ΤΈΧΝΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΆ

dl./KAFENEIO
Η τέχνη εκπροσωπεί με τον καλύτερο τρόπο τον προσφυγικό κόσμο!
Το τεράστιο πλήθος προσφύγων που καταφτάνουν στην Ελλάδα καθημερινώς αναζητώντας κάποιο καλύτερο μέλλον κλονίζει το σημερινό γίγνεσθαι. Και όπως είναι φυσικό, η τέχνη ως πανταχού παρούσα δε θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη μπροστά στη ζώσα πολιτική πραγματικότητα, καθώς «καθήκον» της αποτελεί να παρουσιάζει έστω και με τρόπο
(πολλές φορές) «ωμό» τις αξίες, τις αντιλήψεις, τα ιδεώδη, την αισθητική αλλά και τις οικονομικοπολιτικές εξελίξεις της εκάστοτε κοινωνίας.

Παλαιότεροι λογοτέχνες και ζωγράφοι έχουν ήδη εκφραστεί σχετικά με το ζήτημα της προσφυγιάς. Πιο συγκεκριμένα, διαβάζοντας ή παρατηρώντας τα έργα τους αντιλαμβανόμαστε τη διαχρονικότητα που τα διαπνέει και έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τα συναισθήματα των ανθρώπων όσοι αιώνες και αν περάσουν παραμένουν τα ίδια! Οι άνθρωποι παρ’ ότι ζουν σε διαφορετικές εποχές αισθάνονται τις ίδιες χαρές, τις ίδιες λύπες, την ίδια οργή, ακόμη και τους ίδιους φόβους με τους παλαιότερους. Εδώ ακριβώς έγκειται και η αξία της τέχνης.

Ας αφήσουμε λοιπόν την τέχνη να εκπροσωπήσει ίσως καλύτερα από κάθε άλλον τον πόνο εκείνων των ανθρώπων που «ξεριζώνονται» από τα σπίτια τους με την ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος σε μια γη ξένη για αυτούς…


 1) Ο Στρατής Τσίρκας στο μυθιστόρημά του «Η Λέσχη» (αποτελεί το πρώτο βιβλίο από την τριλογία «Ακυβέρνητες Πολιτείες») παραθέτει τους εξής βιβλικούς στίχους:

 «Το χέρι μου να ξεχαστεί ποτές μου αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ… Η γλώσσα στο λαρύγγι μου ας κολλησει, αν δε σε στοχάζουμαι κι αν δε σε θυμιέμαι. Και μες στην τρέλα της Χαράς!»

 [Η ανάγκη της μνήμης της εγκαταλελειμένης πατρίδας]


(Αξίζει να τονιστεί ότι η Ιερουσαλήμ υπήρξε ουδέτερο έδαφος κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και έτσι κατέφυγαν εκεί όσοι επιθυμούσαν να ξεφύγουν από το ναζισμό αλλά και αυτοί που επιδίωκαν την καταστροφή του.)



 2) Και ο Σεφέρης αναφέρεται με τη σειρά του στην Ιερουσαλήμ με το δικό του έργο:

                      Ο ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΣΤΗ ΝΕΚΡΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

                                     Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία,
                                 
                                     Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς!!!
 Κάποτε βλέπεις το μεσημέρι στην άσφαλτο του δρόμου να γλιστρά ένα κοπάδι μαύρα φύλλα σκορπισμένα— Περνούνε διαβατάρικα πουλιά κάτω απ' τον ήλιο μα δε σηκώνεις το κεφάλι. 

                                     Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία!

 (…) άγνωστες γλώσσες κολλημένες σαν αποτσίγαρα σβηστά σε χαλασμένα χείλια. .

                                     Ιερουσαλήμ, πολιτεία της προσφυγιάς!

 Αλλά τα μάτια τους μιλούν όλα τον ίδιο λόγο, όχι το λόγο που έγινε άνθρωπος, θεέ μου συμπάθα μας, όχι ταξίδια για να ιδείς καινούργιους τόπους, αλλά το σκοτεινό τρένο της φυγής όπου τα βρέφη τρέφουνται με τη βρώμα και τις αμαρτίες των γονιών και νιώθουν οι μεσόκοποι το χάσμα να μεγαλώνει ανάμεσα στο σώμα που μένει πίσω σα γκαμήλα λαβωμένη και την ψυχή με το ανεξάντλητο κουράγιο, καθώς λένε. Είναι και τα καράβια που τους ταξιδεύουν ολόρθους σα μπαλσαμωμένους δεσποτάδες μέσα στ' αμπάρια, για ν' αράξουν ένα βράδυ στα φύκια του βυθού απαλά.

                                      Ιερουσαλήμ, ακυβέρνητη πολιτεία!

 (..)Πεινάσανε τρεις μήνες διψάσανε τρεις μήνες, ξαγρύπνησαν τρεις μήνες κι ήρθαν απ' τ' Aγιονόρος απ' τη Θεσσαλονίκη οι σκλάβοι καλόγεροι. Είμαστε όλοι καθώς η Νεκρή θάλασσα πολλές οργιές κάτω απ' την επιφάνεια του Αιγαίου. Έλα μαζί μου να σου δείξω το τοπίο: Στη Νεκρή θάλασσα δεν είναι ψάρια δεν είναι φύκια μήτε αχινοί δεν έχει ζωή. Δεν είναι ζωντανά που έχουν στομάχι για να πεινούν που θρέφουν νεύρα για να πονούν,

                                      THIS IS THE PLACE, GENTLEMEN!

 Στη Νεκρή θάλασσα η καταφρόνια είναι η πραμάτεια του κανενού, όξω απ' το νου. Καρδιά και στόχαση πήζουν στ' αλάτι που είναι πικρό σμίγουν τον κόσμο τον ορυχτό,

                                      THIS IS THE PLACE, GENTLEMEN!

Στη Νεκρή θάλασσα οχτρούς και φίλους παιδιά, γυναίκα και συγγενείς, αεί να τους βρεις. Είναι στα Γόμορρα κάτω στον πάτομπολύ ευτυχείς που δεν προσμένουν καμιά γραφή…
GENTLEMEN, συνεχίζουμε την περιοδεία μας πολλές οργιές κάτω απ' την επιφάνεια του Αιγαίου. 

[Το παραπάνω απόσπασμα μας θυμίζει τον πόνο και την ανησυχία των προσφύγων κατά τη στιγμή του μεγάλου ταξιδιού (όπου για ορισμένους υπήρξε οριστικό), καθώς και την αβεβαιότητα και άγνοιά τους σχετικά με το μέλλον τους…]


 3) Ο Ιωάννου στο έργο του «Στου Κεμάλ το σπίτι» κάνει ένα βαθύ υπαινιγμό στον πόνο των προσφύγων, οι οποίοι σαφώς δεν εγκαταλείπουν τις κατοικίες τους επειδή το ‘θέλουν’ αλλά επειδή αναγκάζονται!


' Όλοι μιλούσανε για την ομορφιά και την παλιά δόξα, μα ανάμεσα στα δυνατά λόγια και τις φωνές, άκουσα μια γριά να σιγολέει: «Στο σπίτι αυτό καθόταν ένας μπέης, που είχε μια κόρη σαν τα κρύα τα νερά. Κυλιόταν κάτω, όταν φεύγανε, φιλούσε το κατώφλι. Τέτοιο σπαραγμό δεν ματαείδα».'

 [Στο παραπάνω απόσπασμα παρουσιάζεται η συγκινητική εικόνα μιας κοπέλας, η οποία κλαίει στο κατώφλι του σπιτιού της, το οποίο και αναγκάζεται να εγκαταλείψει.]


 4) Από την προσέγγισή μας αυτή, αδύνατο θα ήταν να παραλείψουμε τη Διδώ Σωτηρίου και ένα από τα μεγαλύτερα έργα της – τα «Ματωμένα χώματα»

 «Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει που να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλύτης άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο, φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε γκιαούρη! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και ξεγυμνώνεται. ’νοιξε τα σκέλια σου! Και τ” ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Αχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις. Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναύαρχοι με τα χρυσά σειρίτια, οι διπλωμάτες κ” οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας!»

 [Ο τρόμος των προσφύγων]


 5) Ο Καβάφης στο ποίημά του «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον» αποχαιρετά «Αλεξάνδρεια που χάνει» και μιλά στην καρδιά κάθε πρόσφυγα!

 «Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες, με φωνές ― την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει. Προπάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου• μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο, κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου, κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις»

 [Ο πόνος εκείνου που εγκαταλείπει την πατρίδα του χωρίς τη θέλησή του]


 6) Ο Πάμπλο Πικάσο με την περίφημη «Γκουέρνικα» παρουσίασε με τρόπο εικονιστικό τη φρίκη και το δράμα του πολέμου… Επηρεασμένος από το έργο του μεγάλου ζωγράφου, ένας Βούλγαρος σκιτσογράφος παρουσίασε με τη σειρά του τη φρίκη των προσφύγων, οι οποίοι ταξιδεύουν γεμάτοι φόβο και αβεβαιότητα σε ξένες προς αυτούς θάλασσες.








7) Ιδιαίτερη αναφορά θα μπορούσε να γίνει και στην «Αιολική γη» του Ηλία Βενέζη.

 «— Έλα! μου λέει η μητέρα, που είχε ζήσει όλα τα παιδικά της χρόνια στα Κιμιντένια κ' ήξερε τον τόπο καλά. Έλα να δεις! Περπατήσαμε μες στο ποτάμι, ακολουθώντας το βαθιά στην κοιλάδα, και τότε βρήκαμε σε μια κουφάλα την πηγή απ' όπου ανάβλυζε το νερό. Έκανε πολύ δροσιά εκεί• μολοντούτο δεν είχε βρύα και πλατάνια, όπως θα 'πρεπε σε τόσο υγρό τόπο. — Δοκίμασε το νερό, μου λέει η μητέρα μου. Να δεις τι δροσερό που είναι! Πήρα με τη χούφτα μου και το 'φερα στα χείλια μου. Αλλά μόλις το άγγιξαν, το άφησα να χυθεί και σκούπισα τη γλώσσα μου. — Μα αυτό είναι θάλασσα! είπα ξαφνιασμένος. Η μητέρα μου γελούσε με πολλή χαρά. Με πήρε στην αγκαλιά της και μου είπε: — Βλέπεις; Η θάλασσα είναι παντού! Κι όταν έπειτα πήραμε το δρόμο του γυρισμού έγινε σοβαρή και μου εξήγησε πως όλη η περιοχή κάτω απ' τα Κιμιντένια ήταν κάποτε κακή γη, επειδή πολύ βαθιά μέσα της ζούσε η θάλασσα, έμπαινε μέσα της η θάλασσα. Και χρειάστηκε από γενιά σε γενιά ο ασταμάτητος μόχθος των ταπεινών μου προγόνων για να φύγει το νερό και να γίνουν τα δέντρα και τα κλήματα».


 Οι καλλιτέχνες επίσης, μέσω των έργων τους δίνουν και μια απάντηση σε όλους εκείνους που αδρανούν και επιθυμούν το «κλείσιμο των συνόρων» και την ύψωση τείχους με σκοπό την αποτροπή της εισόδου των προσφύγων στη χώρα μας.


 8) Στο παρακάτω απόσπασμα του Samuel Beckett, από το έργο του «Περιμένοντας τον Γκοντό», ο αφηγητής μοιάζει να αναφέρεται σε εκείνους, οι οποίοι επιδεικνύουν πλήρη αδιαφορία σχετικά με το προσφυγικό δράμα και συνεχίζουν την καθημερινότητά τους βυθισμένοι στα ατομικά τους προβλήματα, βυθισμένοι στην απάθεια…

 «Μήπως κοιμόνουνα, όταν οι άλλοι υπόφεραν; Μήπως κοιμάμαι τώρα; Αύριο, άμα ξυπνήσω, ή θα νομίζω πως ξύπνησα, τι θα πω για τούτη τη μέρα; Ότι εγώ κι ο φίλος μου ο Εστραγκόν καθόμασταν σε τούτο το μέρος, μέχρι να νυχτώσει, και περιμέναμε τον Γκοντό; Ότι πέρασε ο Πότσζο με τον αχθοφόρο του και μας μίλησε; Μάλλον. Πόση όμως αλήθεια θα υπάρχει σ΄όλα αυτά; Αυτός δε θα ξέρει τίποτα. Θα μου πει για τις κλωτσιές που έφαγε κι εγώ θα του δώσω ένα καρότο».

Της Δάφνης Λιαπάτη