Και μετά ζήσαν αυτοί καλά

κι εμείς χειρότερα

Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

"Ο Ζαρατούστρας είναι ευτυχισμένος που τελείωσε η πάλη των τάξεων και πως, τώρα πια, ήρθε επιτέλους ο καιρός της κυριαρχίας των ευγενών. Τώρα πια μπορεί να αρχίσει το έργο του. Οι διδασκαλίες του δεν απευθύνονται ως τώρα παρά μόνο προς την κυρίαρχη τάξη του μέλλονυος . Αυτοί οι κύριο της γης οφείλουν τώρα να υποκαταστήσουν το Θεό και να δημιουργήσουν τη βαθιά κι απόλυτη εμπιστοσύνη έναντι εκείνων που είναι υποταγμάνοι" (Φ.Νίτσε)

Μια φανταστικά αληθινή ιστορία


«Επιτέλους σώθηκαν οι τράπεζες και γλιτώσαμε από την καταστροφή» μου είπε ο κύριος Α… ο γείτονάς μου. Ο κύριος Α είναι άνεργος εδώ και καιρό, χρωστάει σε τράπεζες και ΤΕΒΕ, έχει τρία παιδιά στο σχολείο και μετά από μια εφιαλτική εβδομάδα, χθες βράδυ κοιμήθηκε επιτέλους τρισευτυχισμένος. Δεν τον νοιάζει καθόλου αν η σωτηρία των τραπεζών κοστίσει 1,4 τρις ευρώ στους ευρωπαίους φορολογούμενους. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αποκαταστάθηκε η φυσική τάξη και η εμπιστοσύνη προς τους κυρίαρχους αυτή της γης, τους τραπεζίτες. Ο κύριος Α ήταν πάντα ένας πολίτης-υπήκοος και υπάκουος με απόλυτη εμπιστοσύνη στους κυβερνώντες και ιδιαίτερα στους «μάγκες πολιτικούς», σε εκείνους που μιλούν με αυτοπεποίθηση στον ενικό, εγώ..εγώ..εγώ…(ακόμη και όταν δεν ξέρουν τι να κάνουν). Ο κύριος Α δεν γνωρίζει ιδιαίτερα πολλά για την οικονομία και την πολιτική. «Όταν εμπιστεύεσαι τους ηγέτες σου δε χρειάζονται αυτά», έλεγε με απόλυτη σιγουριά. Μεγάλωσε με μια πολιτική πραγματικότητα, όπου οι πολιτικές δεσμεύσεις φαίνονταν πάντοτε τόσο πρόσκαιρες και τα αιώνια δικαιώματα τόσο προσωρινά, όσο και η ίδια η αιωνιότητα. Εμαθε να βλέπει τον τρόπο λήψης των πολιτικών αποφάσεων σαν τυφλό πεπρωμένο. Εμαθε να βλέπει το παιχνίδι των ελεύθερων δυνάμεων της αγοράς ως το μοναδικό πρότυπο ζωής, επειδή και η ίδια η ζωή του βιώνεται σαν παιχνίδι, όπου το σύνθημα-Παίξτε σωστά το χαρτί σας»(όπως στο χρηματιστήριο ή πάμε στοίχημα, παίξε- κέρδισε) προβάλεται ως υπέρτατο κριτήριο ευπρέπειας. Μια τέτοια ζωή δεν είναι απολύτως ευτυχισμένη. Απέχει πολύ από αυτό. Ο κύριος Α διακατέχεται από αβεβαιότητα, ανασφάλεια, λίγη μοναξιά και έναν απροσδιότιστο φόβο για το μέλλον. Τον βασανίζει η ιδέα πως κάποια στιγμή γύρω στα 60 του θα πρέπει ίσως να κοιτάξει στα μάτια τα παιδιά του και να απαντήσει με εμπιστοσύνη στο ερώτημά τους: «πως νιώθεις μπαμπά; Πιστεύεις ότι τα κατάφερες στη ζωή σου;» Και όμως, αυτό που τον τρομάζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι, μήπως έρθουν πάλι οι κόκκινοι στην εξουσία! Διότι για τον κύριο Α, κόκκινοι δεν είναι μόνον οι μπολσεβίκοι, «αυτοί έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχουν πια», κόκκινοι και εξ ίσου επικίνδυνοι είναι οι κρατιστές. Αυτοί, που όπως λένε οι φίλοι του στο καφενείο, «είναι οπαδοί κάποιου άγγλου Κέϊνς» και οι οποίοι ακούγοντας τους μεγάλους της γης πως θα κρατικοποιήσουν πάλι τις τράπεζες, χάρηκαν πολύ νωρίς, διότι πίστεψαν ότι θα ξανακάνουν ότι έκανε το 1934 ο κόκκινος Ρούζβελτ. Σε αυτό το θέμα, του να επεμβαίνει το κράτος για να στηρίξει τους φτωχούς σε βάρος των πλουσίων, ο κύριος Α είναι πολύ αυστηρός και ανένδοτος. Εχει αρχές. Η μοναδική του κριτική στη Χούντα, συγγνώμη, στην Επανάσταση της 21ης Απριλίου, ήταν η ενέργειά της να διαγράψει τα χρέη των τεμπέληδων αγροτών μας. «Αν δεν το είχαν κάνει δεν θα έβρισκαν σήμερα τα χρήματα για να αγοράσουν τρακτέρ και να κλείνουν τους εθνικούς δρόμους, βλάπτοντας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βαριάς βιομηχανίας μας», μου έλεγε πάντοτε. Όταν εξήγησα στον κύριο Α, ότι «οι ηγέτες των ισχυρών της γης, ακόμη και οι ηγέτες των σοσιαλιστικών κομμάτων, δεν έχουν την πρόθεση να επαναφέρουν ούτε ένα μέτρο κεϊνσιανικής πολιτικής, δηλαδή μείωση της ανεργίας και ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης με τη δημιουργία θέσεων εργασίας με δημόσιες επενδύσεις, ανακούφιση των δανειοληπτών με μείωση των επιτοκίων, ενίσχυση του κράτους και μείωση των προνομίων των πλουσίων», ο κύριος Α ανακουφίστηκε. «Τώρα που λες, θα πάω στο καφενείο και θα κάνω πλάκα στα κομμούνια του Κέϊνς, θα τους πω φάτε την τώρα μ….ς, που πιστέψατε ότι ο νεοφιλελευθερισμός μας πέθανε, και μετά θα γυρίσω αργά στο σπίτι, θα φάω έναν ζεστό πατσά, θα κοιμηθώ σαν βασιλιάς και θα ονειρευτώ την επάνοδο του βασιλιά μας, διότι δίχως βασιλιά πάμε χαμένοι». Ο κύριος Α, μεγαλωμένος με παραμύθια με βασιλιάδες, πριγκηπόπουλα και πριγκηποπούλες, είχε βαθιά χαραγμένο στην ψυχή το τραυματικό στερητικό σύνδρομο του να ζεις δίχως αυτούς. «Για όλα αυτά φταίνε οι τούρκοι που μας στέρησαν αυτήν την μυθική εποχή της φεουδαρχίας. Να είσαι σίγουρος ότι ακόμη και γι αυτήν την οικονομική κατάρρευση των τραπεζών φταίνε οι τούρκοι και οι κόκκινοι εβραίοι φυσικά». Δεν του είπα βεβαίως, ότι ο πρώην και ο σημερινός πρόεδρος της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (FED), o πρόεδρος της γερμανικής, Deutsche Bank και οι περισσότεροι πρόεδροι των επενδυτικών τραπεζών και των χρηματιστηριακών οργανισμών, είναι μεν πανέξυπνοι εβραίοι αλλά όχι κόκκινοι, για να μην τον στενοχωρήσω. «Ονειρα γλυκά γείτονα και φίλε μου Α. Η γαλήνη της ψυχής είναι σημαντικότερη από την ίδια τη ζωή». Και μετά, «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς…..».

Αλέξανδρος Πιστοφίδης