Επώδυνα μέτρα : Ποιο είναι το ουσιαστικό ερώτημα;

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Τις εκλογές ακολούθησε το αυτονόητο. Αναλύσεις, πλήθος αναλύσεων για το μήνυμα, για το αν το έλαβαν τα κόμματα, και ιδίως η κυβέρνηση. Λίγο πριν στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ALTER, (8/6 –το αναφέρω σε περίπτωση που το άρθρο αναρτηθεί διαφορετική μέρα), ο κ. Νίκος Χατζηνικολάου φιλοξένησε τον υφυπουργό κ. Θεόδωρο Κασσίμη, και τον ρώτησε για το μήνυμα των εκλογών. Ο κ. υφυπουργός μεταξύ άλλων είπε ότι η μάχη θα δοθεί, ανάμεσα σ’ άλλα, στο ζήτημα της καθημερινότητας του πολίτη. Ο κ. Χατζηνικολάου, υπενθύμισε στον κ. Κασσίμη ότι ο πρωθυπουργός δεσμεύτηκε στο μήνυμά του χθες για τη συνέχιση της ίδιας οικονομικής πολιτικής, και διερωτήθηκε πώς αυτό μπορεί να οδηγήσει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος, και είπε, πολύ σωστά, ότι το ζήτημα είναι ποιους θίγει η πολιτική αυτή. Τούτη η τελευταία του υπογράμμιση, ήταν για μένα και η πιο σημαντική. Έθιξε τη «καρδιά του προβλήματος». Ας επιχειρήσουμε να κάμουμε λοιπόν, ένα πρώτο «καρδιογράφημα».

Λοιπόν, είμαι 55 ετών –τι σχέση έχει αυτό με τα παραπάνω; Λίγο υπομονή!

Ίσαμε τα σήμερα, δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να ακούει κάτι στη χώρα αυτή, εξόν από την «ανάγκη» να παίρνονται «επώδυνα μέτρα». «Επώδυνα πλην αναγκαία» : αυτή είναι, αυτή ήταν –πάντα- η επίσημη αιτιολόγηση. Θυμάμαι πως παιδί ακόμα, άκουγα τον πατέρα μου και τη μάνα μου να συζητάνε για τα οικονομικά προβλήματα. Συνεχώς συζητούσανε για το πώς να τα φέρουν βόλτα, πώς να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια, πώς θα «μεγιστοποιήσουν τη χρησιμότητα του δεδομένου διαθέσιμου εισοδήματός τους» (αυτό βέβαια δεν τόλεγαν έτσι, όμως, αν ρωτούσανε ένα οικονομολόγο, μάλλον έτσι θα «κωδικοποιούσε» τον προβληματισμό τους). Έπειτα ήρθαν οι πρώτες μεγάλες κρίσεις που ..........
γνώρισε η γενιά μου, (οι γονείς μου –και πολύ περισσότερο οι γονείς τους- είχαν προλάβει και άλλες πριν τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο), τις απανωτές κρίσεις του πετρελαίου στη δεκαετία του ΄70. Έπειτα ήρθαν κι άλλες, για να φτάσουμε με διαδοχικές «ήσσονος» σημασίας κρίσεις (ήσσονος : έτσι τουλάχιστον νομίζαμε), στη σημερινή.

Κι όλα αυτά τα χρόνια, όλες αυτές τις δεκαετίες που διάβαιναν, πάντα θυμάμαι τον εαυτό μου να ακούει να επαναλαμβάνεται μονότονα αυτή η «ανάγκη» να παίρνονται «επώδυνα μέτρα». Προσθέτοντας τούτη την «αδήριτη» αναγκαιότητα των «σκληρών πλην αναγκαίων μέτρων» που χρωματίζει την εμπειρία της γενιάς μου, στις προηγούμενες αντίστοιχες «αδήριτες» αναγκαιότητες της γενιάς των γονιών μου, παρατηρούμε βασικά ένα πράγμα. Ότι μέσα απ’ τις αρνούμενες να υποχωρήσουν «αδήριτες ανάγκες», αναδύεται και αναδεικνύεται μια άλλη εξίσου «ιστορική» πραγματικότητα. Η πραγματικότητα μιας διαχρονικής πολιτικής, που αφού δεν επιλύει τις αιτίες που παράγουν τα διαχρονικά προβλήματα, που με τη σειρά τους παράγουν αυτές τις διαχρονικές «αδήριτες σκληρές αναγκαιότητες», καταλήγει να έχει εμπλακεί σε ένα φαύλο κύκλο. (Δεν θα μπούμε όμως περισσότερο σ’ αυτό τον προβληματισμό, διότι θα επεκταθούμε πάρα πολύ).

Χρειάζονται στ’ αλήθεια αυτά τα «επώδυνα μέτρα»; Φυσικά, θα είμασταν εκτός τόπου και χρόνου αν υποστηρίζαμε ότι η οικονομία μας στερείται προβλημάτων και μάλιστα σοβαρών προβλημάτων. Είναι δε σοβαρά όχι μόνο εξαιτίας του μεγέθους τους, μα κύρια διότι είναι διαρθρωτικά. (Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει κυρίως να μιλάμε για στρατηγικές παρά για πολιτικές, όμως, κι αυτό είναι μια «λεπτομέρεια» που χρειάζεται εκτενή τοποθέτηση που δεν είναι του παρόντος). Έχουν να κάνουν με τις ίδιες τις δομές της οικονομίας μας, έχουν να κάνουν με τους ίδιους τους κανόνες λειτουργίας της οικονομίας μα και του κράτους. Αλλά και πάλι, το ερώτημα, που επίτηδες υιοθετήθηκε σαν τέτοιο, και υιοθετήθηκε σαν τέτοιο επειδή έτσι προβάλλεται, δεν είναι αυτό μόνο που ενδιαφέρει τον πολύ κόσμο. Δεν είναι μονάχα το αν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα που απαιτούν «επώδυνες πολιτικές». Είναι το ποιοι επωμίζονται το κόστος αυτών των πολιτικών διαχρονικά –βέβαια και σήμερα, και θα λέγαμε : ιδίως σήμερα!

Το ερώτημα λοιπόν στην κοινωνική του διάσταση –παράλληλα με την οικονομική του- είναι : πώς πρέπει να κατανεμηθεί με κοινωνικά δίκαιο τρόπο το κόστος των επώδυνων αυτών μέτρων; Κι εδώ είναι που πλέον αρχίζει να «παίζεται» όλο το παιχνίδι, όπου ο κάθε «κοινωνικός εταίρος» προσπαθεί να πετάξει τη μπάλα στη περιοχή του «αντιπάλου». Ιστορικά δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, για το σε ποια «περιοχή» πετιέται η μπάλα κι επομένως, σε ποια περιοχή παίζεται το παιχνίδι. Είναι τα μεσαία και κάτω εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, που αποτελούν τους «ιστορικούς βαστάζους» των εκάστοτε επώδυνων πολιτικών, τους «ιστορικούς αιμοδότες» που με τις υποχρεωτικές αφαιμάξεις που τους κάνουν, το κράτος και η οικονομία συνολικά προσπαθεί πάντα να μπαλώνει τα όποια προβλήματά τους, τις όποιες «κρίσεις» τους. ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΠΛΗΡΩΝΟΥΝ ΤΙΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ. Αυτό δεν μπορεί να χρεωθεί σαν ιδεολογική προκατάληψη σε καμία ιδεολογία. Δεν είναι «αριστερή» ή μια αλήθεια και «δεξιά» η άλλη. Απ’ τη στιγμή που αναγνωρίζεται η αλήθεια από (σχεδόν) όλους, παύει και να έχει και ιδεολογικό χρώμα. Η αλήθεια είναι οικουμενική εξ ορισμού. Κι όσο προσεγγίζεται αυτή η οικουμενικότητα, τόσο και γίνεται κτήμα όλων των ιδεολογιών που δεν έχουν παρωπίδες. Άλλωστε, ποιος απλός άνθρωπος, δεν αναγνωρίζει αυτή τη πραγματικότητα; Αναφέρθηκα δε παραπάνω σε «μπάλωμα» των προβλημάτων, διότι διαρθρωτικές αλλαγές στις οικονομικές δομές της χώρας, που προϋποθέτουν και διαρθρωτικές αλλαγές στο τρόπο λειτουργίας του κράτους, δεν έγιναν ούτε γίνονται αυτή τη στιγμή. Και να σημειώσω αυτό που δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι όλοι μας κατανοούμε, ότι δηλαδή το ζήτημα των διαρθρωτικών αλλαγών, είναι κάτι πολύ περισσότερο από κάποιους νέους νόμους, κάτι πολύ περισσότερο απ΄ την τρέχουσα φιλολογία περί μικρού και μεγάλου κράτους (λες κι είναι κάτι το πιο ασυνήθιστο πράγμα στο κόσμο ένα μικρό κράτος νάναι πολύ πιο σπάταλο από ένα μεγαλύτερο!), και βεβαίως κάτι πολύ περισσότερο από τις «αλλαγές», «εκσυγχρονισμούς» και «επανιδρύσεις» της συμφοράς που βιώσαμε –σε σημείο που να λέμε : δεν μπορούσαν τουλάχιστον να αφήσουν τα «παλιά» όπως ήταν; Το θεμελιώδες σε μια «αλλαγή», σε ένα «εκσυγχρονισμό», σε μια «επανίδρυση» (μιλάμε κατ’ ουσίαν –ως στόχευση- για το ίδιο πράγμα), είναι να αλλάξει μια ολόκληρη κουλτούρα οργάνωσης του κράτους, της οικονομίας, της κοινωνίας, και άρα, ν’ αλλάξει εκ βάθρων μια κατεστημένη συμπεριφορά και στάση απέναντι στα πράγματα. Αυτό δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τις βερμπαλιστικές πολιτικές «επισημάνσεις» των ίδιων αυτών αναγκαιοτήτων. Διότι ο τρέχων πολιτικός λόγος, ο ξύλινος λόγος, απωθεί. Δεν μπορεί ακόμη και να μας κάνει στοιχειωδώς να τον ανεχθούμε. Δεν μας έτυχε άραγε πολλές φορές, να μην δεχόμαστε ως συνομιλητή μας ή ακόμη και να ακούσουμε καν κάποιον ή κάποιαν που έχει απολέσει την εμπιστοσύνη μας, για οποιονδήποτε λόγο, κυρίως όμως διότι η εν γένει στάση του μας ενοχλεί ιδιαίτερα; Να θυμίσω εδώ τον Μπρεχτ : «Κάποτε επισκέφθηκε τον κ. Κόϋνερ ένας καθηγητής της φιλοσοφίας κι άρχισε να του μιλάει για τη σοφία του. Μετά από λίγη ώρα ο κ. Κ. [εννοεί τον Κόϋνερ] είπε στον καθηγητή : Κάθεσαι ενοχλητικά, μιλάς ενοχλητικά, σκέφτεσαι ενοχλητικά. Σαν τ’ άκουσε αυτό ο καθηγητής θύμωσε και του είπε : Δε μ’ ενδιαφέρει τι σκέφτεσαι για το άτομό μου, μ’ ενδιαφέρει να μάθω τη γνώμη σου γι’ αυτά που λέω. Αυτά που λες δεν έχουν περιεχόμενο, αποκρίθηκε ο κ. Κ. Σε βλέπω να βαδίζεις αδέξια, και το βάδισμά σου δεν έχει προορισμό. Μιλάς σκοτεινά και η ομιλία σου δεν φωτίζει τίποτα. Βλέποντας τη στάση σου παύει να μ’ ενδιαφέρει ο στόχος σου.» (Μπέρτολτ Μπρεχτ : Ιστορίες του κ. Κόϋνερ, εκδ. Κείμενα, σελ. 9) Μέχρις ότου όμως επέλθει –ή καλύτερα : αρχίσει να δρομολογείται- αυτή η διαρθρωτική, στρατηγική αλλαγή, τα επώδυνα μέτρα πάντα θα είναι «αναγκαία» σύμφωνα με την προσέγγιση της τρέχουσας «ιστορικής» πολιτικής πραγματικότητας, διότι τα προβλήματα δεν θα επιλύονται μα θα επουλώνονται πρόσκαιρα και πάντα θα επανέρχονται αργά ή γρήγορα διότι η πληγή πάντα θα θεριεύει υποδόρια, κι έτσι πάλι θα αγαναχτεί ό κόσμος, θα είναι πάλι ο ίδιος κόσμος που θα ξανακληθεί να ξανασηκώσει το βάρος της «κρίσης», και πάλι η μπάλα θα πεταχτεί στη δική του μικρή περιοχή, και πάλι φτου κι απ’ την αρχή : (πάλι) νέες διακηρύξεις, νέες μεταρρυθμίσεις, κι ο φαύλος κύκλος καλά κρατεί και θα κρατεί.

Μοναδικοί ωφελημένοι όλοι εκείνοι που παράγουν τη κρίση, τις κρίσεις καλύτερα, και τις πληρώνουν άλλοι.

O sancta simplicitas!

Γιατί, αν ανήκα σ’ αυτή τη τάξη, να ήθελα ποτέ να τελειώσει η κρίση;