Οι «Πέρσαι» και οι λάθος αποδέκται..


Του Αντώνη-Μάριου Παπαγιώτη


Παρασκευή, 17 Ιουλίου 2009, δώδεκα και κάτι μετά τα μεσάνυχτα. Επίδαυρος. Το κοινό διχασμένο. Πολλοί χειροκροτούν, άλλοι γιουχάρουν, πιστοποιώντας ότι διατηρούμε αναλλοίωτα τα κληρονομικά στοιχεία των βαρβάρων που μας κατέκτησαν, παρά των απογόνων που μας ανέδειξαν. Κόσμος όρθιος σφυρίζει και επευφημεί δυνατά, για να καλύψει τα γιουχαΐσματα και τις ρατσιστικές κραυγές των υπολοίπων. «Ο Βούλγαρος γελοιοποίησε τον Αισχύλο.. Ντροπή και αίσχος..!». Μετά την περίφημη παράσταση των Περσών στο Deutsches Theater του Βερολίνου, η οποία τιμήθηκε ως παράσταση της χρονιάς για το γερμανόφωνο θέατρο το 2006, ο Dimiter Gotscheff (βουλγαρικής καταγωγής, αλλά πολιτογραφημένος Γερμανός) σκηνοθέτησε στο αργολικό θέατρο τους «Πέρσες» του Αισχύλου, προτείνοντας μια νέα εκδοχή. Η σύλληψη του και η σκηνοθετική του οπτική, φαντάζει αριστουργηματική στα ταπεινά μου μάτια. .Μοίρασε τον ρόλο του Αγγελιαφόρου σε επτά, που μιλούσαν ταυτόχρονα, ρυθμικά και πολυτονικά, μετέτρεψε τον χορό των γερόντων σε χορό γυναικών, εισήγαγε ένα νέο πρόσωπο στη δράση, που είχε ρόλο αφηγηματικό και επεξηγηματικό, χρησιμοποίησε σύγχρονη ενδυματολογία (ψηλοτάκουνη γόβα, t-shirts, papillon, γραβάτες, τιράντες, πουκάμισα, γυναικείο παντελόνι), δανείστηκε το σαιξπηρικό τρελό για ν’ αποδώσει το ρόλο του Ξέρξη, του επιζώντα της τραγωδίας, του υπαίτιου της συμφοράς, του εξουθενωμένου, του αλαζόνα, του ευτελισμένου. Η χρήση ενός μόνο σκηνικού βοηθήματος για την ανάδειξη του αξεπέραστου φυσικού κάλλους της περιοχής αποτέλεσε το σημείο εκείνο που ........
αναδεικνύει την εμπνευσμένη και πεφωτισμένη σκηνοθεσία. Ένα μπλε φόντο, επηρεασμένο από τη ταινία σταθμό του Κιουμπρικ, «Η Οδύσσεια του διαστήματος», έρχεται να γεννήσει περισσότερα ερωτήματα παρά να απαντήσει σε απορίες, καταδηλώνοντας τη μάχη του ανθρώπου με το άγνωστο, τη καταλυτική δύναμη ή την αφοπλιστική αδυναμία του έναντι των θεών και της φύσης, τη πάλη με την άβυσσο της ίδιας της ύπαρξής του, την άγρια και ελεύθερη σκέψη που υπογραμμίζει το μπλε της θάλασσας, την αέναη κίνηση όλων που δηλώνεται με την κυκλική περιστροφή. Ίσως, οι ερμηνείες των ηθοποιών να μην βόηθησαν στην ανάδειξη της σκηνοθετικής ευφυΐας, ίσως να μην έγινε η υπέρβαση στην υποκριτική δεινότητα, αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν αποδυναμώνει τον Gotscheff. Εξάλλου, ο ίδιος ο σκηνοθέτης «προειδοποιούσε» σε συνεντεύξεις του ότι δεν απευθύνεται στο μέσο θεατή. Και πράγματι, έτσι πιστεύω ότι πρέπει κάποιος να προσεγγίζει παραστάσεις στην Επίδαυρο. Μπορεί η κ. Μουτούση να επαναπαύτηκε στο παρουσιαστικό της που ήταν ωσάν ιδανικό για το ρόλο της Άτοσσας (της μητέρας του Δαρειογέννητου Ξέρξη), μπορεί το τρακ να κυρίευσε το κ. Χατζησάββα (Δαρείος) και να ήταν κατάδηλο στο ηχόχρωμα της φωνής του, μπορεί η ορθοφωνία του κ. Καραθάνου (Δαρείος) να είχε μια προβληματική, αλλά τίποτα δεν είναι ικανό να υποβαθμίσει τη Σκηνοθετική Άποψη. Εξαίρεση αποτελεί η Λένα Κιτσοπούλου, που η ερμηνεία της ως προσώπου-αφηγητή (ρόλος που δικαιολογεί τη χρήση του μικροφώνου ως προσώπου «εξωθεατρικού», για την οποία ακούστηκαν αρνητικά σχόλια) καθήλωνε.

Οι «Πέρσαι» αποτελούν τον απώτερο πρόγονο του παγκοσμίου θεάτρου. Είναι το παλαιότερο σωζόμενο θεατρικό έργο, η μοναδική τραγωδία που δεν αντλεί το θέμα της από τη μυθολογία αλλά επικεντρώνεται σε ένα ιστορικό γεγονός, στον αντίκτυπο που είχε στην περσική αυλή η συντριπτική ήττα των Περσών στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα αντιπολεμικά κείμενα της παγκόσμιας δραματουργίας, όπου ο Αισχύλος χειρίζεται το θέμα της ήττας των Περσών, μέσα από το πρίσμα της υπέρμετρης αλαζονείας, της ύβρης και της τιμωρίας από τους θεούς, χωρίς περιττούς κομπασμούς υπεροχής, αλλά με το μεγαλείο του άξιου νικητή. Ανάμεσα στο κοινό του, ξεχώρισα τον Υπουργό Δικαιοσύνης, κ. Δένδια, τον πρώην Πρόεδρο του Συνασπισμού κ. Κωνσταντόπουλο (ο οποίος με έναν ιδιαιτέρα ένθερμο ασπασμό και μια μεγάλη αγκαλιά, χαιρέτησε τον Υπουργό, κερδίζοντας εκείνος το βραβείο της υποκριτικής), το γνωστό ποινικολόγο και μόνιμο «θαμώνα» της Επιδαύρου, κ. Λυκουρέζο, τον επιχειρηματία και αντιπρόεδρο του Ολυμπιακού, κ. Πέτρο Κόκκαλη, τους ηθοποιούς, Νικήτα Τσακίρογλου και την επιβλητικά όμορφη κ. Ματσούκα. Συγκράτησα για προσωπικό παραδειγματισμό και υπενθύμιση σε στιγμή αδυναμίας, τη φράση «η ύβρης αν ανθίσει, καρπίζει το στάχυ του ολέθρου» και θεωρώ ότι οι παρευρισκόμενοι δε διακρίνονται για την υπέρμετρη αλαζονεία τους και δε κινδυνεύουν απ’ αυτή. Σκέφτομαι όμως ότι εξέλειπαν εκείνοι που θα μπορούσαν να παραδειγματιστούν. Δε θα στους αναφέρω. Τους γνωρίζεις πια. Μένει εσύ, σε ρόλο «Δία», να «στέκεσαι κριτής σε κάθε υπεροψία και να τιμωρείς αμείλικτα το θράσος τους»..