

Εν κατακλείδι : όσο αυτό που καλούμε «πολιτική κουλτούρα» αποτελεί ένα ασθενή μονίμως στην εντατική, με «συγκατοίκους» στην ίδια ΜΕΘ την αξιοκρατία, την ηθική και τη πολιτική σοβαρότητα, κι όσο αφήνουμε τη διοίκηση της δημόσιας διοίκησης σε «απολιτίκ» τεχνοκράτες, τη συνταγή της αποτυχίας την έχουμε εξασφαλισμένη.

Και για να μη παρεξηγηθώ, σε μια περίοδο όπου πολλοί κουβαλάνε πολλές μύγες και μυγιάζονται ως εκ τούτου εύκολα, οι παρατηρήσεις μου έχουν την έννοια της ιστορικής παρατήρησης σε ό,τι αφορά την κακοδαιμονία που μας δέρνει με τη δημόσια διοίκηση, η ιστορία της οποίας πάει τόσο πίσω, όσο πίσω χρειάζεται να πάμε για να συναντήσουμε τον Μαυροκορδάτο, τον Κωλλέτη και άλλους που κατηγορούνται ότι έδωσαν το μήλο στην αθωότητα, που έκτοτε έπαψε να είναι αθώα…