Η Air France ζήτησε από τους επιβάτες... δανεικά για να βάλει καύσιμα!

Το πλήρωμα αεροσκάφους της Air France, που πετούσε με προορισμό τη Βηρυττό την Τετάρτη, αλλά κατέληξε στη Δαμασκό, ζήτησε δανεικά από τους... επιβάτες για τον ανεφοδιασμό του αεροσκάφους, καθώς οι συριακές αρχές αρνούνταν να δεχθούν πληρωμή με πιστωτική κάρτα...


Οπως ανακοίνωσε την Πέμπτη ο γαλλικός αερομεταφορέας, τελικά δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει τα λεφτά των επιβατών για τον ανεφοδιασμό του αεροσκάφους, καθώς βρέθηκε άλλου είδους διακανονισμός.

Το αεροσκάφος με τελικό προορισμό τη Βηρυττό, το βράδυ της Τετάρτης αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία καθώς δεν μπορούσαν να προσγειωθεί στην πρωτεύουσα του Λιβάνου λόγω επεισοδίων.

Ετσι κατευθύνθηκε προς το Αμάν. Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι τα καύσιμα δεν επαρκούν και έπρεπε, αναγκαστικά να προσγειωθεί στη Δαμασκό.

Κατά την προσγείωσή του στη συριακή πρωτεύουσα το πλήρωμα ενημερώθηκε πως δεν γίνονται δεκτές πληρωμές με πιστωτική κάρτα, αλλά μόνο με μετρητά

«Προληπτικά και εν αναμονή εξελίξεων, το πλήρωμα ρώτησε πόσα χρήματα είχαν σε μετρητά μαζί τους οι επιβάτες, προκειμένου να πληρώσουν τα καύσιμα», τόνισε η εκπρόσωπος της Air France την Πέμπτη.

Τελικά, η εταιρεία κατόρθωσε να πληρώσει τον λογαριασμό χωρίς να «δανειστεί» χρήματα από τους επιβάτες. Ωστόσο η εταιρεία αρνήθηκε να αποκαλύψει τόσο τον τρόπο πληρωμής, όσο και το ύψος του απαιτούμενου για τον ανεφοδιασμό ποσού.

Το αεροσκάφος, που είχε αναχωρήσει από το Παρίσι, απογειώθηκε δύο ώρες μετά την προσγείωσή του στη Δαμασκό για να διανυκτερεύσει στην Κύπρο, ενώ η «Οδύσσεια» έλαβε τέλος το απόγευμα της Πέμπτης, όταν κατάφεραν, επιτέλους, να φθάσουν στη Βηρυττό.

Η Air France έχει σταματήσει τις πτήσεις της προς τη Δαμασκό από τον Μάρτιο, λόγω της κλιμάκωσης των συγκρούσεων στη χώρα και λόγω της επιδείνωσης των διμερών σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών.

«Λόγω των κακών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες και της κατάστασης στη Συρία, οι επιβάτες ήσαν πραγματικά τρομοκρατημένοι για την προσγείωσή τους εκεί», τόνισε ένας συγγενής επιβάτη στο πρακτορείο Reuters, ο οποίος ζήτησε να μην κατονομασθεί.