Ο μπαμπούλας

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης


«…δεν πρέπει ν’ αφήσεις ένα δικαίωμα που μπορείς να το αρπάξεις μόνος σου!…» (Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη, σελ. 235)



Στην ιστοσελίδα της ΕΡΤ (http://news.ert.gr) της 10/7/2009, διάβασα το ρεπορτάζ για τη συζήτηση που έγινε την προηγούμενη μέρα στη Βουλή για το θέμα των ημιυπαίθριων. Δε θα σταθώ στο ζήτημα των ημιυπαίθριων, θα σταθώ όμως στο σημείο εκείνο, που αναφέρεται στη δήλωση του αρμόδιου υπουργού κ. Σουφλιά, όταν ρωτήθηκε για το ενδεχόμενο το νομοσχέδιο που έφερε να ακυρωθεί από το ΣτΕ. Όπως αναφέρει το ρεπορτάζ η αντίδρασή του ήταν έντονη και τόνισε :. «Δεν μπορεί το Συμβούλιο της Επικρατείας να είναι μπαμπούλας, ούτε να είναι κριτήριο εδώ μέσα, τι θα πει. Πώς παίρνετε στο λαιμό σας ανθρώπους, που αν σας ακούσουν, δεν θα υπαχθούνε στις ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να πληρώσουν τα μαλλιά της κεφαλής τους και να είναι υποχρεωμένοι να προχωρήσουν και σε κατεδαφίσεις;». Συνέχισε δε λέγοντας, ότι «πρέπει να γίνει Συνταγματικό Δικαστήριο για τον έλεγχο της συνταγματικότητας και να φύγει αυτό το Συμβούλιο της Επικρατείας. Βλέπουμε το Σύνταγμα να αναθεωρείται κάθε μέρα απ’ το ΣτΕ και να αλλάζει σαν λάστιχο».



Ο εκπρόσωπος από την άλλη του ΠαΣοΚ κ. Ευ. Βενιζέλος, σημείωσε ότι «Αν η συζήτηση άνοιγε με πρωτοβουλία του ΠΕΧΩΔΕ γενικά, και εκτός εισπρακτικής λογικής, θα μπορούσαμε να συζητήσουμε για μια πλήρη αλλαγή των πάγιων ρυθμίσεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, ύστερα από μία συζήτηση με τον τεχνικό και επιστημονικό κόσμο της χώρας. Εδώ όμως θεσπίζει μέτρα πρόχειρα, με τη γνωστή, μπακάλικη λογική. Μια κακής ποιότητος νομοθεσία, τελικά οδηγεί τον δικαστή στο να καταλάβει και να ασκήσει στην πραγματικότητα, το ρόλο του νομοθέτη», σχολίασε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, Ευ. Βενιζέλος, που διέκρινε εισπρακτικό χαρακτήρα στη ρύθμιση, επικαλούμενος και σχετική αναφορά της εισηγητικής έκθεσης της τροπολογίας στη βελτίωση των οικονομικών του κράτους…»



Δεν θα επεκταθώ πολύ. Και περισσότερο στο ζήτημα της κατάργησης ή μη του ΣτΕ και της ίδρυσης ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου, εκτός από το να κάνω την παρατήρηση, ότι η συνταγματικότητα για το οποιοδήποτε νόμο ελέγχεται από .......κάθε καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο, όχι δηλαδή μόνο από τα διοικητικά δικαστήρια (όπως είναι το ΣτΕ), μα και από τα πολιτικά (όπως είναι ο ΑΠ). Και προσωπικώς, ούτως εχόντων των πραγμάτων, δηλαδή, μέχρις ότου καταστεί οριστική μια απόφαση από ένα ανώτατο δικαστήριο ήδη θα έχει περάσει απ΄ τον έλεγχο και των κατώτερων δικαστηρίων, δηλαδή, ένα πλήθος δικαστών ήδη θα έχει τοποθετηθεί επί του (όποιου) συνταγματικά αμφισβητούμενου θέματος, θεωρώ ότι η υπόθεση της τήρησης του Συντάγματος προστατεύεται αποτελεσματικότερα απ’ ό,τι αν τούτο γίνονταν από ένα και μόνο δικαστήριο, για όλες τις περιπτώσεις (διοικητικές, πολιτικές, κ.λπ.).



Θα σταθώ, όμως, στην αποστροφή του κ. υπουργού περί «μπαμπούλα», όταν αναφέρθηκε στο ΣτΕ, σ’ ένα δηλαδή ανώτατο δικαστήριο. Όχι ότι οι δικαστικές αποφάσεις δεν κρίνονται. Και οι κρίνοντες κρίνονται, ή όπως το είχε θέσει ο Μπένθαμ «να υπακούς τυφλά και να κρίνεις ελεύθερα» (Henry Batiffol : Η φιλοσοφία του Δικαίου, εκδ. Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήναι, 1966, σελ. 14), όσο κι αν τούτη η «τυφλή» υπακοή είναι ένα μέγα ζήτημα που απαιτεί διευκρινήσεις και εξαιρέσεις που δεν είναι του παρόντος, διότι πρέπει να συνεκτιμηθεί το ζήτημα της νομιμοποίησης της εξουσίας. Άλλωστε, το ίδιο το Σύνταγμα, προνοεί ιδιαίτερα για το ζήτημα της κακοδικίας από τη δικαιοσύνη (και τα ανώτατα δικαστήρια συνεπώς), και προβλέπει διαδικασία προσβολής τέτοιων περιπτώσεων. Συνεπώς, εμένα ως πολίτη, πολύ πριν λοιδορήσω ένα δικαστήριο, (για την ακρίβεια τους δικαστές που δίκασαν), κάτι που οι πολιτικοί μας σχεδόν από όλες τις παρατάξεις δεν διστάζουν (από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου) να κάνουν όταν δικαστικές αποφάσεις δεν τους εξυπηρετούν, θα ήθελα να πληροφορηθώ αν το ΣτΕ εν προκειμένω, κατηγορείται ότι με αποφάσεις έωλες έκανε αυτό που λέει ο υπουργός, το Σύνταγμα λάστιχο, ή αντίθετα, είναι οι νόμοι που ψηφίζονται που αγνοούν το Σύνταγμα, το κάνουν δηλαδή «λάστιχο» και επομένως, το δικαστήριο, αν δε θέλει κι αυτό να παρανομήσει έναντι του Συντάγματος, υποχρεούται να κρίνει αντισυνταγματικό ένα νόμο. Αυτό το ερώτημα, ας μου συγχωρηθεί να πω, δεν μου απαντήθηκε, ούτε σ’ αυτή τη περίπτωση, ούτε και σ’ άλλες στο παρελθόν, πρόσφατο και απώτερο.



Αν το ΣτΕ ή το όποιο άλλο δικαστήριο κάνει το Σύνταγμα «λάστιχο», προφανώς αυτό δεν είναι κάτι που ξεφεύγει από τις δυνατότητες ελέγχου της νομιμότητας της όποιας απόφασης που κακοποιεί τον Καταστατικό Χάρτη της Χώρας. Κι αν ένας ιδιώτης έχει τη νομική δυνατότητα να προσβάλει μια άδικη κατ’ αυτόν απόφαση ενός ανώτατου δικαστηρίου (πόσο μάλλον εμφανώς παράνομη αφού κάνει «ρόμπα» το Σύνταγμα), τόσο εδώ όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, διερωτώμαι, μια ολόκληρη κυβέρνηση, στερείται άραγε της δυνατότητας αυτής; Ως πολίτης, ως υπεύθυνος πολίτης, δεν επιθυμώ να ακούω αφορισμούς και κραυγές από την υπεύθυνη πολιτική ηγεσία του τόπου μου, και μιλώ συνολικά για το πολιτικό κατεστημένο.



Δεν ξέρω, τέλος, αν έχει κάποιο νόημα, μα τις παρατηρήσεις που κάνω εδώ, ας σημειωθεί, ότι γίνονται από ένα άνθρωπο που είχε προσφύγει στο παρελθόν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά δικαστικής απόφασης του Αρείου Πάγου, και που τουλάχιστον δύο φορές με επιστολές μου στην ηγεσία του Αρείου Πάγου και στον υπουργό Δικαιοσύνης, επίσης πριν αρκετά χρόνια, είχα διαμαρτυρηθεί έντονα για τη ποιότητα κάποιων δικαστικών αποφάσεων (όχι για το διατακτικό τους μα για το σκεπτικό τους). Θα είχα επομένως κάθε λόγο να επιχαίρω που βρίσκω κι ανθρώπους (και μάλιστα στη κυβέρνηση) που πιστοποιούν ότι δικαίως ένα πολίτης μπορεί να διαμαρτύρεται για τη ποιότητα της παρεχόμενης δικαιοσύνης. Ούτε είμαι εγώ που θα υπεραμυνθώ αυτής της ποιότητας, που άλλωστε πιστεύω ότι δεν είναι και η καλύτερη δυνατή, ενώ το παραδικαστικό κύκλωμα έφερε στην επιφάνεια μια καλά ως τότε αποκρυπτόμενη αθλιότητα. Όμως, αυτές οι προσωπικές μου πικρίες, δεν μπορούν και δεν πρέπει να υποκαταστήσουν την κριτική ματιά και την προσπάθεια μιας αντικειμενικότητας, όσα αυτό είναι δυνατό, σ’ αυτή τη ματιά, με την εμπάθεια ή τον γενικό αφορισμό. Διότι εν εξίσου αληθές, ότι βρέθηκα και απέναντι σε δικαστές, που πράγματι περιποιούν τιμή στη δικαιοσύνη. Ιδίως, σε όσους, όχι με ευνοϊκές αποφάσεις, μα με αρνητικές, δεν σου δίνουν τη δυνατότητα να τους αντικρούσεις διότι οι άνθρωποι θεμελιώνουν τόσο καλά τον συλλογισμό τους και λαμβάνουν υπόψη τους όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία, ώστε να μη μπορεί κανείς να τους καταλογίσει κάτι, τουλάχιστον επαγγελματική ανεπάρκεια, αμέλεια ή πολύ περισσότερο δόλο.



Συνοψίζοντας. Καθόλου δεν πείσθηκα ότι δεν είναι καθαρά εισπρακτικής λογικής το νομοσχέδιο για τους ημιυπαίθριους, και συμφωνώ ως προς αυτό με τον κ. Βενιζέλο. Από την άλλη, όπως επίσης είπε ο κ. Σουφλιάς στη Βουλή, είναι ένα πρόβλημα που αφορά 2 εκατομμύρια περιπτώσεις, και πρέπει να δοθεί ένα τέλος στην εκκρεμότητα αυτή, και ουδόλως διαφωνώ μαζί τους ως προς αυτό, έστω και αν στη δική μου αντίληψη των πραγμάτων θα έπρεπε να επιβαρυνθούν οι κατασκευαστές και όχι οι αγοραστές για τις περιπτώσεις που το διαμέρισμα αγοράστηκε με ήδη παράνομα χτισμένο τον ημιυπαίθριο, από τον κατασκευαστή. Η επίκληση της γνώσης της παρανομίας από τον αγοραστή, γιατί απαλλάσσει τον κατασκευαστή, και θα πω ακόμα παραπέρα : γιατί απαλλάσσει το ίδιο το κράτος, την πολεοδομία; Δεν υποχρεούται η πολεοδομία, όταν δίνει μια άδεια οικοδομής, μετά την αποπεράτωσή της να πάει και να ελέγξει αν όλα έγιναν νόμιμα, ώστε τουλάχιστον να προστατέψει τον πολίτη που πρόκειται να αγοράσει ένα διαμέρισμα; Είναι αυτό που λέω τόσο παράλογο, ιδίως για κυβερνήσεις που τα τελευταία είκοσι χρόνια μας παραφούσκωσαν με τους εκσυγχρονισμούς, τις αλλαγές και της επανιδρύσεις τους;



Όντως! «Πολλαί αι θλίψεις του δικαίου!» για να επικαλεσθούμε και κάτι από τα ιερά μας βιβλία (Ψαλμοί, λδ΄, 19)