Η αβάσταχτη βαρύτητα της ελαφρότητας – (Συνεχίζουμε να) διερχόμαστε περίοδο πολιτικού aids

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Η εξουσία είναι η ερωμένη μου. Έκαμα τόσο πολλά για την κατάκτησή της, ώστε δεν θα αφίσω να μου την πάρουν, ούτε ανέχομαι να μου τη διεκδικούν. Όσο κι αν λέτε πως η εξουσία μου ήλθε σαν αυτόκλητη, εγώ ξέρω τι κόπους μου εκόστισε, τι ξενύχτια, τι συνδυασμούς…» (Ναπολέων) (Maurice Marsal : Επιβολή και Ηγεσία, εκδ, Ι.Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήναι, 1964, σελ. 109-110)



Στα 1989, έγραψα ένα άρθρο με τον ίδιο τίτλο με το σημερινό (είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, στις 16/2/1989, με τον τίτλο «Διερχόμεθα περίοδο πολιτικού AIDS» -εξ ου και το (συνεχίζουμε να διερχόμαστε…) που έβαλα στον σημερινό τίτλο). Είχαμε τότε την κυριαρχία ενός άλλου σκανδάλου «εποχής» : του σκανδάλου Κοσκωτά. Είχαμε επίσης ένα πλήθος από άλλα γεγονότα που δημιουργούσαν μια εξόχως σκανδαλολογική περιρρέουσα πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα. Είχα την ψευδαίσθηση τότε, ότι αναφερόμουν σε εκφυλιστικά και παρακμιακά φαινόμενα, που η «ένδοξη» γενιά του Πολυτεχνείου και η προηγούμενη απ’ αυτήν γενιά του «114», δεν θα επέτρεπαν ΠΟΤΕ να εμφανιστούν ξανά στο μέλλον, και επειδή συνέβαιναν ακριβώς όντας στην εξουσία εκείνες οι γενιές, μάλλον αμήχανα προσπαθούσα να δω και κυρίως να διαγνώσω το μεταλλαξιακό ιό που ευθύνονταν για τούτη τη διαφαινόμενη δυσάρεστη τροπή των πραγμάτων. Ακόμα και τότε, πίστευα πως δεν ήταν νοητό η γενιά μου, να συμβιβαστεί σε βαθμό ώστε να γίνει η πρώτη μεταπολεμικά τουλάχιστον γενιά που να παραδώσει στα παιδιά της προοπτικές πολύ χειρότερες απ’ ό,τι η ίδια παρέλαβε. Έπεσα τραγικά έξω στις τότε εκτιμήσεις μου, που είχα την ψευδαίσθηση ότι αποτελούσαν «προβλέψεις» και μάλιστα «διαλεκτικά» και «επιστημονικά» θεμελιωμένες. Δεν ονειρευόμουν βέβαια ένα μέλλον «αγγελικά πλασμένο», άλλωστε, δεν θα ήθελα ένα τέτοιο μέλλον για τα ανθρώπινα δεδομένα –ίσως διότι αν πράγματι έρχονταν ένα τέτοιο μέλλον, τότε το ραντεβού θα ήταν μάλλον επουράνιο! Έλεγα όμως, ότι μπορεί να κάναμε κι ένα-δυο βήματα πίσω, αλλά θα γίνονταν κι ένα μπροστά (ή, αν ήμασταν λίγο τυχεροί θα μπορούσαν αυτά τα βήματα νάταν δυο ή και τρία –μάλιστα, τρία!). Δεν πίστευα ότι θα ήταν η γενιά του Πολυτεχνείου και του 114 επί ημερών εξουσίας της οποίας, τα παιδιά μας θα δίνανε αγώνα για να αποφύγουν νέους Μεσαίωνες. Σήμερα σίγουρα δεν έχουμε σκάνδαλα τύπου Κοσκωτά –δυστυχώς δεν ήμαστε τόσο τυχεροί! Τα σημερινά είναι τόσο ασύγκριτα «ανώτερα» εκείνου του σκανδάλου, (που τότε έμοιαζε σαν ΤΟ σκάνδαλο –γι’ αυτό και το «δυστυχώς» παραπάνω), ώστε το σκάνδαλο εκείνο να φαντάζει τόσο από άποψη μεγέθους όσο και από άποψη πολιτικής ευθύνης σχεδόν σαν κάτι το «αγγελικό» συγκρινόμενο με τα χωρίς προηγούμενο σημεία και τέρατα των καιρών μας. Μου φαίνονταν ακατανόητο ότι θα ήταν δυνατό το ραντεβού με την ...........Ι
στορία αντί να δίνεται στους αιώνες που έρχονται να κινδυνεύει να γίνει μέσα στους αιώνες που πέρασαν.



Στη μνήμη εκείνων των ψευδαισθήσεών μου, στη μνήμη των χαμένων ονείρων της γενιάς μου, αλλά και από χρέος στις νεότερες γενιές που πρέπει ΝΗ ΜΗ ΛΗΣΜΟΝΟΥΝ, να μη λησμονούν το πόσο εύκολα τελικά ένα παρηκμασμένο σύστημα μπορεί να σε «καταπιεί» και να σε «χωνέψει», ας μου επιτραπεί να ξαναναφερθώ σ’ εκείνο το άρθρο μου, το τόσο ΔΥΣΤΥΧΩΣ επίκαιρο και σήμερα. Θα ήθελα να είχε «μουσειακή» αξία, να , σαν κάτι που θα μπορούσαμε να λέγαμε, «Δες τι γίνονταν τότε!» Σήμερα, μπορεί να αλλάζουν πρόσωπα και γεγονότα, όμως η ουσία παραμένει η ίδια. Ότι «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ». Και «πολύ δουλειά» έγινε, αλλά δυστυχώς, όχι για να γυρίσει, μα για να μη γυρίσει ο ήλιος. Κατά πως φαίνεται, δεν κατόρθωσε η γενιά μου να διαψεύσει αφορισμούς σαν τον παρακάτω : «[Σύμφωνα] με δυο βασικές αρχές της αναρχιστικής φιλοσοφίας που βρίσκεται μές στο πνεύμα των κηρυγμάτων του Χριστιανισμού : α. Η εξουσία προσελκύει ό,τι είναι διεφθαρμένο και διαφθείρει ό,τι προσελκύει. β. Δεν υπάρχει κατάχρηση εξουσίας, αλλά μόνο εξουσία που είναι από τη φύση της καταχρηστική…» (Δημητράς Παν. : Χριστιανισμός και σοσιαλισμός, περιοδικό Εποπτεία Νο 19, σελ. 117) Από πολλές απόψεις, η άποψη αυτή είναι παραπλήσια προς τη στιχομυθία μεταξύ του Ναπολέοντα και του Cabanis : «Ναπολέων : Γιατί δεν έρχεσθε πια να με επισκεφθήτε, Cabanis; Cabanis : Δεν έρχομαι, Μεγαλιότατε, διότι, εκτός από μερικές εξαιρέσεις, το περιβάλλον σας τώρα δεν είναι καλό. Ναπολέων : Τι θέλετε να πήτε; Δεν σας καταλαβαίνω. Cabanis : Ήθελα να πω ότι η εξουσία είναι ένας μαγνήτης που τραβάει τις βρωμιές.» (Maurice Marsal : Επιβολή και Ηγεσία, εκδ, Ι.Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήναι, 1964, σελ. 111) Είναι η εξουσία που καταβρόχθισε προηγούμενες γενιές, άδολες και γεμάτες οράματα στη πορεία της κατάκτησης της εξουσίας, αυτού του τέρατος, που λέγαμε «Θα το τιθασεύσουμε, θα το φάμε, δεν θα μας φάει!» Και ιδού τώρα, εμείς οι ίδιοι, (όσοι «εμείς» δεν κατόρθωσαν ν’ αποκτήσουν δύναμη), εδέσματα στο παμπάλαιο τραπέζι αυτής της εξουσίας, που στην ουσία, ποτέ δεν είχε αλλάξει, μονάχα, σαν έβλεπε τα δύσκολα προσαρμόζονταν ανάλογα… Κι όχι μόνο αυτό, μα κάτι χειρότερο : τρώμε και τα ίδια μας τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Όταν δεν ψελλίζουμε κάτι που να δηλώνει την ανημποριά μας, τότε γεμάτοι αυθάδεια, σύγχρονοι στρατοδίκες και πνευματικά ρεμάλια, όλο θράσος σηκώνουμε τον άθλιο δείκτη του χεριού μας, και αναγγέλλουμε στα παιδιά μας, στα εγγόνια μας, ότι το «αστείο» πολύ τράβηξε, και ιδού είναι η ώρα όπου θα πρέπει να καταλάβουν ότι το μέλλον δεν τους ανήκει, πρέπει να καταλάβουν ότι είναι οι αναλώσιμοι «συντελεστές παραγωγής» στις συναρτήσεις της Νέας Τάξης Πραγμάτων, τις συναρτήσεις που μεγιστοποιούν τα κέρδη και ελαχιστοποιούν τα· κόστη : με πιο απλά λόγια, που κάνουν τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους.



Σημείωνα σ’ κείνο το άρθρο μου, ότι «…σ’ ολόκληρη τη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας, σπάνια υπήρξαν σε καιρό δημοκρατικής ομαλότητας του δημόσιου βίου, όπως η περίοδος από το 1975 κι εδώ, γεγονότα τόσο «πυκνά», από άποψη κρισιμότητας για τον προσδιορισμό του ήθους και ύφους της εξουσίας και των πολιτικών δυνάμεων, στο σύνολό τους, όσο αυτά που εξελίσσονταν την εποχή εκείνη» (υπενθυμίζω ότι αυτά γράφονταν το 1989!). και συνέχιζα : «Στον απλό πολίτη, που δεν έχει καμία σχέση με σκάνδαλα και άλλα παρασκήνια, έχει δημιουργηθεί η αίσθηση ότι ζει πάνω σε ερείπια. Οράματα ανακατεμένα με τη πεζή πραγματικότητα, ελπίδες ανακατεμένες με την απόγνωση, υποσχέσεις για «αλλαγή» ανακατεμένες με την απογοήτευση, όνειρα ανακατεμένα με εφιάλτες, ο πόθος της κατάκτησης του αύριο ανακατεμένος με τη στροφή στην παρελθοντολογία, ιδεολογίες βάναυσα ερμηνευμένες, κακοποιημένες, κείτονται ετοιμοθάνατες αφημένες στην αδιαφορία από τους μέχρι χτες υποστηρικτικές τους, ο αγώνας αγκαλιά με τη νωχέλεια. Ιδού το σκηνικό της πολιτικής μας ζωής. Πρωταγωνιστές σ’ αυτό το άθλιο έργο ό,τι το «εκλεκτότερο» -κατά συνθήκη- του λαού, τραγικός θεατής ο ίδιος ο λαός, που δεν μπορεί να πιστέψει στα μάτια στα μάτια του, ότι αυτό που βλέπει είναι ένα κακοποιημένο σενάριο, το οποίο ο ίδιος είχε εγκρίνει να παιχτεί, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι εκείνο που του είχαν υποσχεθεί.» Στη συνέχεια, δογμάτισα κτά τρόπο που σήμερα διαψεύδομαι οικτρά : «Το 1975, υπήρξε η χρονιά-ορόσημο για την οριστική έξοδο από μια περίοδο που κανείς δεν θα ήθελε να θυμάται. Μια περίοδος επανειλημμένων πολιτικών λαθών και επιλογών, από όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Από την αριστερά μέχρι και τη δεξιά. Εμφύλιος, μετεμφυλιακή περίοδος -ποιος αλήθεια, περίμενε ομαλότητες κάτω από τέτοιες καταστάσεις-, δικτατορία. Το 1975 ήταν το τέλος της περιόδου αυτής. Το 1981 είναι ένα άλλο ορόσημο, αφού τη χρονιά εκείνη, στις 18 Οκτώβρη, συνηγορούσης σ’ αυτό και της «προεδροποίησης» του Κ. Καραμανλή λίγο πριν, ανεβαίνει στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ, το οποίο δημιούργησε την δική του πολιτική περίοδο, την οποία οι ιστορικοί δεν γνωρίζω πώς θα την ονομάσουν, εγώ όμως θα την ονομάσω «περίοδος εμφάνισης του πολιτικού AIDS στο χώρο της δημοκρατικής παράταξης». Πού βρίσκεται η οικτρή μου αποτυχία στη πρόβλεψη; Μα στη λέξη «οριστική έξοδο…» Βέβαια, ό,τι ακολουθεί στην ίδια παράγραφο, κάπως με διασώζει από την άποψη της ορθότητας των όποιων εκτιμήσεών μου. Όμως, ας αφήσω χωρίς άλλα πλέον σχόλια, στη κρίση του αναγνώστη τις όποιες μου τοποθετήσεις, παραθέτοντας απλά το υπόλοιπο εκείνου του άρθρου. Μια μόνο επισήμανση : θα μπορούσε κανείς, αλλάζοντας ημερομηνίες και ρόλους, δηλαδή, αναφερόμενοι στην περίοδο 1984 και δω, και αντιστρέφοντας τους ρόλους των δυο κομμάτων εξουσίας (με τη ΝΔ στην κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ στη εξουσία), να διαπιστώσει το πόσο «παράλληλοι» είναι οι βίοι των κομμάτων εξουσίας στη μεταδικτατορική Ελλάδα (για να μην πάμε πιο πίσω). Ιδού λοιπόν η συνέχεια εκείνου του άρθρου



«Ποια είναι όμως η έννοια αυτού του πολιτικού AIDS; Είναι ότι η πολιτική του κυβερνώντος κόμματος, και της αριστεράς που υποδύθηκε όσο πιο άσχημα μπόρεσε το ρόλο του κομπάρσου, αποδυνάμωσε εκείνα ακριβώς τα στοιχεία, τα ιδεολογικά και πολιτικά ερείσματα, τα οποία ίσαμε τα χθες, θεωρούνταν ότι συνιστούσαν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και τη θωράκιση έναντι της Ν.Δ. Μια οικονομική πολιτική αμφισβητήσιμη από άποψη αποτελεσματικότητας, ιδίως αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός ότι η ΝΔ, ατύχησε να πέσει σε μια πετρελαϊκή κρίση, ενώ δεν ευτύχησε να προλάβει να τύχει της οικονομικής υποστήριξης της ΕΟΚ, στο βαθμό που έτυχε το ΠΑΣΟΚ, σε συνδυασμό με το ότι το Δημόσιο, κάτω από μια σοσιαλιστική κυβέρνηση -για όσους την θεωρούν σαν τέτοια-, δεν απέβαλε την αναποτελεσματικότητά του, αλλά και μια πληθώρα οικονομικών σκανδάλων (ΑΓΡΕΞ, Κοσκωτάς, κ.λπ.), συνέτειναν στο να μπουν σε εισαγωγικά πολλά πράγματα.



»Μέχρι πρό τινος…, δεν υπήρχε αμφιβολία για τον «κακό» ρόλο της «δεξιάς», για το αυταπόδεικτο της «ανωτερότητας» της ιδεολογίας της «δημοκρατικής παράταξης», για την «εξάρτηση της χώρας από ξένα κέντρα αποφάσεων», για τα δεινά που προέρχονταν ή θα μπορούσαν να προέλθουν υπό ορισμένες συνθήκες από τις υπερεξουσίες του Ανώτατου Άρχοντα, για τα σκάνδαλα της «δεξιάς», για το χαμηλό ως ανύπαρκτο «ήθος» και «ύφος» της, για τον «ύποπτο» ρόλο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, και ιδίως των μεγάλων επιχειρήσεων και του ξένου κεφαλαίου, για την έλλειψη αξιοκρατίας στη Δημόσια Διοίκηση, για την έλλειψη λαϊκής πολιτικής στην παιδεία, την υγεία, τη στέγη, για την έλλειψη δικαιοσύνης, για τον ύποπτο ρόλο των «αποστατών», κι ένα σωρό άλλα πράγματα. Όλα αυτά πιστοποιούσαν ένα πράγμα : χρειαζόταν στο τόπο αυτό μια «αλλαγή». Δεν έμεινε παρά να δοθεί η ευκαιρία, αφού ο «φορέας» είχε βρεθεί και ήταν το ΠΑΣΟΚ. Και η ιστορική ευκαιρία είχε βρεθεί (το ραντεβού με την Ιστορία -η αποθέωση της υπερβολής-). Ήταν η 18 Οκτώβρη του 1981, η μέρα που η Ελλάδα ντύθηκε στα πράσινα, ντύθηκε το χρώμα της «ελπίδας», η μέρα όπου η «δεξιά» έμπαινε «στα χρονοντούλαπα της Ιστορίας» (μια ακόμα αυτοπεποίθηση, οικτρά διαψευσμένη).Με όλα τα παραπάνω δεδομένα, που αποτελούσαν πολιτικούς άσσους στο μανίκι του ΠΑΣΟΚ, και με μια ισχυρή λαϊκή πλειοψηφία υπέρ αυτού στις τότε αλλά και τις επόμενες εκλογές, το ΠΑΣΟΚ αναλάμβανε την εξουσία και λίγοι ήταν εκείνοι που θα μπορούσαν να φανταστούν ότι αυτούς τους άσσους το κόμμα αυτό θα τους χαλάλιζε τόσο γρήγορα και τόσο επιπόλαια. Μετά από τα τέσσερα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, άρχισαν να συσσωρεύονται τα πρώτα μαύρα σύννεφα, που όμως η μακαριότητα των στιγμών και η υπερβολική αυτοπεποίθηση και υπεροψία, τα αγνοούσε. Η πίστη πως όλα ήταν επιτρεπτά για το ΠΑΣΟΚ, συνέτεινε την ενίσχυση των αυτοσχεδιασμών και άστοχων χειρισμών. Λιτότητα, απροσχημάτιστη άλωση της ΓΣΕΕ, σκάνδαλα οικονομικά, μια εξωτερική πολιτική που τελικά μας κάνει και σήμερα να αναρωτιόμαστε εμείς οι μη Ταλλεϋράνδοι το τι τελικά επιδιώκουμε, η δημιουργία ενός κράτους-τέρατος στις διαστάσεις του για τα ελληνικά δεδομένα και με τεράστια ελλείμματα, μια παιδεία που αγνοείται ο προσανατολισμός της, μια δικαιοσύνη βαλλόμενη πανταχόθεν, ένα ΕΣΥ αμφίβολης προοπτικής και αποτελεσματικότητας, και τόσα άλλα, πώς ήταν δυνατόν να μην υποσκάψουν την προοπτική του ΠΑΣΟΚ; Ένα ΠΑΣΟΚ, που συνεχίζοντας τις λάθος επιλογές του πίστεψε ότι θα αρκούσε να αποκαταστήσει το κύρος της κυβέρνησης και του κόμματος η επαναστατική φρασεολογία και η πλημμυρίδα των ανασχηματισμών των κυβερνήσεων, οι πολυπληθείς υπουργοί και υφυπουργοί (πού είναι το 10μελές υπουργικό συμβούλιο που είχε κάποτε υποσχεθεί ο κ. πρωθυπουργός;). Το μεγαλύτερο όμως πολιτικό λάθος του ΠΑΣΟΚ ήταν η εμφύσηση στα στελέχη και τους οπαδούς του ενός είδους μεσσιανισμού και μεταφυσικής, που δημιούργησε την πίστη σε μια σχεδόν «ιερή» αποστολή, σε μια θρησκευτική πεποίθηση περί του περιουσίου κόμματος, του προορισμένου να μεταβάλει τη χώρα προς το καλύτερο, να δημιουργήσει μια «νέα» Ελλάδα. Μια τέτοια όμως πίστη, όσο επιθυμητή κι αν είναι για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, είναι άλλο τόσο και περισσότερο επικίνδυνη πολιτικά, γιατί πέρα από το ότι οδηγεί στην υπερβολή, μπορεί να μετατραπεί εύκολα και σε μεγάλη απογοήτευση, σε μη εύκολα αναστρέψιμη αμφισβήτηση. Σ’ έναν θνητό μπορούν να συγχωρεθούν πολλά λάθη. Στον Θεό όμως, δεν συγχωρείται ούτε ένα. Υπερβολική η σύγκριση, αποδίδει όμως αυτό που θέλω να υπογραμμίσω.Και η αμφισβήτηση ήρθε. Θα ήταν λάθος να νομισθεί ότι τη δημιούργησε η αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η ΝΔ κατηγορήθηκε για έλλειψη αντιπολιτευτικής ικανότητας, εξ αιτίας της απειρίας της σαν κόμμα αντιπολίτευσης. Είναι κάτι που κατά κόρο υποστηρίχτηκε από το ΠΑΣΟΚ. Αλλά αν τούτο αληθεύει, τόσο το χειρότερο για το ΠΑΣΟΚ, γιατί αυτό σημαίνει ότι είναι και το μόνο υπεύθυνο για την εναντίον του αμφισβήτηση, την εναντίον του δυσαρέσκεια.



»Ποιες είναι όμως οι κρισιμότερες παράμετροι αυτής της αμφισβήτησης;



»Το κυριότερο ίσως στοιχείο της δημιουργηθείσης αμφισβήτησης, είναι η κατάρρευση της ειδοποιού διαφοράς μεταξύ «δεξιάς» και «δημοκρατικής παράταξης». Η κατάρρευση αυτή καθ’ αυτή δεν είναι κακή, πιστεύω ότι ήταν ωφέλιμη, και τούτο γιατί η πολιτική είναι τόσο πιο αποτελεσματική, όσο πιο ξεκάθαροι είναι οι πολιτικοί ρόλοι. Κάποτε λέγοντας «δεξιά» και «δημοκρατική παράταξη», εννοούσαμε κάτι πέραν κάθε αμφισβήτησης. Η πρώτη ήταν «οι κακοί», οι δεύτεροι ήταν «οι καλοί». Η «δεξιά» αντιπροσώπευε τον συντηρητισμό, η «δημοκρατική παράταξη» την πορεία προς τα εμπρός.



»Το κρίσιμο εδώ ήταν ότι ποτέ δεν μας απασχόλησε τόσο σοβαρά το πού θα πάμε, ποιο είναι αυτό το «εμπρός», ενώ αντίθετα μας έχει υπερβασανίσει η ιδέα να αφήσουμε το «σήμερα». Σχεδόν δεν σκέφθηκε κανείς το απλό ερώτημα : «αν υποθέσουμε ότι κάνοντας αυτό το βήμα προς τα εμπρός, κινδυνεύουμε να πέσουμε στο κενό, γιατί απλούστατα το «σήμερα» κείται στην άκρη του γκρεμού, τι είναι προτιμότερο; να μείνουμε εκεί που είμαστε, να ψάξουμε για πιο ασφαλή περάσματα ή να αποτολμήσουμε τη βουτιά στο κενό;». Η απάντηση όμως σε ένα τέτοιο ερώτημα προϋποθέτει με τη σειρά του ότι γνωρίζουμε αρκετά πράγματα. Γνωρίζουμε αν υπάρχουν, πού και πώς θα βρούμε «τα άλλα περάσματα». Ξέρουμε να διακρίνουμε το «κενό», που στην πολιτική πρακτική πολλές φορές είναι σαν τους λάκκους που είναι σκεπασμένοι με κλαδιά, σαν τις λακκούβες που είναι σκεπασμένες με νερό και δεν ξέρεις τι κρύβεται από κάτω. Αυτός ο προβληματισμός στον λαό δεν υπήρξε. Δεν υπήρξε καν στα περισσότερα στελέχη της «δημοκρατικής παράταξης». Στην ουσία, το πρόβλημα δεν ήταν τι θα κτίσουμε, αλλά πώς θα γκρεμίσουμε. Η υπερβολή που τονίσαμε παραπάνω αντέστρεψε ακόμα και την κοινή γνώση : το γκρέμισμα είναι το εύκολο, το χτίσιμο είναι το δύσκολο.



»Είχαμε λοιπόν την ψευδαίσθηση κάποιες εποχές, ότι μπορούσαμε να ευκολία να σύρουμε διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις ιδεολογίες, ή καλύτερα στην αποτελεσματικότητα των ιδεολογιών αυτών στην επίλυση των κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων μας. Είχαμε την ψευδαίσθηση ότι είμασταν σε θέση να ξεχωρίζουμε το καλό από το κακό. Η άνοδος όμως ενός σοσιαλιστικού κόμματος στην εξουσία, έβαλε στη θέση τους πολλά πράγματα, κατήργησε πολλούς τέτοιους μύθους «συνεπών κοινωνικών επιλογών».



»Η διακυβέρνηση από το ΠΑΣΟΚ έπεισε ότι η πραγματικότητα είναι πεζή, και η αποτελεσματική αντιμετώπισή της δεν βρίσκεται στις φραστικές υπερβολές, στις λεκτικές σοσιαλιστικές κορώνες, αντίθετα βρίσκεται στην κατανόησή της, πέρα κι έξω από τις ακαδημαϊκές προσεγγίσεις της, βρίσκεται στην σοβαρότητα των ενεργειών, πέρα κι έξω από τις θεωρητικές και λαϊκιστικές ακροβασίες. Η μεγάλη ψευδαίσθηση του ΠΑΣΟΚ, ήταν ότι θα μπορούσε να υπερβεί την πραγματικότητα, τους κινδύνους της, τις δυσκολίες της. Πίστεψε περίπου ότι η πραγματικότητα όφειλε να θωρακιστεί απέναντί του, αν ήθελε να σωθεί, και όχι αυτό απέναντι στην πραγματικότητα. Αν και δεν είμαι ιστορικός, εν τούτοις πιστεύω ότι δεν θα πρέπει να υπάρχει ιστορικό προηγούμενο, που να αναφέρει ότι ένα κίνημα, μια επανάσταση έστω, δημιούργησε από μόνο του τις προϋποθέσεις για την εκτροπή του ιστορικού γίγνεσθαι προς μια επιθυμητή κατεύθυνση. Αντίθετα, οι συνέπειες του κάθε κινήματος υπήρξαν αναμφίβολα το αποτέλεσμα μιας σειράς ιστορικών αιτιών στην διαμόρφωση των οποίων ή δεν συμμετείχε καθόλου ή συμμετείχε ελάχιστα. Αυτό λοιπόν που πέτυχε το ΠΑΣΟΚ, ήταν να βάλει σε εισαγωγικά όλα αυτά που μέχρι χθες ήταν αυτονόητα. Η αμφισβήτηση, όμως, βάθυνε και πλάτυνε κυρίως με τα οικονομικά σκάνδαλα. Θα τολμούσα να υποστηρίξω, ότι η κρισιμότητα δεν προέρχεται τόσο από τα ίδια τα σκάνδαλα, όσο από την πολιτική τοποθέτηση απέναντι σ’ αυτά. Αν ενθυμούμαι σωστά, είναι η πρώτη φορά όπου στον λαό υπάρχει διάχυτη όχι η εντύπωση, αλλά η πεποίθηση, ότι πράγματι υπάρχουν οικονομικές ατασθαλίες και σκάνδαλα, στην καλύτερη περίπτωση δέχεται ορισμένες εξαιρέσεις, αλλά περίπου το σύνολο του πολιτικού κόσμου έπεσε σε ανυποληψία, και φυσικά αυτό είναι άδικο, γιατί επιτέλους υπάρχουν όχι ορισμένες, αλλά πάμπολλες εξαιρέσεις. Το δυστύχημα είναι, ότι οι κατηγορούμενοι βρίσκονται σε ανώτατες κυβερνητικές και κομματικές θέσεις, και αν πάλι δεν με απατά η μνήμη, είναι η πρώτη φορά που κατηγορείται το μισό σχεδόν υπουργικό συμβούλιο για εμπλοκή σε σκάνδαλα.



»Δεν προτίθεμαι να παίξω τον ρόλο του δικαστή, δεν αναγνωρίζω στον εαυτό μου τέτοιο δικαίωμα. Προτίθεμαι όμως να τονίσω, αυτό το δικαίωμα το έχω, ότι εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία κι από αυτά τα ίδια τα σκάνδαλα, είναι η θέση που παίρνουμε απέναντι σ’ αυτά, και ιδίως οι κατέχοντες ανώτατες θέσεις της Δημόσιας Διοίκησης. Ερωτώ αφελώς : δεν όφειλαν, για λόγους πολιτικής ευθιξίας και για λόγους υπεράσπισης της ίδιας τους της τιμής, τουλάχιστον να απομακρυνθούν όσοι, κακώς κατά την άποψή τους, κατηγορήθηκαν για εμπλοκή σε οικονομικά σκάνδαλα; Λέω να «απομακρυνθούν» και όχι να παραιτηθούν, διότι απεδείχθη ότι η εξουσία δύσκολα εγκαταλείπεται οικειοθελώς. Κι αυτοί μεν καλά κάνουν, όσοι όμως τους ανέχονται, πολιτικά είναι εξ ίσου υπεύθυνοι. Επιτέλους, πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί αυτή η ανοχή; Περί τίνος πρόκειται λοιπόν; Περί ενός νέου ήθους και ύφους στα πολιτικά μας πράγματα; Περί μιας νέας καινοφανούς σοσιαλιστικής προοπτικής σε ό,τι αφορά τις προϋποθέσεις κατανομής των δημοσίων αξιωμάτων, περί ενός νέου πολιτικού εθίμου; Αναμφισβήτητα το ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζονταν από τον καιρό που ήταν αντιπολίτευση, από μια τάση υπερβολής στα λεγόμενά του, στις υποσχέσεις του. Αν ζούσε ο Σαίξπηρ και τον ρωτούσαν τι σημαίνουν αυτές οι ρητορικές σχοινοβασίες, θα μας παρέπεμπε στον Άμλετ : «λόγια, λόγια, λόγια». Αλλά αν πριν το 1981, υπήρχε κάποια δικαιολογία γι’ αυτές τις υπερβολές, λέμε αν, διότι και η αντιπολίτευση δεν νομιμοποιείται για τις υπερβολές της, σίγουρα δεν υπάρχει δικαιολογία σαν κυβέρνηση, εκτός αν πράγματι υπήρχε η δυνατότητα και η θέληση για να γίνουν εκείνοι οι λόγοι έργα. Γνωρίζουμε σήμερα, ότι τέτοια δυνατότητα και θέληση (εκείνο που υπήρχε ήταν ο ενθουσιασμός, που όμως δεν αρκεί) δεν υπήρξε ούτε το 1982, ούτε σήμερα. Και αν οι οπαδοί του ΠΑΣΟΚ το μαθαίνουν σήμερα, η ηγεσία του το γνώριζε ανέκαθεν (στην ηγεσία περιλαμβάνω την κομματική ελίτ και μόνο). Ακόμα και το σχετικό πρόσφατο άρθρο του κ. Κουτσόγιωργα (Μ. Κουτσόγιωργας : Νεοφιλελευθερισμός : μύθος και πραγματικότητα, εφημ. «Βήμα», 26.7.87 – υπενθυμίζω στους νεότερους ότι ο Μένιος Κουτσόγιωργας ήταν υπουργός και αντιπρόεδρος στις Κυβερνήσεις του ΠαΣοΚ έως το 1989, βρήκε δε τραγικό θάνατο το 1991 όταν μέσα στην αίθουσα του ειδικού δικαστηρίου όπου είχε προσαχθεί κατηγορούμενος με τον νόμο περί ευθύνης υπουργών έπαθε σοβαρό εγκεφαλικό και απεβίωσε δυο εβδομάδες αργότερα) στο οποίο μιλούσε για τη «σοσιαλιστική προοπτική» φαντάζει σαν να γράφτηκε πριν από πάρα πολλά χρόνια. Η προοπτική για την οποία μιλούσε ο κ. υπουργός, φαίνεται πια πολύ απόμακρη, σχεδόν απραγματοποίητη (παρ’ όλο που και τότε που διατυπώνονταν ήταν το ίδιο αόριστη, και ως εκ τούτου πολύ απόμακρη). Θα άξιζε ίσως να θυμίσουμε εδώ τον Eric Hoffer : «Όποιος θέλει να διαμορφώσει ένα λαό (…) δεν πρέπει να περιορισθεί μόνο να καλλιεργεί και να διευθύνει τη δυσαρέσκεια ή να δείχνει πόσο αξιόλογες είναι οι σχεδιαζόμενες αλλαγές ή να εξαναγκάζει απλώς τους ανθρώπους να δεχθούν ένα νέο τρόπο ζωής. Πολύ περισσότερο πρέπει να γνωρίζει πώς ανάβει κανείς μιας θερμή ελπίδα και πώς την κρατάει στη συνέχεια ζωντανή…» (Eric Hoffer : Ο Φανατικός, σελ. 21-22).



»Δεν ήταν τάχα το ξεθώριασμα της ελπίδας που οδήγησε τη Ν.Δ. στην αντιπολίτευση, το 1981; Δεν ήταν ταυτόχρονα εκείνη η εκρηκτική ελπίδα που είχε δημιουργήσει το ΠΑΣΟΚ για ένα αύριο καλύτερο, που του έδωσε και την εξουσία; Σήμερα ποια ελπίδα αντιτάσσει; Μήπως την παλιά που μιλούσε αλλαγές «εδώ και τώρα»; Ακούγεται πια σαν ρετρό. Άλλωστε η ελπίδα μοιάζει σαν το φαγητό. Τρώγεται ζεστή. Μασημένη και κρύα ελπίδα δεν χωνεύεται εύκολα. Είναι δύσπεπτη και έχει έλλειψη πρωτεϊνών. Όλα τα παραπάνω, αναμφίβολα δημιουργούν ένα κλίμα αμφισβήτησης για το παρόν και το μέλλον αυτού του τόπου. Αμφισβήτηση ακόμα και για το αν αξίζει τον κόπο να πιστεύει κανείς πλέον κάπου. Αμφισβήτηση για την εντιμότητα αυτών που μας κυβερνάν. Ποιος στ’ αλήθεια μπορεί να ξεχάσει εκείνες τις κατάπτυστες συνεδριάσεις της Βουλής, όπου το σύνολο περίπου του πολιτικού κόσμου αλληλοεκατηγορείτο για ένα σωρό εθνικές μειοδοσίες (ο κ. Μητσοτάκης σε φωτογραφία με Γερμανούς κατακτητές, για να αποδειχθεί ότι τελικά ο άνθρωπος ήταν αιχμάλωτος και δεν έπινε σουμάδα μαζί τους, ο κ. Μητσοτάκης -πάλι- ο «αρχιμάγειρας» της αποστασίας -απ’ την άλλη όμως ο κ. Παπανδρέου αρνείτο πεισματικά την πρόκληση του κ. Μητσοτάκη για δημόσιο διάλογο επί του θέματος-, ο κ. πρωθυπουργός «αναξιόπιστος» και «ψεύτης», κατά την έκφραση του κ. Μητσοτάκη, και πάει λέγοντας); Ένα θρίλερ κάκιστου περιεχομένου. Η αναβίωση του παρελθόντος, η αναβίωση των φαντασμάτων. Ποιος όμως έχει όρεξη να μιλάει για το χθες, όταν το σήμερα είναι χειρότερο; Το πρόβλημά μας σήμερα, είναι η αποστασία του 1964; Επιτέλους, το μεγαλύτερο τμήμα του εκλογικού σώματος δεν έχει καν συνειδητή παράσταση της εποχής εκείνης. Ένας σημερινός σαραντάρης, ήταν τότε μόλις 16 ετών, κι ένας σημερινός εικοσιτριάχρονος ήταν αγέννητος. Για όλον αυτόν τον κόσμο, σημασία έχει τι γίνεται σήμερα, τι θα γίνει αύριο. Τα προσωπικά των ηγετών μας, μας περισσεύουν. Και γιατί όλη αυτή η φασαρία; Για ποιάν αλήθεια ενδιαφέρονται και ποιοι, όταν σήμερα τα πάντα γύρω απ’ αυτές τις έννοιες κατέρρευσαν και έγκριτα έντυπα ευθέως κατονομάζουν πρόσωπα και πράγματα ως απατεώνες και κλέφτες; Δεν νοείται πολιτικό ήθος και ύφος, όταν την αμφισβητούν. Ο καθένας οφείλει να αγωνισθεί να προστατέψει αυτήν την αλήθεια, για την οποία ο Πολύβιος Δημητρακόπουλος έγραψε στη Σιδηρά του Διαθήκη : «Είναι η μόνη θεότης, που οι άνθρωποι την περιφρονούν όταν υπάρχει, και την λατρεύουν όταν χαθεί. Θεότης ατυχής, εις τον βωμόν της οποίας δεν θυσιάζουν οι ιερείς τα κτήνη, αλλά τα κτήνη θυσιάζουν τους ιερείς».



»Φτάσαμε λοιπόν στο σημείο, όπου ατενίζουμε περίπου αδιάφοροι -και γι’ αυτό δεν ευθύνεται ο λαός-, και μερικοί περίπου χαιρέκακα -δεν είναι μικρό πράγμα οι τιμητές της ηθικής και του «άλλου» ύφους και ήθους να μην μπορούν να αντιτάξουν επαρκή και πιστευτά επιχειρήματα για να υπερασπίσουν τα αμφισβητούμενα ηθικά τους ερείσματα- την διαδικασία αλλοτρίωσης του πολιτικού βίου της χώρας μας. Αξίες και λόγοι βαρύγδουποι, απεδείχθησαν πράγματα ελαφρά, νοηματικά κενά. Το βάρος αυτής της ελαφρότητας, είναι πράγματι αβάσταχτο. Κανείς υπεύθυνος πολίτης, κανείς σώφρων άνθρωπος δεν δικαιούται, δεν μπορεί να χαίρεται για την κατάσταση αυτή, για οποιοδήποτε λόγο.»



Δεν έχουμε παρά όταν παραπάνω αναφερόμαστε στο ΠαΣοΚ να το αντικαταστήσουμε με τη λέξη «Νέα Δημοκρατία», και βεβαίως, το ότι η αναφορά μας θα γίνεται πλέον για το 2004-2009, θα διαπιστώσουμε ότι καθόλου δεν θα μεταβάλει την ουσία της νοσηρής πολιτικής πραγματικότητας, τότε και σήμερα.