Η διαπλοκή παίζει μόνη της …

Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου


Αν νομίζετε ότι η διαπλοκή, ως δίκτυο που συντηρεί, αναπτύσσει και διασφαλίζει τα συμφέροντα μιας μεταπρατικής τυχοδιωκτικής ελίτ της Ελλάδας, έχει ουσιαστικό πολιτικό αντίπαλο στην Ελλάδα, πλανάστε πλάνην οικτράν! Ο μοναδικός τους «αντίπαλος», με την έννοια αυτού που ταράσσει την «εσωτερική τάξη» των διαπλεκομένων, είναι ο ίδιος τους ο εαυτός: η διαχειριστική δομή κυριαρχίας, που με αντιφάσεις, εσωτερικές συγκρούσεις και οικογενειακά δράματα κατέληξε στην ολοκλήρωση της μεταπολίτευσης μετά το 1990. Ασφαλώς, η διαπλοκή έχει κοινωνικό αντίπαλο έναν ολόκληρο λαό, ή εν πάση περιπτώσει όλους εκείνους που «δεν τα τρώγανε μαζί», χαριεντιζόμενοι μάλιστα αναμεταξύ τους, τα τελευταία 30 περίπου χρόνια!

Όμως παρόλα αυτά, παρά την αντιδραστική πολιτικά φυσιογνωμία της και την αντιλαϊκή φύση της, η διαπλοκή ........

παίζει μόνη της πολιτικά στη χώρα: σκιαμαχεί, κάνει θεαματικές τρίπλες ή τακουνάκια σε φανταστικούς αντιπάλους, τους οποίους κατασκευάζει η διαλεκτική του οικονομισμού και εκείνη του νεοφιλελεύθερου δήθεν «ευρωπαϊσμού»… και στο τέλος βάζει και κάποιο εντυπωσιακό αυτογκόλ, που κόβει την ανάσα των τηλεθεατών. Κατόπιν προσφέρει ως λύτρωση στο κοινό μια ψηλοκρεμαστή σέντρα στην περιοχή του εικονικού αντιπάλου (σήμερα πχ. Μέρκελ, συνδικαλιστές, άπληστες αγορές), που δημιουργεί την εντύπωση βέβαιου σκοραρίσματος. Το κοινό διεγείρεται, όταν διαβάζει «Στο Βήμα»: «Η ελληνική κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός κ. Λ. Παπαδήμος που πασχίζει σε αυτό το περιβάλλον να ταιριάξει τα αταίριαστα χωρίς να έχει καμία εγγύηση ότι η δανειακή σύμβαση θα εκτελεσθεί και η ρύθμιση των χρεών με τη συμμετοχή των ιδιωτών θα επιβεβαιωθεί, οφείλουν να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου, να μεταδώσουν την έκδηλη ελληνική ανησυχία για τις εξελίξεις στην Ευρώπη και να καλέσουν τους ηγέτες των άλλων χωρών, που έως τώρα έκαναν ότι είναι δυνατόν να μας απομονώσουν ως λεπρούς, να πράξουν τα δέοντα το ταχύτερο»…Αλλά η άτιμη, η μπάλα δεν βρίσκει δίχτυα! Η μπάλα, όχι ο παίκτης ή οι παίχτες. Ο παίχτης έστω και υπό στενό εικονικό μαρκάρισμα, έκανε το καθήκον του, σούταρε προς την σωστή κατεύθυνση, αλλά η άτιμη μπάλα δεν του έκανε το χατίρι! Έτσι είναι η μπάλα, όταν κλωτσιέται σε ένα γήπεδο, όπου «η γηραιά ήπειρος απειλείται με καταστροφή - Χώρες και Τράπεζες κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς χρηματοδότηση - Μόνη λύση η κοπή χρήματος, η έκδοση ευρωομολόγου και η δημιουργία κοινού υπουργείου Οικονομικών», όπως αποφαίνεται «Το Βήμα», δίχως να γνωρίζει ασφαλώς τι παθαίνουν τα αγαθά και οι αγαθοί πολίτες σε μια τέτοια ευρωπερίπτωση κατά την οποία μάλιστα βιώνουμε επιθετική εσωτερική υποτίμηση! Και τα μνημόνια, οι μηχανισμοί, οι τεμπέληδες, διεφθαρμένοι ‘Έλληνες τι θα απογίνουν; Είναι δυνατόν μετά από πέντε θριαμβευτικές αναμετρήσεις και καταιγισμό από γκολ του προηγούμενου ήρωα των διαπλεκομένων, να ψάχνουμε πάλι απεγνωσμένα τα δίχτυα, έχοντας βεβαρημένο παθητικό;     

Αυτή η ποδοσφαιροποιημένη εκδοχή του πολιτικού φαινομένου, που αναπαρίσταται ζωηρά κυρίως μέσω των «τηλεπολιτικών», εστιάζει στον παράγοντα της πολιτικής πρακτικής και όχι στη διακυβέρνηση που την παράγει ως διαδικασία και αποτέλεσμα. Μόνη η αριστερά προσπαθεί να δείξει ότι η διακυβερνητική δομή και όχι ο παράγοντας, είναι αυτή που καθορίζει το πολιτικό παιχνίδι, αλλά δυστυχώς την πεποίθηση αυτή την αγνοεί όταν είναι να στήσει δικό της παιχνίδι!

Αυτό είναι το δράμα της πολιτικής σήμερα. Εστιάζουμε στον παράγοντα (παίχτη), αγνοώντας την διακυβέρνηση που τον καθιστά παράγοντα. Και όταν δεν το αγνοούμε το παραγνωρίζουμε και το μυθοποιούμε στο πλαίσιο μιας περίεργης προσέγγισης, κατά την οποία η διακυβέρνηση δεν παίζει ρόλο, αλλά αποκλειστικά η λαϊκή πάλη για τον σοσιαλισμό. Έτσι, η λαϊκή πάλη από δυνητικό διακυβερνητικό μέσο μετατρέπεται εικονικά σε παράγοντας σοσιαλιστικού μετασχηματισμού και πλέον την αντιμετωπίζουμε και αυτήν ως παίχτη στο γενικό σύστημα ηγεμονίας.

Αν θέλουμε να καταλάβουμε πώς αλλάζει ή πώς θα μπορούσε να μεταβληθεί ο κόσμος, θα πρέπει να πάψουμε να αντιμετωπίζουμε διαστροφικά την σχέση διακυβέρνησης-παράγοντα. Η πολιτική ισχύς έχει δυο διακριτές μορφές: παράγοντας και διακυβέρνηση. Όταν θέλεις να προκαλέσεις σύγχυση, ή αν απλά είσαι προϊόν πολιτικής σύγχυσης, τοποθετείς το ένα στη θέση του άλλου και τελικά…πετάς την μπάλα στην εξέδρα!  

Η πολιτική ισχύς παράγει κοινωνικό αποτέλεσμα στα κράτη, μόνον στο βαθμό που αυτή αρθρώνεται ως διακυβέρνηση. Σε διαφορετική περίπτωση η πολιτική ισχύς αποτελεί απλώς στοιχείο διαπραγμάτευσης για τη θέση και το ρόλο του φορέα της εντός ενός συστήματος διακυβέρνησης, το οποίο ορίζει μια συγκεκριμένη μορφή ηγεμονισμού. Ας το πω σχηματικά: δεν υπάρχει παράγοντας κοινωνικής αλλαγής, αλλά διακυβέρνηση αλλαγής (μετασχηματισμού), με την γενικότερη έννοιά της. 

Διακυβέρνηση, ασφαλώς, δεν είναι η κυβέρνηση με την στενή ή ευρεία θεσμική της έκφραση. Διακυβέρνηση είναι το σύστημα σύλληψης, απόφασης, παραγωγής, άρθρωσης, διοίκησης και νομιμοποίησης πολιτικών πρακτικών. Κρίσιμο τμήμα του συστήματος αυτού είναι η κυβέρνηση. Η διακυβέρνηση στην Ελλάδα, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο διακυβερνητικό πλαίσιο: το συνολικό μοντέλο θεσμικής άρθρωσης της  λήψης, ελέγχου, κύρωσης αποφάσεων στην ΕΕ. Ασφαλώς, λοιπόν τα δύο διακυβερνητικά συστήματα, το κρατικό-ελληνικό και το υπερκρατικό-ΕΕ αλληλοεξαρτώνται, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η διαπλοκή δεν κάνει μόνη της παιχνίδι στο εσωτερικό της χώρας μας.

Ακόμη και σήμερα όπου η τρόικα ασκεί σε αποφασιστικό βαθμό διακυβέρνηση στην Ελλάδα, παρά την ύπαρξη κυβέρνησης συνεργασίας που συγκεντρώνει την αναμφισβήτητη υποστήριξη της βουλής, η διαπλοκή με τα ΜΜΕ που διαθέτει, τις τράπεζες, κρίσιμες για την οικονομία, την διοίκηση και την κοινωνία επιχειρήσεις και επιρροή στους θεσμούς κύρους και δύναμης της Κοινωνίας των Πολιτών, συνεχίζει να ελέγχει την διακυβέρνηση της χώρας. Είναι αυτή που στρώνει την μπάλα και στήνει τον αγώνα με διαιτητή συνήθως τον εαυτό της ή κάποιον παράγοντα από το εξωτερικό, όπως τους βολεύει συγκυριακά. 

Αυτοί (οι διαπλεκόμενοι) είναι ικανοί να οδηγήσουν την χώρα και το λαό σε μεγάλη περιπέτεια, συγκρουόμενοι εικονικά ή ακόμη και ουσιαστικά με την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, την οποία φροντίζουν να παρουσιάζουν πάντοτε παραγοντικά, εάν αισθανθούν ότι απειλείται ο πολιτικός τους ρόλος στην ελληνική κοινωνία. Το χαριτωμένο είναι ότι σε ένα τέτοιο εγχείρημα θα έχουν και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μαζί τους. Αντί να επαναστατήσει ο λαός, θα «επαναστατήσει» η διαπλοκή! Έτοιμοι είναι να στήσουν νέο επικοινωνιακό πανηγύρι, μια και η ανάσα της  ευρωπαϊκή διακυβέρνησης ζεσταίνει ήδη τον σβέρκο τους (:λειτουργία τραπεζικού συστήματος, αδιαφανείς δοσοληψίες μεγαλοεπιχειρηματιών με κρατικούς φορείς κλπ.). Στο τέλος η διαπλοκή μπορεί και να εκφράσει το «αίτημα του λαού»!! Να υιοθετήσει απόψεις αριστερές, να παπαγαλίσει ακόμη και τη γλώσσα κάποιων σαν την αφεντιά μου! Όλα μπορεί να τα κάνει η διαπλοκή, καθώς δεν πιστεύει σε τίποτε, εκτός από την ανάγκη ενωμένοι οι ηγέτες και τα στελέχη που αποτελούν τους κόμβους του δικτύου της, να συνεχίσουν να ελέγχουν δημόσια και ιδιωτική σφαίρα στην κρίσιμη αυτή φάση μετασχηματισμού του καθεστώτος. Τούτο είναι ζωτικό για αυτούς αν η χώρα οδηγηθεί σε εξορία, μετά την απομόνωση της από την Ευρωζώνη.  

Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένα απολύτως διακυβερνητικό μοντέλο στη χώρα που να διεκδικεί με κύρος και αξιώσεις, εκτός από την επόμενη κυβέρνηση και τον ορισμό του θεσμικού και οικονομικού μετασχηματισμού της Ελλάδας. Όσο η λαϊκή πάλη δεν μετατρέπεται σε πρόταση και στρατηγική διακυβέρνησης, αλλά παραμένει στο επίπεδο του παράγοντα αντίστασης στις πολιτικές που επιβάλλονται στην κοινωνία, η διαπλοκή μπορεί να κοιμάται ήσυχη! Ποιοι έχουν συμφέρον να διατηρούν τον αγώνα για ζωή και προκοπή των εργαζομένων και των ανέργων σε παραγοντικό επίπεδο;  Γιατί η αριστερά συνεχίζει να μιλά αντικυβερνητικά και όχι διακυβερνητικά, διεκδικώντας ασφαλώς και την κυβέρνηση της χώρας; Δεν καταλαβαίνουν αριστερές ηγεσίες και προοδευτικοί άνθρωποι, ότι η λαϊκή πάλη ως παράγοντας πολιτικής ισχύος (αποκλειστικά), εύκολα ή δυσκολότερα μπορεί να «μανιπουλαριστεί» από την διακυβέρνηση της διαπλοκής; Μήπως απουσιάζουν σχετικές εμπειρίες και θεωρητική γνώση; Δεν το πιστεύω! Άρα, τι απομένει να πιστέψω;  Μήπως ότι το παιχνίδι είναι στημένο με δεδομένους τους νικητές και ηττημένους, αλλά με την δυνατότητα σε κάποιους παίχτες εκ των «ηττημένων» να κερδίσουν εντυπώσεις, χειροκρότημα και ασφαλώς να αυξήσουν τις πολιτικές μετοχές τους μετεκλογικώς; Ε, αυτό είναι που δεν μπορώ να πιστέψω με τίποτε!