Η υπαρξιακή κρίση της Κεντροαριστεράς

 Γράφει η  Αντιγόνη Ζυμπερδίκα

Ειπώθηκε από πολλούς ότι οι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις σηματοδοτούν την αρχή του τέλους για το πολιτικό σκηνικό, έτσι όπως είχε διαμορφωθεί από τη Μεταπολίτευση και μετά. Συμφωνώ. Στην πραγματικότητα, όλοι οι κομματικοί σχηματισμοί που ήταν για χρόνια κοινοβουλευτικοί, βγήκαν λίγο πολύ χαμένοι, έστω κι αν..........
κατά τα φαινόμενα υπάρχουν νικητές.
Η ΝΔ έχασε πολλούς από τους ψηφοφόρους της, δεν κατάφερε να μιλήσει στην πλατιά μάζα του εκλογικού σώματος, ούτε να κυβερνήσει αυτοδύναμη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έπεισε ότι μπορεί να κυβερνήσει.
Το ΚΚΕ μείωσε δραματικά τα ποσοστά του, την ώρα που η Αριστερά βρίσκεται σε ανοδική τροχιά. Επειδή, όμως, η πρώτη είναι πρώτο κόμμα και κυβέρνηση, ο δεύτερος τριπλασίασε τα ποσοστά του και έγινε αξιωματική αντιπολίτευση και το τρίτο παραμένει στη Βουλή, παίρνουν παράταση ζωής.
Σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ που δε σημείωσε ούτε μία επιμέρους νίκη και άρχισε να πρωταγωνιστεί στο «Βλέπω το θάνατό σου».
Η πρώτη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ την προηγούμενη εβδομάδα σηματοδότησε, δια στόματος του ίδιου του προέδρου του, αυτό που ήδη ξέραμε αλλά δεν είχε αρθρωθεί καθαρά. «Το ΠΑΣΟΚ, όπως το ξέραμε, τελείωσε» είπε ο κ. Βενιζέλος απευθυνόμενος στους βουλευτές του. Η Εθνική Συνδιάσκεψη ήρθε για να ανοίξει το διάλογο για την ανασύσταση, η οποία θα πραγματοποιηθεί (;) το φθινόπωρο σε Συντακτικό Συνέδριο.
Το ΠΑΣΟΚ πέθανε, λένε πολλοί. Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι: Ποιο απ’ όλα, όμως; Το ΠΑΣΟΚ των Μνημονίων και της διακυβέρνησης 2009-2011; Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα; Ή του εκσυγχρονιστικού Σημίτη; Της Μελίνας και του Γεννηματά; Του Μαντέλη και του Τσοχατζόπουλου; Ή της Μπιρμπίλη και του Γερουλάνου; Ποιο απ’ όλα τα ΠΑΣΟΚ;
Η πορεία του στο χρόνο, πολλές φορές, παρουσίασε στοιχεία μετάλλαξης και όχι φυσιολογικής εξέλιξης. Το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’80 και του «Τσοβόλα, δώστα όλα» δεν είχε καμία απολύτως σχέση με τη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική της εποχής Σημίτη, πόσο μάλλον με τις νεοφιλελεύθερες μνημονιακές πολιτικές της κυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου. Το ΠΑΣΟΚ της θεμελίωσης του κοινωνικού κράτους με τη θέσπιση του ΕΣΥ, την καθιέρωση της πενθήμερης εργασίας, την αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου με το ΠΑΣΟΚ της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων, της κατάρρευσης της δημόσιας Υγείας και των δυσβάσταχτων φόρων στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα μοιάζουν να είναι δύο ξένοι, ούτε καν μακρινοί συγγενείς.
Η υπαρξιακή του κρίση είναι βαθιά και έχει τις ρίζες της πίσω στο χρόνο. Δεν είναι απόρροια της τελευταίας διετίας. Απλά τα στελέχη του και οι οπαδοί του δεν την είχαν κοιτάξει ποτέ κατάματα, γιατί μέχρι χθες ανήκαν στους νικητές.
Ακριβώς επειδή το ΠΑΣΟΚ ήταν το πρώτο ή το εν δυνάμει πρώτο κόμμα δεν είχε τη διάθεση ή και τον προβληματισμό να φιλοσοφήσει και να φιλοσοφηθεί. Ακόμα και ο χρόνος παραμονής στην αντιπολίτευση έπαιρνε τη μορφή χρόνου αναμονής για την επάνοδο στην εξουσία. Ουδέποτε υπήρξε χρόνος αφιερωμένος σε ουσιαστική εσωτερική ενδοσκόπηση και υγιή εξέλιξη της πολιτικής σκέψης μέσω δημιουργικού διαλόγου και καθαρών ζυμώσεων.
Πίστευαν -όπως και κάθε κόμμα εξουσίας- ότι το φάρμακο για κάθε πολιτική ήττα ήταν οι εσωκομματικές εκλογές, η αλλαγή προέδρου και ηγετικής ομάδας. Η αναστροφή του κλίματος που θα οδηγήσει και πάλι στην εξουσία. Αυτό όμως είναι μόνο η επιφάνεια, συμβαίνει ο κήπος να είναι πάντα στο βάθος.
Κάπως έτσι, χάθηκαν στο δρόμο και, ακριβώς επειδή χάθηκαν, μοιάζουν να τα έχουν τώρα χαμένα. Βρίσκονται υπό την επήρεια του vertigo της απότομης πτώσης, αλλά είναι βέβαιο ότι θα ήταν σε θέση να το διαχειριστούν καλύτερα αν στην πορεία του χρόνου δεν είχαν χάσει την ταυτότητά τους. Δυστυχώς, αυτό που ενδιέφερε κυρίως ήταν να κερδίζουν, ανεξαρτήτως προπονητή ή επιλογής τακτικών αγωνιστικής δράσης.
Τώρα είναι η στιγμή όχι μόνο της αυτοκριτικής αλλά και της αυτοψυχανάλυσης. Η ώρα να απαντηθούν τα θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα. Ποιος είμαι; Τι πιστεύω; Πού πάω; Του επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας και των πολιτικών θέσεων. Και οπωσδήποτε της απαλλαγής από κάθε λογής σύνδρομα που κουβαλάει.
Ξεκινώντας από το πιο πρόσφατο που είναι το «Σύνδρομο ΣΥΡΙΖΑ». Είναι αφελές, για να μην πω αστείο, να πιστεύουν ότι πηγή όλων των δεινών είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Αν μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων τους μετακινήθηκε προς τα εκεί, είναι γιατί οι ίδιοι με τις πολιτικές και τις επιλογές τους το απομάκρυναν από κοντά τους. Το δεύτερο είναι το «Σύνδρομο του Κυβερνητισμού». Τα ηγετικά του στελέχη έδειξαν απρόθυμα, αν και ένοικοι χαμηλών ορόφων πια, να απαρνηθούν τους υπουργικούς θώκους των ρετιρέ. Ακόμα και η μικρή αίθουσα 223 του Κοινοβουλίου -αντί αυτής της Γερουσίας- για τις συνεδριάσεις της κοινοβουλευτικής τους ομάδας, τους κάνει να νιώθουν άβολα. Ψυχολογικά είναι τα σύνδρομα και πρέπει να τα λύσουν μαζί με τα υπαρξιακά τους.
Όσο για το αν μπορεί ο νυν πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να ηγηθεί αυτής της προσπάθειας, δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω. Το να ανήκει ο πρόεδρος στη γενιά των τριαντάρηδων, όπως διατυπώθηκε από στελέχη, είναι ενδεχομένως αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη. Παρότι βρίσκομαι ηλικιακά στο κατώφλι των 30, γνωρίζω πολλούς συνομηλίκους μου που τα μυαλά τους και οι απόψεις προσιδιάζουν αυτές των πενηντάρηδων. Δεν έχει τόση σημασία ότι ο κ. Βενιζέλος «δεν είναι τζόβενος» όπως δήλωσε πρόσφατα ο κ. Πάγκαλος, αλλά ότι κουβαλάει στις πλάτες του πολύ από το παλιό κακό ΠΑΣΟΚ. Το πρόβλημα δηλαδή δεν είναι καθαρά ηλικιακό αλλά βιωματικό. Όλοι όσοι συμμετείχαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε κυβερνήσεις, είτε φέρουν αμαρτίες του παρελθόντος είτε έκαναν τα στραβά μάτια σε αμαρτωλούς συντρόφους.
Τέλος, το τελευταίο που θα έπρεπε να τους απασχολεί είναι ένα face lift. Έγινε λόγος για ενδεχόμενη αλλαγή του ονόματος ή του συμβόλου, κινήσεις που εν τέλει δεν υιοθετήθηκαν. Αντ’ αυτών ανέβηκε ένα site υπό το όνομα anasystasipasok.gr και τυπώθηκαν νέα μπλουζάκια. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τίποτα απ’ όλα αυτά δεν πρόκειται να έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα, αν προηγουμένως δεν έχουν απαντηθεί τα παραπάνω.
Το γεγονός, όμως, ότι ο διάλογος για τη σωτηρία ενός βαριά ασθενούς, που η καρδιά του υποστηρίζεται μηχανικά, ξεκίνησε μιλώντας για face lift, δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας. Φαίνεται να είναι πάρα, μα πάρα, πολύ δύσκολο να τα καταφέρει. Γιατί επί της ουσίας ο επιδιωκόμενος στόχος δεν είναι απλά μια ανασύσταση, αλλά μία αναγέννηση ή -κατά τους πλέον απαισιόδοξους- νεκρανάσταση.
Απομένει, λοιπόν, να αποδειχθεί στην πράξη αν είναι «Πολύ σκληρό για να πεθάνει». Κατά τη γνώμη μου, αν δε μπορέσει πρωτίστως να αφουγκραστεί και στη συνέχεια να μιλήσει με την κοινωνία, ο θάνατος θα επέλθει και τυπικά. Χωρίς να είναι κατά ανάγκη κακό ούτε για το πολιτικό σκηνικό, ούτε για το κοινωνικό σύνολο. Θα βρεθεί κάτι νέο να πάρει τη θέση του και να εκφράσει το κενό που θα αφήσει. Κάπως έτσι άλλωστε δε γεννήθηκε και ανδρώθηκε το ίδιο το ΠΑΣΟΚ; Ο κύριος εκφραστής του μεσαίου χώρου μέχρι την ίδρυσή του, η Ένωση Κέντρου, παρήκμασε και μεταπολιτευτικά εγεννήθει το ΠΑΣΟΚ.
Και για να ολοκληρώσω όπως ξεκίνησα, αν και τα υπόλοιπα παλιά κοινοβουλευτικά κόμματα (η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ) δεν κοιτάξουν βαθιά μέσα τους, προβλέπω ότι σε ορίζοντα πενταετίας θα γράφονται παρόμοια κείμενα και γι’ αυτούς. Το ΠΑΣΟΚ θα είναι μόλις το πρώτο θύμα του ξηλώματος του σκηνικού της μεταπολίτευσης. Προσωπική μου αίσθηση είναι ότι το πραγματικά νέο, που θα εκφράσει μία καινούρια εποχή στην πολιτική ζωή του τόπου, δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Εν αναμονή.