Το θαύμα που δεν θαυμάζει πια κανείς



Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου 

 
Δύο πράγματα φοβάμαι στη ζωή: τα θαύματα με τους θαυματοποιούς τους και την επιφοίτηση κάποιου πνεύματος έξω από τον κοινωνικοοικονομικό χωρόχρονο που δομείται και εκφράζεται πάντα πολιτικά. Τρέμω την πολιτισμική προσέγγιση της πολιτικής και όχι ασφαλώς την πολιτισμική πτυχή στην διερεύνηση του κοινωνικού και της πολιτικής. Εκεί όπου κάποια κουλτούρα ισχυρίζεται πως διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία, την τεχνογνωσία ή την μεταφυσική αλήθεια για να επιβάλει ένα..........
κανονιστικό πλαίσιο, εξαφανίζεται η ιστορία ως κοινωνικοοικονομική εξέλιξη, διαπάλη για τον ορισμό της τάξης των πραγμάτων και των υποκειμένων και μηχανισμός παραγωγής της αντίληψης της πραγματικότητας.  
Διανόηση που προσεγγίζει ερμηνευτικά ή πολιτισμικά το πολιτικό φαινόμενο δεν υπάρχει. Ακαδημαϊσμός, ναι, αλλά όχι γνήσια διανόηση. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο, που μπορεί να συμπίπτουν, μπορεί και όχι. Επίσης, σχολιογραφία, αρθρογραφία δίχως προσέγγιση της πολιτικής με κοινωνικοοικονομικά κριτήρια, ασφαλώς και έχει νόημα, όχι όμως δημοσιογραφία.  Η δημοσιογραφία αναπαριστά εμμέσως και σπανίως αμέσως κοινωνικοοικονομικές σχέσεις, δομώντας συγκεκριμένο πολιτισμό για την ερμηνεία της πραγματικότητας που ορίζουν οι πρώτες, αποσκοπούσα είτε στην συντήρηση αυτών των σχέσεων, είτε στην ανατροπή τους υπέρ κάποιων συμφερόντων, παραγόντων ισχύος.  Δυνάμεων δηλαδή με την πολιτική έννοια του όρου, ασχέτως αν αυτές είναι κράτη, υπερεθνικοί οργανισμοί, κυβερνήσεις, κόμματα, λόμπι, άλλοι φορείς της κοινωνίας των πολιτών, επιχειρηματίες και επιχειρήσεις ή συλλογικοί φορείς του κεφαλαιοκρατικού συστήματος κλπ.
Στην Ελλάδα – και όχι μόνον , ασφαλώς – η δημοσιογραφία, κατ’ αναλογία με την διανόηση, διολίσθησε σε μεγάλο βαθμό και κυρίως δια των τηλεπολιτικών στην πολιτισμική και στις καλύτερες περιπτώσεις, στην ερμηνευτική προσέγγιση συμβάντων. Έπαψε δηλαδή να είναι δημοσιογραφία και μετατράπηκε σε σχολιογραφία ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν θα μπορούσε να το  αντιληφθεί ο αναγνώστης και κυρίως ο τηλεθεατής ή ο ακροατής. Εννοώ την ειδησεογραφία. Η προβολή μιας είδησης αν δεν δομείται κοινωνικοοικονομικά, είναι σχόλιο ερμηνευτικού ή πολιτισμικού χαρακτήρα. Είναι πολιτική εντύπωση, ξεγυμνωμένη ωστόσο από αυτό που την ορίζει πολιτικά: τις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις που καθιστούν ένα οποιοδήποτε συμβάν γεγονός. Δεν υπάρχουν γεγονότα, δίχως μεταβολή ή τουλάχιστον τάση (δράση) μεταβολής των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων. Αν ένα συμβάν μετατρέπεται σε γεγονός ερμηνευτικά ή πολιτισμικά, τότε υπεισέρχεται ο παράγοντας «θαύμα» για να ορίσει τι είναι αυτό που οδήγησε τον άνθρωπο να δαγκώσει τον σκύλο και όχι το αντίστροφο. Το εξαιρετικό, αξιοπερίεργο αποκτά διάσταση απολιτική και αντικειμενική μέσω μιας διαταραχής ή προσβολής της «κοινής λογικής», κάνοντας όμως ασφαλώς άδηλα πολιτική. Δεν προδηλώνει, ούτε καταδηλώνει σχέσεις ηγεμονίας. Τις υποδηλώνει ως αυτονόητο ερμηνευτικό ή πολιτισμικό πλαίσιο εντός του οποίου υπάρχουν κακοί και καλοί, δίκαιοι και άδικοι, ζητώντας από τον αποδέκτη να μην αποδεχτεί την βία που αμφισβητεί την βούληση του ηγεμόνα, αν θέλει ήσυχο το κεφάλι του.  
Δεν είναι το τανκ στη γέφυρα της Βαγδάτης η είδηση, αλλά το «γεγονός» πως αυτό απειλείται από τους «κακούς». Δεν έχει σημασία που κάποιοι τηλεθεατές είναι με το μέρος των «κακών», προσδοκώντας ένα βλήμα να χτυπήσει το τανκ. Σημασία έχει πώς οι «κακοί» και οι οπαδοί τους θα ηττηθούν  για να θεμελιωθεί η τάξη με έναν θαυματουργικό τρόπο. Θαύμα, το τανκ δεν χτυπήθηκε, το «καλό» επικράτησε και… η γέφυρα κράτησε!   
Θαύμα, το «τανκ» που προκαλεί «σοκ και δέος» στην Ελλάδα, παρά το λογιστικό λάθος, συνεχίζει πάνω στη «γέφυρα των στεναγμών» να κινείται αργά, σπρώχνοντας μάζες ανθρώπων από το Παλάτσο Ντουκάλε, στα κάτεργα της απέναντι όχθης. Εκεί από όπου θα περίμενες την αντεπίθεση ως φυσιολογικό αποτέλεσμα, ερμηνευτικά, πολιτισμικά, αλλά όχι κοινωνικοοικονομικά. Αν θες να κάνεις δημοσιογραφία πάψε να μπερδεύεις την ερμηνεία των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και την πολιτισμική τους διάσταση με αυτές καθ’ εαυτές τις σχέσεις, των οποίων η πολιτικότητα έχει ιστορική και όχι δαρβινική, μεταφυσική, μεσσιανική ή απλώς συμβολική διάσταση αναφορικά με κάποιο πεπρωμένο ή πλάνο σωτηρίας. Κοινωνικοοικονομικές σχέσεις δεν είναι η ερμηνεία τους και η κουλτούρα που δομείται πάνω σε αυτές είτε για να τις υποστηρίξει, είτε για να τις αμφισβητήσει.      
Μην μου πεις πως αναζητείς ένα κόντρα-θαύμα; Αστειότητες! Το θαύμα είναι προνόμιο του κοινωνικοοικονομικά ισχυρού ή του συγκυριακά ισχυρού, σε ένα κλειστό όμως μυστικιστικό σύστημα ηγεμονίας. Ο δέσποτας, ο πάτρωνας, ο κοινωνικοοικονομικά ισχυρός μπορεί να επιτρέψει ακόμη και θαύματα (ηρωισμούς) από την πλευρά των Ενετικών φυλακών, αρκεί αυτά να θεμελιώνουν ερμηνευτικά, πολιτισμικά την ηγεμονία του: το μέγα θαύμα της υπεροχής της «κοινής λογικής», της απλής λογικής, του εύλογου! Μα, εύλογο δεν είναι να ξεσηκωθούν οι φυλακισμένοι που βρίσκονται ήδη στο θάλαμο των τριών ιεροεξεταστών του κράτους, στο «Σαλέτα ντέι τρέ Ινκουϊζιτόρι ντέλο στάτο» και να σταθούν μπροστά στο «τανκ» που κλείνει την γέφυρα των στεναγμών, αποφασισμένοι για όλα; Όχι, δεν είναι εύλογο, είναι κοινωνικοοικονομικά (ιστορικά) παράλογο, που αποκτά ωστόσο ευλογοφανή χαρακτηριστικά μόνον μέσω μιας εναλλακτικής ή αντίθετης, ως προς την κυρίαρχη, ερμηνείας ή πολιτισμό.
Αυτό πάντως δεν συνιστά δημοσιογραφία ή αυθεντική, πολιτική ασφαλώς, διανόηση. Είναι ακαδημαϊκή ίσως άσκηση, είναι πολιτικός στοχασμός με τελεολογικά χαρακτηριστικά, είναι πολιτική/κομματική προπαγάνδα, είναι φονταμενταλισμός κάθε είδους, είναι σχολιογραφική παρέμβαση που προφασίζεται πως αναπαριστά αντικειμενικές κοινωνικοοικονομικές σχέσεις, είναι σε κάθε περίπτωση κάποιο σύστημα που διεκδικεί την αυθεντική εκπροσώπηση του «καλού» και «δικαίου». Τούτο είναι που αναπαριστά ερμηνευτικά ή πολιτισμικά τις πραγματικές κοινωνικοοικονομικές σχέσεις για να προωθήσει μια συγκεκριμένη πολιτική ισχύος, την οποία αγωνίζεται να κρύψει από τα μάτια των θεατών και αναγνωστών.
Κοινωνικοοικονομικές σχέσεις είναι αυτό που επιτρέπει στο τανκ της Βαγδάτης να κάνει το σόου του πάνω στη γέφυρα. Κοινωνικοοικονομικές σχέσεις είναι αυτό που συνδέει το Ρίο ντι Παλάτσιο με την Σαλέτα και το υπόγειο δωμάτιο των βασανιστηρίων, την Κάμερα ντελ τορμέντο. Το τανκ που σπρώχνει τις καταδικασμένες μάζες εμφανίζεται να είναι κοινωνικοοικονομικό μέσο, ακριβώς όπως και η τρόικα με τα μνημόνιά της και τις Δανειακές Συμβάσεις της. Τα «λάθη» της τρόικας είναι ερμηνευτικά μέσα για να δικαιολογήσουν τις παράπλευρες απώλειες. Ο διανοούμενος, όπως και ο πραγματικός δημοσιογράφος, αναζητεί με υποκειμενικό τρόπο τις αντικειμενικές σχέσεις που ορίζουν μια πολιτική πραγματικότητα. Αυτή δεν μπορεί παρά να προσδιορίζεται κοινωνικοοικονομικά, ασχέτως εάν, για να την προσεγγίσεις, πολλές φορές απαιτείται να αποκωδικοποιήσεις ή απομυθοποιήσεις τον ερμηνευτικό ή/και πολιτισμικό κώδικα νομιμοποίησής της και κανονισμού της. Η αλυσίδα που συνδέει τον εξουσιαστή με τον εξουσιαζόμενο, σπάει μόνον στο βαθμό που κατανοήσεις την κοινωνικοοικονομική της διάσταση  και απορρίψεις τον ίδιο σου τον εαυτό εντός αυτής. Αν την κατανοήσεις θα διαπιστώσεις το στρατήγημα  του θαύματος στην πολιτική. Θα πεις τότε: «Βοήθεια, δεν θέλω άλλα θαύματα. Υπάρχει θεός να με γλυτώσει από τα θαύματα, να τον προσκυνήσω αμέσως»; Αν δεν βρεις κάποιον πρόχειρο θα απορρίψεις εσένα ως ελεεινό στοιχείο κάποιων συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων. «Βοήθεια, οι κοινωνικοοικονομικές σχέσεις δεν υπάρχουν έξω από εμένα, αλλά μέσα μου. Το τανκ δεν ήταν τελικά μέσο, η τρόικα δεν είναι μέσο, οι θεσμοί και τα εργαλεία βασανισμού δεν είναι μέσα για την επιβολή συγκεκριμένων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, αλλά αποτελούν και τα ίδια υποκείμενα, στοιχείο/α των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων», όπως ακριβώς είσαι και εσύ και εγώ και όλοι μας σε διαφορετικούς ρόλους και θέσεις ισχύος, ασφαλώς.   
Μισείς τα μέσα και αυτούς που τα χειρίζονται, αλλά ταυτόχρονα αντιπαθείς τον εαυτό σου που αποτελεί την αδύναμη άκρη μιας σχέσης από την οποία αν αποκοπείς δεν θα είσαι τίποτε. Να ποιός είναι ο λόγος που δεν κάνεις επανάσταση. Όποιος το έκανε, αυτό προέκυψε είτε μετά από δραματική εξασθένηση των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων σε σημείο αποδιοργάνωσης ουσιωδών βεβαιοτήτων για την ζωή, είτε σε ένα ηρωικό ξέσπασμα παρασυρόμενος από την ορμή κάποιας αντίθετης προς την κρατούσα ερμηνείας των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων, ή από μια ορμή για την επιβολή ενός άλλου πολιτισμικού προτύπου. Μόνον στην πρώτη περίπτωση θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για γνήσια επανάσταση και όχι απλώς για εξέγερση που επιδιώκει το κόντρα-θαύμα.  Σε αυτή την περίπτωση είσαι εσύ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ που αναζητεί τα άλλα ΤΙΠΟΤΑ για να κάνετε κάτι ώστε να υπάρξετε και όχι για να αναγνωριστείτε ως κάτι. Τόσα χρόνια το Είμαι καθόριζε το Υπάρχω, ενώ τώρα ΟΙ ΤΙΠΟΤΑ αναζητούν το Υπάρχω τους, έξω από το θαύμα της ύπαρξης του Είμαι.  Ένα νέο κοινωνικοοικονομικό σύμπαν αναζητείται σε αυτή την περίπτωση, όχι για να αντιστραφούν οι σχέσεις στο υπάρχον, αλλά επειδή απλούστατα το καθεστώς κατέρρευσε εξαιτίας της αδυναμίας του να διασκεδάζει την πολιτική με τα θαύματά του(οικονομικά, στρατιωτικά, εθνικά) και την ενεργό ισχύ να κάνει θαύματα και επειδή κανείς δεν έπεισε πως διαθέτει κόντρα-θαυματοποιό!
 Όσο η κοινωνικοοικονομική δομή αντέχει, ακόμη και αν μεταβάλεται ριζικά εις βάρος της ευρύτερης κοινωνίας, ακόμη και αν βασανίζεσαι στην Κάμερα ντελ τορμέντο, ή σοκαρισμένος δεις τον δίπλα σου να τεμαχίζεται κάτω από τις ερπύστριες του «τανκ», επανάσταση δεν θα κάνεις. Απεγνωσμένη εξέγερση, αντίσταση,  πιθανόν, επανάσταση όχι όμως! Πιθανόν μάλιστα, όντας σε απόγνωση να αναζητήσεις  το κόντρα-θαύμα στο μεγάλο θαύμα της υποταγής των μαζών σε μια θαυματουργή μηχανή παραγωγής χρήματος, πληροφορίας, κατανομής ισχύος και προνομιών, καθώς και νομιμοποιημένης μονοπώλησης της βίας.
Η μεταβιομηχανική ωστόσο επανάσταση θα έρθει – αν έρθει ποτέ -  μόνον τότε, όταν όλα αυτά πάψουν να έχουν νόημα. Όταν δηλαδή ο δημοσιογράφος καταγράψει και ο διανοούμενος διαπιστώσει και αναλύσει πως οι κοινωνικοοικονομικές σχέσεις δεν μεταβάλλονται στο πλαίσιο κάποιας ηγεμονίας, αλλά πλέον δεν έχουν καν νόημα για την κοινωνία. Το τανκ, για παράδειγμα θα πάψει να σημαίνει, άρα και να απειλεί, όπως και το ευρώ και η εφορία ή η τράπεζα και το θαύμα θα χάσει τον πολιτικό του χαρακτήρα, θα μετατραπεί σε τρικ. ΟΙ ΤΙΠΟΤΑ τότε, αντί να θέλουν να γίνουν κάτι είτε στο Ρίο ντι Παλάτσιο, είτε στην Σαλέτα, είτε ακόμη στην κόλαση της Κάμερα ντελ τορμέντο, θα μετατραπούν σε αρνητές του ίδιου τους του εαυτού. Θα πάψουν να νοιώθουν θύματα, θα πάψουν να αναζητούν τους θύτες. Θα φασκελώσουν τους ερμηνευτές και τους πραγματευτές των κοινωνικών σχέσεων και θα πουν στον ιστορικό, στον διανοούμενο και στον δημοσιογράφο: «Μην ταλαιπωρείσαι άδικα περιγράφοντας αυτό που Είμαι, δεν με αφορά! Ευχαριστώ για τις υπηρεσίες σου, αλλά ούτε αυτές έχουν πλέον νόημα. Για να υπάρξω ξανά, πρέπει να πάψει να υπάρχει αυτό που περιγράφετε: η μετάβαση σε μια μεταβιομηχανική εποχή με όρους μοντέρνων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων. Είναι αντίφαση. Είναι χαζομάρα. Εντάξει, εσείς φιλότιμα και έντιμα δίνετε ένα στιγμιαίο πραγματικό αποτύπωμα των κοινωνικών σχέσεων, αλλά αυτό επαρκεί απλώς για να καταλάβουμε το πολιτικό τους αδιέξοδο».
Κάπως έτσι  ωριμάζει μια κοινωνία και χαλαρώνει από την ένταση της διαπραγμάτευσης του Είμαι σε ένα περιβάλλον που καταστρέφει την ύπαρξη. Κάνουν, δεν κάνουν επανάσταση ΟΙ ΤΙΠΟΤΑ, σε λίγο θα έχουν δραπετεύσει από τις οικονομικές σχέσεις που τους ορίζουν. Δεν θα τους αφορά το καθεστώς και οι λειτουργίες του. Θα μετατραπεί και αυτό σε τίποτα. Και τότε μόνον εντός ενός  εντελώς διαφορετικού πολιτικού πλαισίου κοινωνικοοικονομικών σχέσεων θα μπορούσε να ανασυσταθεί  το «Είμαι» του καθενός. Μέχρι τότε όμως δείξε ανοχή σε αυτόν που σου πατάει τον κάλο του υπό κατεδάφιση «Είμαι» σου.  Όσο πονάς δεν έχεις γίνει ΤΙΠΟΤΑ. Όσο ερμηνεύεις, σχολιάζεις και σχολιογραφείς, ή αναζητείς ερμηνείες βολικές για την υποστήριξη του «Είμαι» σου, δεν είσαι έτοιμος ακόμη για το μεγάλο βήμα στο άγνωστο που τώρα σε φοβίζει, ενώ αντίθετα απελευθερώνει τον «έτοιμο». Στον κόσμο ΤΩΝ ΤΙΠΟΤΑ που δεν πιστεύουν στο θαύμα, αλλά σε θεσμούς που δεν προϋποθέτουν για τον ορισμό νέων κοινωνικοοικονομικών σχέσεων κανενός είδους θυσία, κανενός είδους ηρωισμό, κανενός είδους πεφωτισμένη ηγεσία, αλλά πνεύμα ισότητας και ελευθερίας, που όμως δεν καλλιεργείται μεταφυσικά, αλλά  θεμελιώνεται πολιτικά με υλικούς όρους σε μια βήμα-βήμα διαδικασία. Που ξέρεις, μπορεί και να οδηγήσει σε μια μεταμοντέρνα επανάσταση, την οποία θα χαρακτηρίσει έτσι ο ιστορικός του μέλλοντος. Ο μόνος που θα είναι σε θέση να γνωρίζει και να χαρακτηρίζει με κοινωνικοοικονομικά κριτήρια σημερινά συμβάντα, που έως τότε θα αποτελούν πραγματικά ιστορικά γεγονότα και όχι σημαίνοντα για απλή πολιτική εκμετάλλευση από λογής-λογής θαυματοποιούς.