Μια φορά κι έναν καιρό . . .

 Γράφει ο Ευθύλογος
. . .  υπήρχαν δυο γειτονικά κράτη .  Το ένα από αυτά λέγονταν Cleverland  και το άλλο Sillyland. Κανένας δεν ήξερε γιατί ονομάστηκαν έτσι και κάποτε που ρώτησαν έναν σοφό γέροντα, χαμογέλασε πονηρά και απάντησε:

«Μμμ! Έχει ο καιρός γυρίσματα».
Αυτό πάντως δεν εμπόδιζε τους κατοίκους της Cleverland να χαρακτηρίζουν (με κάποια δόση αυταρέσκειας) τους εαυτούς τους ως Clevermen.
 Εκείνη την εποχή το εμπόριο μεταξύ κρατών ήταν περιορισμένο γιατί τα ταξίδια ήταν δύσκολα αφού το οδικό δίκτυο ήταν σε........

υποτυπώδη κατάσταση. Γι αυτό το κάθε κράτος φρόντιζε να παράγει τα αγαθά και τις υπηρεσίες που χρειάζονταν, έτσι εκτός από τους κτηνοτρόφους και τους γεωργούς, είχε τους τεχνίτες, τους βιοτέχνες, τους γιατρούς, τους δασκάλους και γενικά όλους τους επαγγελματίες  που ήταν απαραίτητοι σε μια κοινωνία της εποχής εκείνης.
Χρήμα δεν κυκλοφορούσε πολύ, άλλωστε οι Θησαυροφύλακες του Ταμείου της κάθε χώρας φρόντιζαν ώστε να κυκλοφορεί τόσο χρήμα, όσο ήταν απαραίτητο για να διατηρούνται περίπου σταθερές οι τιμές. Δεν ήταν εύκολο αυτό αλλά με τα χρόνια απέκτησαν πείρα και το κατάφεραν.

Κανένα από τα δυο κράτη της ιστορίας μας δεν ήταν ιδιαίτερα πλούσιο πάντως κουτσά - στραβά όλοι τα έφερναν βόλτα. Άλλος κέρδιζε τα προς το ζην από την παραγωγή προϊόντων, άλλος από την τέχνη του, άλλος από τις υπηρεσίες που προσέφερε. Με τα χρήματα που κέρδιζαν από τη δουλειά τους αγόραζαν ότι τους χρειάζονταν ή όσα μπορούσαν από αυτά που χρειάζονταν. 
Για να βοηθήσουν τα πενιχρά οικονομικά τους, σχεδόν όλοι καλλιεργούσαν και κάποια είδη διατροφής στους αρκετά μεγάλους κήπους τους, ενώ από κανένα σπίτι δεν έλειπαν οι κότες και 2 – 3 προβατίνες ή κατσίκες. Έτσι εξασφάλιζαν τα γαλακτοκομικά τους αλλά και ένα σημαντικό μέρος από το κρέας που χρειάζονταν. Εκ των πραγμάτων η ζωή στα δυο κράτη ήταν λιτή, με τα σημερινά δεδομένα μάλιστα θα τη χαρακτηρίζαμε φτωχική. Ακόμη και η απουσία πολλών σκουπιδιών, οφείλονταν μάλλον στην ανάγκη για οικονομία παρά στην «οικολογική συνείδηση». Τα λίγα υπολείμματα των τροφών τα έδιναν στα ζώα τους, ενώ τα είδη από χαρτί, μέταλλα ή γυαλί τα επαναχρησιμοποιούσαν ή τα ανακύκλωναν με τις τότε σχετικά πρωτόγονες μεθόδους τους. Έτσι ελάχιστα πράγματα περίσσευαν για πέταγμα.  

Τα δυο κράτη δεν είχαν να χωρίσουν τίποτε και οι σχέσεις τους ήταν καλές έστω κι αν η επικοινωνία δεν ήταν συχνή.
Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι τη στιγμή που κάποιος Cleverman, σε μια από τις σπάνιες επισκέψεις του στη Sillyland πρόσεξε ότι αρκετά προϊόντα ήταν πιο φτηνά απ’ ότι στην Cleverland. Αγόρασε ότι του χρειάζονταν και γύρισε στο σπίτι του με το γάιδαρο φορτωμένο. Όταν τελείωσαν οι προμήθειες που είχε κάνει, ξαναπήγε στη Sillyland. Τούτη τη φορά μάλιστα δανείστηκε και το γάιδαρο του γείτονα για να αγοράσει περισσότερα πράγματα.  Γυρίζοντας στο σπίτι του βρήκε το γείτονα να τον περιμένει γιατί με τα ψώνια είχε καθυστερήσει χωρίς να το καταλάβει. Ο γείτονας τον ρώτησε που είχε πάει και αναγκάστηκε να του πει την αλήθεια. (Άλλωστε τα ψώνια φαίνονταν ότι δεν ήταν ντόπια).    

Συμφώνησαν την επόμενη φορά να πάνε μαζί. Δανείστηκαν κι άλλα δυο γαϊδούρια και ξεκίνησαν. Στο δρόμο σκέφτηκαν να πάρουν και κάμποσα πράγματα για να πουλήσουν στους συμπατριώτες τους. Έτσι και έγινε.
Η πρώτη επιχείρηση εισαγωγών στην Cleverland ήταν γεγονός! 
Δεν άργησαν να τους μιμηθούν κι άλλοι κι έτσι σε εκείνα τα δύσβατα μονοπάτια που ένωναν τα δυο κράτη, έβλεπες γαϊδούρια που πήγαιναν χωρίς φορτίο στη Sillyland και γύριζαν φορτωμένα στην Cleverland.
Άρχισαν να εισάγουν αλεύρι κι έτσι αρκετοί μύλοι έκλεισαν. Φυσικά σταμάτησαν και πολλοί γεωργοί να σπέρνουν σιτάρι. Το ίδιο έγινε και με τις υπόλοιπες καλλιέργειες.
Άρχισαν να εισάγουν τυροκομικά προϊόντα κι έτσι έκλεισαν πολλά τυροκομεία. Βέβαια περιορίστηκαν και οι κτηνοτρόφοι αφού δεν υπήρχαν τυροκόμοι να αγοράσουν το γάλα.
Οι περισσότεροι τώρα αγόραζαν ρούχα, παπούτσια και άλλα είδη «made in Sillyland» με αποτέλεσμα να κλείσουν αρκετές βιοτεχνίες που τα κατασκεύαζαν και να απολυθούν οι εργαζόμενοι.
♦ Σιγά – σιγά δημιουργήθηκε μια νέα ομάδα ανθρώπων που ονομάστηκαν «άνεργοι» αλλά βρέθηκε η λύση. Αφού δεν καλλιεργούσαν τα χωράφια τους, άρχισαν να τα πουλάνε. Όσο για τούς υπόλοιπους που είχαν ακόμη δουλειά, αυτοί ήταν πανευτυχείς. Είχαν τα πάντα στη χώρα τους και μάλιστα φτηνότερα από πριν. Κι εκεί που πριν τα έφερναν δύσκολα βόλτα, τώρα άρχισαν να τους περισσεύουν χρήματα. Μόνο που προσβλήθηκαν από ένα μικρόβιο που λέγονταν «απληστία» κι όσο περισσότερα τους περίσσευαν, τόσο περισσότερα ήθελαν. Δεν ήθελαν να ζήσουν αλλά να πλουτίσουν.  Δυο λέξεις άκουγες παντού: Χρήμα  και κέρδος.
Στο τάκα – τάκα  στήθηκαν κάποιες εταιρείες που τις ονόμασαν «ImportExport Ο.Ε.».
Πολλές από αυτές τις εταιρείες δεν είχαν αρχικό κεφάλαιο κίνησης αλλά λύθηκε κι αυτό το πρόβλημα. Μόλις «η αγορά» διαπίστωσε ότι υπήρχε πρόβλημα «ρευστότητας» μαζεύτηκαν όλοι όσοι τα είχαν κονομήσει και έστησαν μια «εταιρεία χρηματοδοτήσεων» που την ονόμασαν Cleverbank Α.Ε. Από αυτή δανείζονταν οι νέοι «αυτοδημιούργητοι» των Import – Export.
Σιγά – σιγά οι Import – Export μεγάλωσαν, (δηλαδή μόνον Import ήταν)  η Cleverland μεγάλωσε, οι πόλεις μεγάλωσαν κι έγιναν μεγαλουπόλεις, οι Ο.Ε. έγιναν Α.Ε. εκείνα τα δύσβατα μονοπάτια μεγάλωσαν κι έγιναν λεωφόροι, ενώ τεράστια καταστήματα διαφήμιζαν τα είδη της Sillyland. Βέβαια μεγάλωσαν και οι μικροτσακωμοί για τα σύνορα των χωραφιών  κι έγιναν οργανωμένα συμφέροντα που καταπατούσαν τεράστιες εκτάσεις και κατά συνέπεια μεγάλωσε και η  διαφθορά κι έτσι η απλή παραβατικότητα έγινε σκληρό έγκλημα, ενώ οι μικροαπατεώνες έγιναν αδίστακτοι δολοφόνοι.
Οι μόνοι που θα μπορούσαν κάτι να κάνουν ήταν οι άνθρωποι που κυβερνούσαν, αλλά τους περισσοτέρους τους βόλευε αυτή κατάσταση αφού το συνάφι τους βρίσκονταν πίσω από τις περισσότερες Α.Ε. Κι αν δεν ήταν οι ίδιοι, ήταν τα παιδιά τους, οι γαμπροί τους τα γυναικοξάδερφα, παλιοί φίλοι κλπ. 
 Όσοι επαγγελματίες δεν προσαρμόστηκαν στη νέα κατάσταση και δεν ακολούθησαν το πνεύμα των καιρών, αναγκάστηκαν να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους και να απολύσουν το προσωπικό τους.

♦ Προφανώς έμειναν πολλοί άνεργοι αλλά δεν τους ενοχλούσε και πολύ η ανεργία γιατί «λεφτά υπήρχαν» αφού είχαν ακόμη χωράφια για πούλημα. Κάποιοι μάλιστα που τα είχαν κοντά σε πόλεις τα κονόμησαν χοντρά  γιατί τα χωράφια τώρα γίνονταν οικόπεδα όπου χτίζονταν τεράστια πολυώροφα κτίρια και οι άνθρωποι δεν κάθονταν πλέον σε σπίτια με μεγάλο κήπο αλλά σε διαμερίσματα με μικρό μπαλκόνι. Έτσι αντί να καλλιεργούν τα κηπευτικά τους έβαζαν σε μια γλάστρα «καλλωπιστικά», ενώ οι κότες και πρόβατα αντικαταστάθηκαν από «pets».
Βέβαια κάθε τόσο οι ένοικοι μάλωναν  είτε για τα κοινόχρηστα  είτε για το θόρυβο  είτε για τη θέρμανση  είτε για τα σκουπίδια,  ενώ όσοι έμεναν στους κάτω ορόφους άναβαν το φως και την ημέρα, αφού τα διπλανά ψηλά κτίρια τους έκρυβαν ένα από τα πιο σημαντικά φυσικά αγαθά, τον ήλιο.  Αυτή την νέα κατάσταση την έλεγαν «εξέλιξη» και «τεχνικό πολιτισμό». Ίσως γιατί για κάποιους ήταν πραγματικά κάτι σαν «Χρυσός αιώνας». Οι εισαγωγείς π.χ. έβλεπαν τα κέρδη τους να πολλαπλασιάζονται,  οι εργολάβοι πουλούσαν διαμερίσματα «επί σχεδίου» και θησαύριζαν, το τσιμέντο σκέπασε τα πάντα, η οικοδομή έγινε η «ατμομηχανή της οικονομίας» και δημιουργήθηκαν «νέες θέσεις εργασίας» αφού οι πόλεις γέμισαν καφενεία που περνούσαν μέρες δόξας.
Η Cleverland άλλαξε όψη σε λίγα χρόνια. Όπου πριν υπήρχαν χωράφια, τώρα έγιναν μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα,  όπου έκλεινε μια βιοτεχνία άνοιγε ένα μπαράκι ή μια καφετέρια ή ένα ξενυχτάδικο που το έλεγαν «πολιτιστικό κέντρο». Παντού μεγάλες επιγραφές, παντού γεμάτα αυτού του είδους τα μαγαζιά όπου οι Clevermen, καλοντυμένοι με εισαγόμενα ρούχα και καλοταϊσμένοι με εισαγόμενες τροφές, έλυναν μεταξύ καφέ και ουίσκι (εισαγόμενα και τα δυο) όλα τα σοβαρά προβλήματα με πρώτο και σημαντικότερο την κακή πορεία της ποδοσφαιρικής τους ομάδας.

Όσο για τα παιδιά τους, ούτε σκέψη να ασχοληθούν με χειρωνακτικές δουλειές.
Από άνθρωποι της εργατιάς και του μόχθου που ήταν οι παππούδες τους, οι νεότεροι έγιναν άνθρωποι της λούφας και της καφετέριας. Για να δικαιολογήσουν μάλιστα την αποστροφή τους προς την χειρωνακτική εργασία, υποκρίνονταν ότι «σπουδάζουν». Κι έτσι εμφανίστηκαν και άλλα είδη ανθρώπων όπως οι άνθρωποι «του πνεύματος και της τέχνης», οι άνθρωποι – yuppies κλπ.
Ιδιωτικά εκπαιδευτικά κέντρα της πλάκας αλλά και άχρηστες δημόσιες «ανώτατες» σχολές φύτρωναν παντού, ενώ το πτυχίο από πιστοποιητικό γνώσης έγινε «κοινωνικό δικαίωμα» και το διεκδικούσαν οι πάντες. Την ίδια στιγμή έκλειναν οι τεχνικές σχολές, οι αγροτικές σχολές και τα ναυτικά γυμνάσια, ενώ υποβαθμίζονταν τα Γεωπονικά Πανεπιστήμια.
Οι φοιτητές ζούσαν ζωή χαρισάμενη αφού είχαν ανατρέψει το νόημα του 24ώρου κι έτσι, την ημέρα κοιμόνταν αντί να πάνε στο πανεπιστήμιο, ενώ το βράδυ ξενυχτούσαν διασκεδάζοντας, οι καθηγητές πληρώνονταν χωρίς να κάνουν μάθημα, οι μανάδες καμάρωναν το παιδί που σπουδάζει, κι αν καμιά φορά κάποιος λογικός πατέρας (σπάνιο είδος) δυσανασχετούσε, τον κατακεραύνωνε η μάννα λέγοντας:

«Σε ποιον αιώνα είσαι καημένε! Δεν ξέρεις πως ζει σήμερα η νεολαία!»     

Βέβαια τα χωράφια κάποτε πουλήθηκαν, τα χρήματα τέλειωσαν, αλλά οι Clevermen βρήκαν τη λύση. Δάνεια!!  Άλλο που δεν ήθελε η Cleverbank. Δημιούργησαν νέα «τραπεζικά προϊόντα» και η καλή ζωή συνεχίζονταν.  Κι αν τυχόν κάποιος ψιθύριζε ότι αυτή κατάσταση οδηγεί στην καταστροφή, τον θεωρούσαν ανόητο, τον λοιδορούσαν και τον έβριζαν.
Ένας δυο πολιτικοί που τόλμησαν να πάνε κόντρα στο ρεύμα, δεν μακροημέρευσαν.
Πολίτες και πολιτικοί τακίμιασαν τόσο καλά που οι πολίτες ψήφιζαν κλέφτες πολιτικούς και ανέχονταν τις λαθροχειρίες τους, και οι πολιτικοί ανέχονταν τις κομπίνες των πολιτών τις παρανομίες των επιχειρήσεων την φοροδιαφυγή των μεγάλων εταιρειών όπως οι Import – Export αλλά και των μικροεπαγγελματιών αφού «κι αυτοί έχουν ψήφο». Τα πάντα δικαιολογούνταν με την λογική του χρήματος, του κέρδους και του «έτσι κάνουν όλοι». Μέχρι και τους δρόμους τους στένεψαν γιατί έπρεπε να μεγαλώσουν τα οικόπεδα για να γίνουν περισσότερα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα ώστε να πλουτίσουν οι άνθρωποι όχι ως εργαζόμενοι αλλά ως εισοδηματίες. Ένα νέο οικονομικό σύστημα που ονομάστηκε «καπιταλισμός της αντιπαροχής» κυριάρχησε παντού και δημιούργησε μια ψεύτικη ευημερία .


♦ Επισκέπτες κάθε είδους από όλον τον κόσμο άρχισαν να έρχονται την Cleverland για να απολαύσουν τις ομολογουμένως θαυμάσιες ακρογιαλιές της αλλά και για να μάθουν πως γίνεται να ευημερεί μια χώρα στην οποία δουλεύουν μόνον «οι κουτοί και τα ρολόγια». Και ως γνωστόν στην Cleverland δεν υπήρχαν κουτοί.

Ήταν τότε που κάποιος επινόησε και τη μαγική λέξη: Τουρισμός!!! 
Εδώ είναι το μέλλον! αναφώνησαν περιχαρείς οι πάντες, πολιτικοί και πολίτες. Ειδικά στο στόμα των πολιτικών η λέξη αυτή κόλλησε σαν καραμέλα. Βρήκαν μάλιστα και καινούριες λέξεις και φράσεις όπως «αγροτουρισμός», «συνεδριακός τουρισμός», «θρησκευτικός τουρισμός», «ιαματικός τουρισμός» «χειμερινός τουρισμός» κλπ.
Από βουλευτές, δημάρχους, νομάρχες, υπουργούς κλπ. δεν άκουγες τίποτε άλλο εκτός από σχέδια επί χάρτου για «τουριστική ανάπτυξη».
Θα πάρουμε μεγάλα δάνεια, θα χτίσουμε μεγάλα ξενοδοχεία κι ύστερα τέρμα!
Ο τουρίστας θα κοιμάται στο ξενοδοχείο κι εσύ θα κάάάάθεσαι και θα εισπράττεις! Αυτές είναι μπίζνες!  Τι δουλειά και τι παραγωγή μου λες εμένα! Αυτά είναι για τη Sillyland. Εδώ είναι το χρήμα. Δεν θα αφήσουμε παραλία για παραλία άχτιστη. Δεν θα αφήσουμε ρέμα να μη το μπαζώσουμε. Ξέρεις ρε τι είναι να σε πληρώνει ο άλλος ακόμη και στον ύπνο του!
Και το κυριότερο! Δεν θα χρειαστεί να αναφέρουμε ποτέ κακές κουβέντες όπως «χειρωνακτική δουλειά», «πρωτογενής τομέας», «αγροτική παραγωγή», «μεταποίηση».


♦ Κάπου εκεί όμως ήταν που τέλειωναν τα λεφτά που μπορούσε να διαθέσει η Cleverbank. Έγιναν συσκέψεις των μετόχων, ζήτησαν και τη βοήθεια των πολιτικών, έστυψαν όλοι μαζί  το μυαλό τους και ξαναβρήκαν τη λύση.

Δάνειο από τη Sillyland !!!
Ανέπτυξαν στους ανθρώπους της Sillyland τα μεγαλεπήβολα σχέδιά τους, κι εκείνοι αποφάσισαν να τους δανείσουν.  Όχι πως πείστηκαν απόλυτα για την επιτυχία των σχεδίων – ούτε και καταλάβαιναν πολλά από τέτοιες μπίζνες - αλλά δεν είχαν και τίποτε να χάσουν. Οι όροι σύναψης του δανείου τους εξασφάλιζαν πλήρως. Κι έπειτα πίστευαν πως είχαν να κάνουν με έξυπνους ανθρώπους.  «Δεν μπορεί, θα τη μελέτησαν πολύ την κατάσταση πριν ζητήσουν δάνειο», σκέφτηκαν.
Πήρε πάλι μπροστά η «ατμομηχανή της οικονομίας» που είχε κωλώσει για λίγο κι όσοι τσοπαναραίοι δεν είχαν πουλήσει τα παραθαλάσσια χωράφια τους πήραν δάνεια και ξαφνικά έγιναν ξενοδόχοι! Βέβαια από τη γκλίτσα μέχρι τη reception είναι μακρύς ο δρόμος αλλά στην Cleverland τον έκαναν με ένα βήμα. Άλλωστε εκείνο που είχε σημασία ήταν να ζήσουν καλά. Και δεν ζεις καλά όταν  ιδρώνεις σκάβοντας τη γη. Καλά ζεις όταν πουλάς και «εκμεταλλεύεσαι» τη γη.  Έτσι στις δυο κυρίαρχες λέξεις χρήμα και κέρδος, προστέθηκε και μια τρίτη λέξη, η εκμετάλλευση.  «Γη για εκμετάλλευση», «ακίνητο για εκμετάλλευση», «άνθρωποι για εκμετάλλευση», μέχρι και «ιδέες για εκμετάλλευση» εμφανίστηκαν και προωθήθηκαν με τις ευλογίες της παντοδύναμης θεάς αγοράς.  
Το πόσο όμως είχαν μελετήσει την κατάσταση οι σοφοί της Cleverland, φάνηκε μετά από λίγα χρόνια που οι τουριστικές επενδύσεις δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα γιατί άλλα κράτη που δεν λειτουργούσαν με τη νοοτροπία της «εκμετάλλευσης» προσέφεραν καλλίτερες και φτηνότερες τουριστικές υπηρεσίες.
Τότε πήγαν πάλι στη Sillyland να ξαναζητήσουν δάνειο αλλά το πράγμα δυσκόλεψε.  

Μέχρις εδώ!  Τους είπαν οι εκπρόσωποι της Sillyland. Είμαστε γείτονες, είμαστε φίλοι, σας αγαπάμε αλλά πρώτα θα μας επιστρέψετε αυτά που μας χρωστάτε και μετά θα σας δώσουμε νέο δάνειο.
Γύρισαν με κατεβασμένα κεφάλια στην Cleverland οι απεσταλμένοι. Τι να πουν στους πολίτες; Τώρα δεν υπήρχαν ούτε γεωργοί για να καλλιεργήσουν όση γη απέμεινε, ούτε αγρότες για να αναπτύξουν την κτηνοτροφία, ούτε βιοτεχνίες για να φτιάξουν ντόπια προϊόντα, ούτε χρήματα για εισαγωγές. Και ήταν και χρεωμένοι από πάνω.
Και δεν έφταναν αυτά, υπήρχαν και δυο προβλήματα ακόμη πιο δύσκολα:  
Α) Πως μαθαίνεις τους πολιτικούς ότι δουλειά τους είναι να κυβερνάνε κι όχι να κλέβουν και να κάνουν ρουσφέτια; Β) Πως μετατρέπεις τους ανθρώπους του γραφείου, της καφετέριας και της κατανάλωσης, σε ανθρώπους της δουλειάς, του μόχθου και της παραγωγής;
Οι λύσεις και για τα δυο ήταν αναγκαίες αλλά ήταν οδυνηρότατες. Γι αυτό τις απέφευγαν και προτιμούσαν να μιλάνε γενικά και αόριστα για «εξεταστικές επιτροπές» για «ανάπτυξη», για «επενδύσεις», για «διαρθρωτικά προβλήματα» για «εξορθολογισμούς» για spread για PSI, για «καινοτομίες» με πρώτους και καλλίτερους κάποιους μεγαλόσχημους «ειδικούς» που νόμιζαν ότι μέσα από το άνετο  γραφείο τους θα λύσουν με μολύβι και χαρτί τα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετώπιζαν πλέον οι «πρώην ξύπνοι»  Clevermen.


<•><•><•><•><•><•> <•><•><•><•><•><•> <•><•><•><•><•><•>

Ευθύλογος
vacon28@gmail.com