Προσοχή: αν «θυματοποιηθεί» η Χρυσή Αυγή –δια της απαγορεύσεως- θα γίνει πιο συμπαθής

 Γράφει ο Τάσος Παππάς

Πριν ακόμη δοθεί στη δημοσιότητα το σχέδιο νόμου κατά του ρατσισμού άρχισαν οι διαφωνίες για το εικαζόμενο περιεχόμενό του. Οι ενστάσεις που προέρχονται  από τη δημοκρατική περιοχή αναφέρονται στο αγαθό της ελευθερίας της έκφρασης και κατά πόσο αυτό υπονομεύεται. Η πρόθεση των συντακτών του.....
σχεδίου είναι να αντιμετωπιστεί ο ρατσιστικός και μισαλλόδοξος λόγος που το τελευταίο διάστημα καλπάζει ασυγκράτητος, δηλητηριάζει το κοινωνικό σώμα και παράγει στάσεις και συμπεριφορές που πλήττουν ομάδες ανθρώπων. Το θέμα είναι μεγάλο και σοβαρό, αφορά τη λειτουργία της Δημοκρατίας. Γι αυτό απαιτείται προσοχή.
Η σκέψη είναι αδύνατον να ποινικοποιηθεί, όσο παραμένει σκέψη. Όταν γίνεται δημόσιος λόγος αποκτά άλλη διάσταση αφού διεκδικεί ακροατήριο, αλλά το πρόβλημα δημιουργείται από τη στιγμή που ο λόγος προτρέπει σε δράσεις που έρχονται σε αντίθεση με το ισχύον νομικό πλαίσιο και τον πολιτικό πολιτισμό.
Η ουσία, λοιπόν, είναι η πράξη κι αυτή πρέπει να ελέγχεται αν κινείται εντός της νομιμότητας. Ο λόγος που δεν σπρώχνει σε εγκληματικές ή παράνομες ενέργειες με άμεσο τρόπο, αλλά απλώς εκφέρεται δεν είναι δυνατόν να διωχθεί ποινικά ή να απαγορευτεί προληπτικά γιατί τότε έχουμε προσβολή της ελευθερίας της έκφρασης, μ’ άλλα λόγια λογοκρισία. Και κάτι τέτοιο δεν νοείται στις δημοκρατίες. Αυτό που επιβάλλεται να αναχαιτιστεί και να εξουδετερωθεί είναι ο ακτιβισμός της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού και του αντισημιτισμού.
Καραδοκεί το ερώτημα: στη δημόσια συζήτηση έχουν θέση όλες οι αντιλήψεις, ακόμη και οι πιο ανόητες, οι πιο απεχθείς, οι πιο ανεδαφικές; Φυσικά. Αντιμετωπίζονται μόνο από τον αντίλογο. Για παράδειγμα, η άποψη ότι το Ολοκαύτωμα δεν έγινε, όσο μένει στο ρητορικό επίπεδο δεν μπορεί να συνιστά αδίκημα. Είναι προφανώς γελοία,  αντιστόρητη, εύκολα μπορεί να καταρριφθεί, δικαιούται όμως να υπάρχει.
Για το θέμα αυτό και, γενικώς, για το δικαίωμα να διατυπώνει ο οποιοσδήποτε ελεύθερα τη γνώμη του διεξήχθη πλούσια συζήτηση στη Γαλλία, όπου η άρνηση του Ολοκαυτώματος είναι ποινικώς κολάσιμη. Εναντίον του «νόμου Γκεσό» επιχειρηματολόγησαν στοχαστές και επιστήμονες διεθνούς κύρους που είναι υπεράνω υποψίας για ροπή προς τη μισαλλοδοξία και τον αναθεωρητισμό, όπως ο Εντγκάρ Μορέν και ο Πιέρ Βιντάλ Νακέ.
Στο κείμενο που υπέγραψαν πολλοί διανοούμενοι και έφερε τον τίτλο «Ελευθερία για την Ιστορία» επισημαίνονται ανάμεσα στ’ άλλα και τα εξής: «Η Ιστορία δεν είναι θρησκεία. Ο ιστορικός δεν δέχεται κανένα δόγμα, δεν σέβεται καμιά απαγόρευση, δεν γνωρίζει ταμπού. Μπορεί κιόλας να ενοχλεί…Ρόλος του ιστορικού δεν είναι να εκθειάζει ή να κατηγορεί, αλλά να εξηγεί… Η Ιστορία δεν είναι δικαστικό αντικείμενο…  Σ’ ένα ελεύθερο κράτος, ούτε η Βουλή ούτε η δικαστική αρχή είναι αρμόδιες να ορίσουν την ιστορική αλήθεια».
Επιπροσθέτως υπάρχει και ο κίνδυνος, ανεξάρτητα από την πρόθεση των εμπνευστών των μέτρων απαγόρευσης, να ηρωοποιηθεί  αυτός που εκφράζει τη διαφορετική γνώμη. Θα επιχειρήσει να εμφανιστεί ως θύμα ενός ανελεύθερου συστήματος και ως γνωστόν το «θύμα» κερδίζει τη συμπάθεια του κοινού. Επίσης, είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι αν κηρύξεις ένα κόμμα παράνομο, αυτό θα εξαφανιστεί. Δεν εξαφανίστηκαν οι Ναζί, παρά το γεγονός ότι οι αντιρατσιστικοί νόμοι της Βαϊμάρης ήταν αυστηροί. Όπως λέει ο Νόαμ Τσόμσκι, ένα κόμμα εκτός νόμου «θα βρει άλλους τρόπους να εκφραστεί, γιατί θα συνεχίσει να εκπροσωπεί την ανάγκη ενός μέρους του πληθυσμού» [«Το Βήμα» 7-4-2013]. Η Δημοκρατία οφείλει να βρει άλλους τρόπους για να αποκρούσει την απειλή του φασισμού και του νεοναζισμού. Ούτε η αφέλεια συγχωρείται, ούτε όμως στο όνομα της αυτοπροστασίας της πρέπει να στενέψει  το νόημά της.