Απορίες της ακρογιαλιάς

Ερωτήματα που γεννιούνται από μια βόλτα στον ήλιο του Αυγούστου, παίζοντας στην άμμο, και θέλοντας να δούμε τα ψάρια που έχουν απομείνει στα νερά μας με άλλο μάτι.
Ενα χρήσιμο «σκονάκι» για να κάνετε τον έξυπνο στην ακρογιαλιά



O κόσμος του βυθού κάτω από το νησί Μπικίνι, όπως παρουσιάζεται στα κινούμενα σχέδια του Μπομπ του Σφουγγαράκη, είναι άγευστος, άοσμος, μακριά από τη θαλασσινή πραγματικότητα. Αν και ο δημιουργός του, ο Stephen Ηillenburg, προτού τον παρουσιάσει για πρώτη φορά, ακριβώς πριν από δέκα χρόνια, τον Μάιο του 1999, δίδασκε επί τρία χρόνια Βιολογία των Θαλάσσιων Οργανισμών, τελικά όταν πήρε δίπλωμα και από τη Σχολή Κινουμένου Σχεδίου κατάφερε να δημιουργήσει ένα μεταμοντέρνο περιβάλλον που του έλειπαν η αλμύρα, το ιώδιο και ο ζεστός ήλιος, όπως τα ξέρουμε εμείς οι πολύ τυχεροί κάτοικοι των χωρών της Μεσογείου. Η «όμορφη και παράξενη πατρίδα» μας λοιπόν είναι εδώ πολύ διαφορετική από την επικράτεια του Μπικίνι. Τη ζεις, την απολαμβάνεις, με τον ήλιο της, τη θάλασσα, τα ψάρια της το καλοκαίρι. Αλλά κάπου σαν να τα έχεις συνηθίσει κιόλας; Μήπως τελικά κινείσαι με κάποια δόση αδιαφορίας ως προς όλα αυτά, όπως οι επίπεδοι, αδιάβροχοι ήρωες στον Σφουγγαράκη; Και όμως υπάρχουν πολλά αξιοπρόσεκτα εκεί όπου η θάλασσα συναντάει τη στεριά και απορίες προκύπτουν όσες και η άμμος.

Πάλι καλά που υπάρχουν και τα παιδιά γύρω μας. Δεν διστάζουν να ρωτούν, γιατί αυτό και γιατί εκείνο, μόλις βρεθούν στην ακρογιαλιά και εμείς, αν όχι για τους εαυτούς μας αλλά τουλάχιστον γι΄ αυτά, πρέπει να ξέρουμε το κάτι παραπάνω για να τους τα εξηγήσουμε μετά κάπως πιο απλά, αφού «έτσι κι αλλιώς (δεν) τα ξέρουν όλα».

Πώς χτίζουμε έναν καλό πύργο στην άμμο;

Με την άμμο να είναι καλά βρεγμένη και συμπιεσμένη και κάθε τόσο να θυμόμαστε, καθώς το «έργο» προχωρεί, να του ρίχνουμε ακόμη μερικές σταγόνες.

Γιατί το χώμα όταν στεγνώνει κρατάει το ..........
σχήμα που του είχαμε δώσει ενώ η άμμος χάνει το όποιο σχήμα είχε πάρει;

Στην ουσία συγκρίνουμε άμμο με πηλό. Διότι τα χώματα, που έχουν πάντα και λίγο πηλό μέσα τους, όταν πλαστούν στο χέρι και στεγνώσουν παρουσιάζουν ίσως κάποια σκασίματα, το αρχικό σχήμα τους μικραίνει λίγο σε όγκο αλλά η μάζα παραμένει σκληρή και το σχήμα δεν χαλάει. Πρώτη λοιπόν και μάλλον απροσδόκητη παρατήρηση: η ποσότητα της άμμου στο χέρι μας είναι πιο πυκνά πακεταρισμένη από ό,τι το χώμα. Οπου φεύγοντας το νερό άφησε μεγάλα κενά, εξ ου και τα σκασίματα και η συρρίκνωση. Οι κόκκοι της άμμου είναι σχεδόν σφαιρικοί ενώ του πηλού μακρόστενοι και επίπεδοι θυμίζοντας λίγο τραπουλόχαρτα.

Τα ηλεκτρικά φορτία των μορίων που συγκροτούν κόκκο παρουσιάζουν επιφανειακά κάποιες ασυμμετρίες στην κατανομή τους οπότε αλλού εμφανίζονται κάπως περισσότερα από το ένα είδος, αλλού κάπως λιγότερα από το άλλο, αν και αθροίζοντας θετικά και αρνητικά έχουμε πάντα ισορροπία. Το ίδιο συμβαίνει και με τα μόρια του νερού που παρουσιάζονται στο ένα άκρο πιο θετικά και στο άλλο πιο αρνητικά.

Δύο είναι οι πιο αξιοπρόσεκτες δυνάμεις που δέχεται κάθε κόκκος. Αυτή της βαρύτητας και λόγω των φορτίων.

Στην άμμο επικρατούν οι δυνάμεις βαρύτητας και τελικά οι κόκκοι της (αυτό)πακετάρονται χωρίς πολλά κενά μεταξύ τους. Στον πηλό που ο κάθε κόκκος παρουσιάζει όγκο κάπου 1 εκατομμύριο μικρότερο από ένα της άμμου επικρατούν οι ηλεκτρικές δυνάμεις και στο μικροσκόπιο λίγο ξερό χώμα με αρκετό πηλό μέσα θυμίζει ένα σπίτι φτιαγμένο από τραπουλόχαρτα, με πολλά κενά δηλαδή. Αρα όταν το χώμα βραχεί και πλαστεί, πολλά κενά θα υποχωρήσουν με την πίεση, το υλικό παρουσιάζει όπως λέμε πλαστικότητα και όταν στη συνέχεια ξεραθεί, που σημαίνει ότι έχει φύγει το νερό, οι κόκκοι θα έχουν έλθει πιο κοντά. Γι΄ αυτό έχουμε τα σκασίματα και τη συρρίκνωση. Στην άμμο το νερό με τα δικά του φορτία και τις έλξεις που δημιουργούνται δρα σαν ένα είδος κόλλας ανάμεσα στους κόκκους και αυτό το ξέρουν καλά όσοι χτίζουν τα παλάτια τους στην ακρογιαλιά με υπομονή αλλά και σιγουριά. Διότι το νερό απλά εξατμίζεται ενώ οι κόκκοι μένουν καλά πακεταρισμένοι, δεν έχουμε σκασίματα, δεν έχουμε συρρίκνωση, αν και το «έργο» μένει βέβαια εύθρυπτο και εύθραυστο. Και το πιο μόνιμο από την καλοκαιρινή ενασχόληση των καστροκατασκευαστών δεν είναι άλλο από τα μαλλιά τους που ξανθαίνουν από το πολύ φως του ήλιου και τις ανακλάσεις του στην ακρογιαλιά.

Αλλάζουν πραγματικά τα μαλλιά μας χρώμα στις διακοπές;

Ναι, αλλάζουν. Ακόμη και σε όποιους δεν τα βάφουν. Διότι στα σκουρόχρωμα μαλλιά βρίσκεται μια ουσία που ονομάζεται ευμελανίνη. Τα μόριά της φτιάχνονται από τους γνωστούς στους χημικούς «δακτύλιους βενζολίου», που είναι άνθρακες και υδρογόνα ενωμένα σε σχήμα επίπεδων «δαχτυλιδιών» συνδεδεμένων μεταξύ τους. Τα ηλεκτρόνια των ατόμων εκεί μπορούν να κινούνται αρκετά ελεύθερα και αυτό όσο και αν φαίνεται ασήμαντο συνδέεται με το σκούρο χρώμα. Στο κομμωτήριο χρησιμοποιούνται ουσίες που περιέχουν υπεροξείδιο του υδρογόνου για να σπάζουν οι δακτύλιοι και να περιορίζεται η κίνηση των ηλεκτρονίων με αποτέλεσμα τα μαλλιά να φαίνονται πιο ξανθά. Ο ήλιος λοιπόν φαίνεται ότι κάνει τις δικές του (αλ)χημείες και φτιάχνει επιτόπου, δηλαδή στα μαλλιά μας, από υδρογόνο κα οξυγόνο υπεροξείδιο και όσοι περνούν πολλές ώρες στην παραλία γίνονται αναπόφευκτα πιο... Σκανδιναβοί. Μόνο ένα καπέλο μπορεί να αποτρέψει αυτή την προσωρινή έστω μετατόπιση προς την άρια φυλή.

Παθαίνουν και άλλες ζημιές τα μαλλιά μας από τον ήλιο; Τα λαμπερά και ωραία μαλλιά μας, χάρη στην πρωτεΐνη που ονομάζεται κερατίνη, το καλοκαίρι κυρίως δέχονται την αδυσώπητη υπεριώδη ακτινοβολία που έρχεται από όλες τις πλευρές καθώς αντανακλάται και στην άμμο. Η κερατίνη ως πρωτεΐνη είναι κουβαριασμένη σφιχτά μέσα στα κύτταρα των μαλλιών, δίνοντάς τους αντοχή και σκληρότητα αλλά με την ενέργεια από την υπεριώδη ακτινοβολία αποσυστρέφεται, χαλαρώνει και δίνει εκείνη την κλασική θαμπάδα και τα κάνει πιο κυματιστά. Προκύπτει έτσι μια ενοχλητική (γοητευτική για άλλους) παρακμή των μαλλιών, που δεν αναστρέφεται με διάφορα δήθεν καλλυντικά, μένει λίγο ακόμη αφού τελειώσουν οι διακοπές και η ξεγνοιασιά και εξαφανίζεται μόνο αν τα κόψουμε. Πάντως το μυαλό μας, πιο μέσα, δεν κινδυνεύει να πάθει τα ίδια.

Τι είναι όμως μέσα στο μυαλό ενός ψαριού;

Ενα βασικό δίδυμο επιβίωσης αλλά και δίλημμα για κάθε ψάρι σχεδόν είναι: (πώς δεν θα γίνω για τους άλλους) τροφή και (πώς να μη μου λείψει το) σεξ. Δηλαδή, από τη μια πρέπει να φαίνεται όσο το δυνατόν λιγότερο για να μην το φάνε οι πιο μεγάλοι και από την άλλη για να βρει σύντροφο πρέπει να φαίνεται όσο το δυνατόν περισσότερο. Δεν είναι εύκολο να είσαι ψάρι λοιπόν.

Τα ψάρια βλέπουν χρώματα; Τα χρώματα που βλέπει ο άνθρωπος όταν βρίσκεται έξω από το νερό είναι από το κόκκινο ως το ιώδες. Τα ψάρια έχουν μάτια που μοιάζουν αρκετά με τα μάτια των υπόλοιπων σπονδυλωτών, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων. Διαθέτουν όπως εμείς κωνία και ραβδία, όπου τα ραβδία είναι για να ξεχωρίζεις πράγματα σε χαμηλούς φωτισμούς. Ετσι όσα ψάρια κινούνται μετά τη δύση του ηλίου ή σε μεγάλα βάθη διαθέτουν σχεδόν μόνο ραβδία. Η κόκκινη και η ιώδης ακτινοβολία, μπαίνοντας στο νερό έχουν απορροφηθεί σε λίγα μέτρα βάθος ενώ το πράσινο και το μπλε μπορεί να φθάσουν και ως τα εκατό μέτρα προτού απορροφηθούν εντελώς. Τα ψάρια των ρηχών νερών διαθέτουν κωνία ευαίσθητα στο κόκκινο, το μπλε και το κίτρινο που τους επιτρέπουν να βλέπουν όλα τα γνωστά χρώματα όταν είναι κοντά στην επιφάνεια. Κάτω από τα 30 μέτρα όμως δεν εισχωρούν οι ερυθρές ακτίνες. Ετσι τα κόκκινα ψάρια στον βυθό χάνουν τη λάμψη τους και χάνονται από τους διώκτες τους όταν είναι και αυτοί... ψάρια. Επίσης και τα χρώματα στην αντίθετη πλευρά του ορατού για εμάς φάσματος δεν κυκλοφορούν πιο εύκολα. Σκεδάζονται, δηλαδή διασκορπίζονται, αλλά σε απόσταση μόλις μερικών εκατοστών, έτσι ώστε οι διώκτες τους όταν είναι λίγο πιο μακριά να μην αντιλαμβάνονται εύκολα τους... πολύχρωμους εραστές, εκείνοι όμως να μπορούν να επιδεικνύονται στις... ψαρίνες του δικού τους είδους.

Εννοείται πάντως πως υπάρχουν και άλλα πολλά πράγματα που σε αυτά υπάρχει ομοιότητα των ψαριών με τους ανθρώπους.

Μπορούν τα ψάρια να αναπνέουν όταν βρεθούν έξω από το νερό;

Οχι όλα αλλά κάποια είδη διαθέτουν είτε ειδικά διαμορφωμένες κοιλότητες που τους επιτρέπουν όταν βγαίνουν στην ξηρά για να κυνηγήσουν την τροφή τους να αναπνέουν, έστω και δύσκολα, είτε δίπλα στα βράγχια έχουν αναπτύξει και πνεύμονες. Από αυτές τις περιπτώσεις βέβαια καταλαβαίνουμε και το πώς έγινε κάποτε η πρώτη έξοδος από το νερό στη στεριά.

Γιατί δεν μπορούν οι άνθρωποι να αναπνέουν μέσα στο νερό;

Γιατί το νερό έχει πολύ λίγο οξυγόνο και γιατί δεν διαθέτουν βράγχια. Το νερό περιέχει κάπου το ένα τριακοστό της ποσότητας οξυγόνου που περιέχεται στον αέρα και στα πιο θερμά νερά υπάρχει ακόμη λιγότερος αέρας διαλυμένος στο υγρό στοιχείο. Εχουν υπολογίσει ότι για να παίρνει από το νερό αρκετό αέρα στους πνεύμονές του ένας άνθρωπος θα έπρεπε να κάνει 450 εισπνοές το λεπτό!

Τα βράγχια των ψαριών είναι ένας εκπληκτικός μηχανισμός απόσπασης του διαλυμένου οξυγόνου στο νερό. Επάνω σε ένα τόξο, στην πραγματικότητα μια κεντρική αρτηρία, βρίσκονται αυτοί οι σχηματισμοί που τα κάνουν να μοιάζουν με χτένια και στο εσωτερικό τους διακλαδίζεται με λεπτότερα σωληνάκια η κεντρική αρτηρία. Εκεί μέσα λοιπόν κυκλοφορεί αίμα με χαμηλή περιεκτικότητα σε οξυγόνο. Νερό θαλασσινό, πιο πλούσιο σε οξυγόνο κυκλοφορεί εξωτερικά, γύρω από τα βράγχια και λόγω ακριβώς της διαφοράς σε συγκέντρωση μορίων έχουμε τη διάχυση οξυγόνου από εκεί που είναι περισσότερο, δηλαδή στο νερό, προς εκεί που είναι λιγότερο, δηλαδή στις αρτηρίες.

Αρέσει το αλμυρό νερό στα ψάρια;

Οχι ιδιαίτερα, αλλά έμαθαν να ζουν με αυτό. Το αίμα τους έχει μικρότερη περιεκτικότητα σε αλάτι από ό,τι το νερό γύρω τους και για να διατηρήσουν τη σωστή αναλογία είναι αναγκασμένα να βγάζουν το επιπλέον αλάτι και από τα βράγχια αλλά και μέσω των νεφρών τους με τη μορφή παχύρρευστων ούρων γεμάτων νιτρικά. (Γι΄ αυτό μερικοί συνιστούν το νερό των ενυδρείων να το χύνουμε στις γλάστρες μας.)

Πώς όμως δεν παγώνει το αίμα τους όταν βρίσκονται σε τοποθεσίες με πολύ χαμηλές θερμοκρασίες;

Είναι απλό. Οπως ανακάλυψαν το 1969 οι ερευνητές σε ψάρια της Ανταρκτικής υπάρχουν μόρια ουσιών διαλυμένων στο αίμα τους που ονομάζονται γλυκοπεπτίδια και λειτουργούν σαν αντιψυκτικά. Ναι, όπως ακριβώς στο υγρό του αυτοκινήτου. Ακόμη και ο αγαπητός μας μπακαλιάρος διαθέτει τέτοιο αξεσουάρ.

Πονάει ένα ψάρι πιασμένο στο αγκίστρι;

«Τα ψάρια δεν έχουν εγκέφαλο τόσο ανεπτυγμένο ώστε να αναγνωρίζουν τον πόνο... Αλλωστε αν πονούσαν πιασμένα στο αγκίστρι δεν θα προσπαθούσαν να φύγουν μακριά αλλά θα αφήνονταν να τα τραβήξει ο ψαράς προς το μέρος του για να πονούν λιγότερο» είπε ο δρ Βruno Βroughton, πρόεδρος της αγγλικής Νational Αngling Αlliance, όλων αυτών δηλαδή που ψαρεύουν με αγκίστρι. Και καλά θα ήταν να είχε εκείνος δίκιο όταν το 2003 ξέσπασε μεγάλη διαμάχη στην Αγγλία για το θέμα. Οι έρευνες όμως που έγιναν και γίνονται ακόμη και σήμερα έδειξαν ότι σε ένα ψάρι όπως η πέστροφα μόνο στο κεφάλι εντοπίστηκαν 58 αισθητήρια σημεία και 18 από αυτά ήταν ευαίσθητα και σε θερμοκρασίες πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου. Αυτό το τελευταίο ας το θυμηθούν και όσοι απολαμβάνουν πέστροφες που τις ρίχνει ο εστιάτορας ολοζώντανες από το νερό όπου κολυμπούν αμέριμνες, κατευθείαν στο τηγάνι και όσοι λατρεύουν ο αστακός τους να μπαίνει επίσης σαλεύοντας ακόμη στο καυτό νερό της κατσαρόλας ενώ ακόμη δεν έχει παραδώσει το πνεύμα. Και όσα ψάρια καταφέρνουν να γλιτώσουν το αγκίστρι και το κλασικό τράβηγμα του ανυπόμονου ψαρά που τους σκίζει τα χείλη, από σχετικά πειράματα που έγιναν, είναι γνωστό πλέον ότι περνάει πολύς καιρός για να πλησιάσουν και να αγγίξουν ξανά τροφή. Και ας πάψουν να δίνονται οδηγίες σε υποψήφιους ψαράδες από κάποιες «ψαροστήλες» στον Τύπο όπου για μεγάλα ψάρια συνιστούν να χρησιμοποιούν, λέει, διπλό αγκίστρι και εκεί να καρφώνουν με ειδικό τρόπο από την ουρά και το κεφάλι ένα μικρότερο ψάρι που όμως, όπως επιμένουν, για να πετύχει σαν δόλωμα πρέπει να είναι απαραιτήτως ακόμη ΖΩΝΤΑΝΟ!

Ούτως ή άλλως βέβαια τα ψάρια στρεσάρονται πολύ εύκολα, ακόμη και αν κάποιος προσπαθήσει να τα κρατήσει σφιχτά στα χέρια του ενώ ζουν ακόμη αλλά το χειρότερο είναι ότι μάθαμε να συνδέουμε την ηδονή για μια τροφή όσο γίνεται πιο φρέσκια με ένα πλάσμα που το βλέπουμε να είναι στους επιθανάτιους σπασμούς του (αυτό δεν σημαίνει στην ουσία «ψάρι σπαρταριστό»;).

Μπορεί σε αυτόν τον τόπο να μην είναι ακόμη ξεκάθαρο αν πονούν τα... παλικάρια αλλά είναι σίγουρο ότι πονούν τα ψάρια και είναι καιρός να κανονίσουμε τη συμπεριφορά μας με αυτό ως δεδομένο.
ΠΗΓΗ