Γιατί θα διαβάσω το «Γεννήθηκα 17Ν»


του Σωτήρη Ζήκου

Λέω να διαβάσω κι εγώ το βιβλίο του Δ. Κουφοντίνα «Γεννήθηκα 17Ν». Υπάρχει λόγος σοβαρός.
Όταν, το καλοκαίρι του 2002, έσκασε η βόμβα στα χέρια του Σάββα Ξηρού και άρχισαν οι συλλήψεις και οι διαρροές των καταθέσεων, «έπεσα με τα μούτρα» στην υπόθεση. Ήμουν τότε ενεργός δημοσιογράφος σε ενημερωτικό ραδιόφωνο, με καθημερινή εκπομπή πολιτικού σχολιασμού, στη Θεσσαλονίκη. Για μήνες παρακολουθούσα όλες τις εξελίξεις, τις τηλεοπτικές εκπομπές, αποδελτίωνα τα ρεπορτάζ και τις συνεντεύξεις στις εφημερίδες, κρατούσα ολημερίς σημειώσεις, σχολίαζα ιδιωτικά αλλά και δημόσια στην εκπομπή μου κάθε........
καινούριο στοιχείο, έστελνα σημειώματα με φαξ στους ασχολούμενους με το θέμα δημοσιογράφους στις εφημερίδες και επεσήμαινα παραλείψεις και λάθη στην απόδοση ενεργειών και δηλώσεων σε λάθος πρόσωπα από τους συλληφθέντες. Το άμεσο και έμμεσο οικογενειακό μου περιβάλλον αλλά και οι φίλοι και οι γνωστοί μου ήξεραν ότι είχα «πάθει εμμονή» με την υπόθεση, αλλά ούτως ή άλλως ήταν το κυρίαρχο θέμα επικαιρότητας καθημερινά επί μήνες. Αγόρασα και διάβαζα οποιοδήποτε παλαιότερο βιβλίο είχε άμεση ή έμμεση σχέση με αυτό. Και όλα όσα ακολούθησαν. Όταν άρχισε η δίκη αγόραζα κάθε εβδομάδα το δελτίο με τα πρακτικά και μελετούσα όλες τις καταθέσεις επισταμένα. Έφτιαχνα φακέλους που συσσωρεύονταν στο γραφείο μου. Σαν να έκανα το διδακτορικό μου επί του θέματος. Έλεγα στον εαυτό μου ότι μαζεύω υλικό για να γράψω ένα μυθιστόρημα, είχα αρχίσει να το σχεδιάζω, επινοώντας και φανταστικές εκδοχές εξέλιξης - που όμως ήμουν βέβαιος κατά βάθος πως ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, απλώς δεν μπορούσαν να αποδειχτούν, άρα έπρεπε να παρουσιαστούν σαν μυθοπλασία.
Για να διατηρήσω τη διαύγεια του μυαλού μου αρνιόμουν να ηθικολογήσω, ήθελα να κατανοήσω, κι αυτό δημιουργούσε σε κάποιους την εντύπωση ότι ήμουν συμπαθών. Κατά κάποιον τρόπο ήμουν, με την έννοια ότι προσπαθούσα να μπω στη θέση των κατηγορουμένων, όπως ένας ερευνητής «ταυτίζεται» με κάποιον δρώντα για να τον ανακαλύψει.
Οι εμμονές μου άρχισαν να αποκρυσταλλώνονται σε συγκεκριμένα σημεία που θα μπορούσαν και να χαρακτηριστούν και να στοιχειοθετήσουν «θεωρίες συνωμοσίας». Ήμουν σίγουρος ότι μια τέτοια οργάνωση που δρούσε και ζούσε (τα μέλη της) συνωμοτικά, είχε και σχέδιο συνωμοτικό για το πώς θα αντιδρούσε σε περίπτωση ατυχήματος, το οποίο ήταν πάντα πολύ πιθανό να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Όπως και συνέβη.
Διάβασα σε μια κατάθεση ότι ο Αρχηγός Γιωτόπουλος τους είχε διδάξει ότι σε περίπτωση σύλληψης ενός μέλους ή περισσοτέρων, η ενδεδειγμένη αντίδραση θα ήταν να μη μιλήσουν για ένα 24ωρο, ώστε να δώσουν τον χρόνο στα μη συλληφθέντα μέλη να προετοιμαστούν πώς θα κινηθούν και μετά να ομολογήσουν. Αναρωτήθηκα: γιατί;
Άρχισε τότε να σχηματίζεται στο μυαλό μου μια θεωρία: ότι οι ρόλοι είχαν εκ των προτέρων μοιραστεί μεταξύ των βασικών, σκληροπυρηνικών και έμπιστων μελών, «καθοδηγώντας» ή χειραγωγώντας κατά κάποιον τρόπο και τα υπόλοιπα μέλη:
  • Σε αυτούς που θα μιλήσουν αναγκαστικά γιατί θα έχουν συλληφθεί επ' αυτοφώρω, όπως ο Σάββας Ξηρός.
  • Σε αυτούς που θα ομολογήσουν, από αλληλεγγύη στον συλληφθέντα, δίνοντας ονόματα και λεπτομέρειες της δράσης και της δομής της οργάνωσης, όπως ο Χριστόδουλος Ξηρός, για να διαδώσουν και τις μεθόδους σε νεότερες γενιές ένοπλου αγώνα.
  • Σε αυτούς που θα παραδοθούν και με «ηρωικότητα» (προς δόξα της ιστορίας της οργάνωσης, όχι δικής τους) θα αναλάβουν την ευθύνη για τη δράση της αλλά χωρίς να συνεργαστούν με τις Αρχές, όπως έκανε ο Κουφοντίνας.
  • Και σε αυτούς που θα αρνηθούν οποιαδήποτε κατηγορία και συμμετοχή κι ας ήταν ηλίου φαεινότερο από τις καταθέσεις των πρώτων ότι ήταν ο νους και ηγεσία, σαν πράξη αντίστασης μέχρις εσχάτων, όπως έκανε ο Γιωτόπουλος.
Οι υπόλοιποι θα έπρεπε απλώς να διαλέξουν με ποιους από τους «πρώτους ρόλους» θα συνταχτούν ή και κάποιοι θα αποστασιοποιηθούν. Ίσως και κάποιοι να δείξουν μεταμέλεια και σχετικά σύντομα να αποφυλακιστούν. Έτσι δεν δρούσε εξάλλου και μέχρι τώρα εν κρυπτώ η οργάνωση;
Άσε που αυτό το μοίρασμα των ρόλων έδινε και το πλεονέκτημα στους συλληφθέντες και μετέπειτα καταδικασθέντες, να αποκτήσουν πρόσβαση σε διαφορετικά Μέσα επιρροής της κοινής γνώμης, καθώς κάθε εκδοτικό συγκρότημα απέκτησε τον δικό του συνομιλητή από τους καταδικασθέντες, που τον «επέλεξε» για το προφίλ του μέσα από τη στάση που είχε επιδείξει. Και όλα αυτά με απώτερο στόχο στρατηγικό (και πάντα με τρόπο συνωμοτικό), να διαδοθούν οι ιδέες και οι πρακτικές της μητέρας οργάνωσης σε νέες γενιές μιμητών που μέσα από οριστικό αλλά «ένδοξο» τέλος του ιστορικού της κύκλου θα διατηρούσαν τον μύθο της, αναγεννώντας (όπως είχε ήδη δηλωθεί σε ανύποπτο χρόνο) «όχι μία αλλά πολλές 17Ν» - με άλλα ονόματα. Και κάπως έτσι δεν έγινε, τελικά;