Εκεί που ο πρόεδρος πηγαίνει μόνος

Τι συζητεί ο κ. Γ. Παπανδρέου όταν βρίσκεται στην ανδρική τουαλέτα; Μια τέτοια στιχομυθία, από τα ιδιαίτερα δωμάτια της Βουλής, μεταφέρει ο κ. Μίμης Ανδρουλάκης στον πρόλογο του βιβλίου του «Ε, Πρόεδρε!». Γράφει λοιπόν ο βουλευτής:

«Ακούω τον ψηλό που πήρε θέση δίπλα μου να λέει με ευχάριστη διάθεση:

- Τι γίνεται, Μίμη; Χαθήκαμε...

- Α, Πρόεδρε, εσύ εδώ; Δε σε κατάλαβα... - Τι θα γράψεις φέτος; Σίγουρα κάτι έχεις στο μυαλό σου...».

O κ. Ανδρουλάκης είναι ο συγγραφέας που αξιοποιεί ακόμη και την ανάγκη ούρησης στα κείμενά του. Τα κείμενα είναι αχαρακτήριστα, ανήκουν σε ένα ατομικό είδος έκφρασης όπου το βίωμα γίνεται αφορμή στοχασμού, παντρεύεται με ιστορικά στοιχεία, εμπλουτίζεται με εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Πρόκειται για αφηγήματα που ακολουθούν τους συνειρμούς του συντάκτη, χάνουν το έρμα τους, ξαναπιάνουν το νήμα. Δεν είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζει τέτοιο βιβλίο ο πολιτικός άνδρας. Εχουν προηγηθεί τα αναλόγου περιεχομένου «Βαμπίρ και κανίβαλοι», «Ζητούνται αλχημιστές», «Θηλυκό πόκερ», «Λευκό κοτσύφι, blue tree, μαύρο καράβι». Ο συγγραφέας σε όλα αυτά τα πονήματα ακολουθεί την ίδια τακτική ρίψης πληροφοριών σε ένα δοχείο. Παρά τις ενστάσεις για το περιεχόμενο, παρά τις απορίες (είναι αριστερός, είναι δεξιούρα, είναι μπερδεμένος;) ο κ. Ανδρουλάκης γίνεται εθιστικός για τους αναγνώστες του, ακόμη και τους πιο επιφυλακτικούς. Τον διαβάζουμε για να διαφωνήσουμε. Πάντως το κείμενο ρέει.

O τίτλος «Ε, Πρόεδρε!» μοιάζει να έχει επιλεγεί για την .........
προεκλογική περίοδο. Οι εκδόσεις Καστανιώτη αναφέρουν στην ιστοσελίδα τους ότι το βιβλίο «αποτελεί πρόκληση για τα κλισέ της καθιερωμένης συμβατικής σκέψης και γίνεται εξαιρετικά επίκαιρο, καθώς κυκλοφορεί συμπτωματικά με την προκήρυξη των πρόωρων εκλογών». Γραμμένο σε δεύτερο ενικό, απευθύνεται σε έναν πρόεδρο ο οποίος ετοιμάζεται να αναλάβει μεγάλες ευθύνες. Ο κ. Ανδρουλάκης παρουσιάζει τον εαυτό του ως υψοφοβικό που απευθύνεται σε ακροβάτη προτού περπατήσει στο σχοινί. Είναι προφανές ότι ο πονηρός πολιτευτής διαλέγει έναν δήθεν σεμνό ρόλο απλά και μόνο για να προβάλει τον εαυτό του. Κάνοντας την αυτοκριτική του δείχνει να νιώθει πολύ μικρός δίπλα σε έναν αρχηγό, αλλά σιγά σιγά ξεδιπλώνει ένα κάρο στρατηγικές επιβίωσης και διακυβέρνησης.

Δεν είναι τυχαίο πρόσωπο ο κ. Μίμης Ανδρουλάκης. Υπήρξε για μία εικοσαετία στέλεχος του ΚΚΕ σε θέσεις που καταλαμβάνουν οι πιο επιτήδειοι (ή οι πιο ευφυείς). Εμεινε δέκα χρόνια έξω από τα πράγματα, διετύπωσε την άποψή του για την Αριστερά στις μέρες μας για να καταδείξει ότι το μέλλον είναι κάπου στο Κέντρο. Δεν πήγε έτσι ξερά να μπλέξει με το ΠαΣοΚ, έστησε πρώτα την ιδεολογική παγίδα του. Εχοντας αυτά τα εχέγγυα, έκανε τη μετάβαση στο ΠαΣοΚ. Από το 2004 εκλέγεται στη Β΄ Αθήνας. Τώρα, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, καταθέτει το βιβλίο που επικεντρώνεται στις «100 πρώτες ημέρες της διακυβέρνησης». Η διατύπωση, ο συμβουλευτικός χαρακτήρας, τα κόλπα που προτείνει για την επιβίωση του προέδρου στα καινούργια καθήκοντα προδίδουν μια προσωπικότητα που θα χαιρόταν να γίνει ο Λούλης της Ιπποκράτους. Αυτό προκύπτει σε πρώτη ανάγνωση, γιατί κατά βάθος ο κ. Ανδρουλάκης κάνει ευρύτερη επίδειξη δυνατοτήτων. Ξέρει την ψυχολογία της μάζας, υποψιάζεται τις αδυναμίες του αντιπάλου, έχει λύσεις. Η εμπειρία του προκύπτει τόσο από προσωπική παρουσία σε κομματικούς λαβυρίνθους όσο και από τη μελέτη της στάσης ιστορικών προσώπων.

O κ. Ανδρουλάκης σήμερα θα βρίσκεται στο βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκης (Πανεπιστημίου 17, Αθήνα) όπου θα υπογράφει αντίτυπα, από τις 12.00 το μεσημέρι. Αν μη τι άλλο, αποκτά ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους άλλους υποψηφίους. Ενώ θα ομιλεί για τα ζητήματα του βιβλίου, ουσιαστικά θα κάνει την πιο έξυπνη παρουσίαση του εαυτού του. Οι υπόλοιποι υποψήφιοι κάνουν διαγγέλματα και μοιράζουν υποσχέσεις για τη μείωση της ανεργίας και το Ελντοράντο που θα γίνει η χώρα μετά τις εκλογές. Ο κ. Μίμης Ανδρουλάκης θα περιγράφει τον καμπινέ της Βουλής και θα χαριτολογεί συσχετίζοντας την ούρηση με την εξουσία, τα ζωνάρια με τη διακυβέρνηση, το μπόι με την επιτυχία- και όλα αυτά συγκρινόμενα με τις αρετές του Ρούζβελτ. Αν μη τι άλλο, ο Ανδρουλάκης είναι διαόλου κάλτσα
ΒΗΜΑ