Πέντε αλήθειες για τις αποκρατικοποιήσεις


του Φώτη Κόλλια

Εγκαλείται, δικαίως, η κυβέρνηση από τους Ευρωπαίους εταίρους της για τις μεγάλες καθυστερήσεις στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Επί σχεδόν δύο χρόνια δεν κατάφεραν (ή δεν θέλησαν...) να μεταβιβάσουν στον ιδιωτικό τομέα ούτε έναν οργανισμό του Δημοσίου.

Τώρα που οι αγορές βουλιάζουν, η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη. Ποιος θα βάλει την υπογραφή του σε μια συμφωνία πώλησης με τέτοιες αποτιμήσεις; Ειδικά όταν τα πολιτικά πάθη βρίσκονται στο κόκκινο.

Η ευρωπαϊκή εμπειρία, πάντως, δείχνει πως ούτε στην υπόλοιπη Γηραιά Ήπειρο ήταν εύκολη υπόθεση οι ιδιωτικοποιήσεις. Χρειάστηκαν χρόνια, αρκετές κυβερνήσεις και σοβαρή προσπάθεια για να ......περιοριστεί ο τεράστιος δημόσιος τομέας που είχε δημιουργηθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σε ορισμένες χώρες όπως η Ιταλία η προσπάθεια συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, αλλά το μεγάλο κύμα ιδιωτικοποιήσεων πραγματοποιήθηκε τις δεκαετίες του '80 και του '90. Τα προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων χαρακτηρίστηκαν από πέντε κρίσιμα σημεία:

1. Πουθενά δεν ήταν εύκολες

Πουθενά στην Ευρώπη οι δημόσιες επιχειρήσεις δεν πωλήθηκαν αμέσως και χωρίς αντιδράσεις. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, τα συντάγματα του 1946 και του 1958 παρείχαν τη βάση για τα κρατικά μονοπώλια σε μια σειρά τομείς.

Γι’ αυτό και ο νόμος για τις ιδιωτικοποιήσεις του 1986 ήταν λεπτομερής: ανέφερε ονομαστικά τις προς ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεις, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και λεπτομέρειες, όπως π.χ. το ποσοστό που μπορούσαν να αγοράσουν οι εργαζόμενοι καθώς και τα δικαιώματα των μικρομετόχων.

Ο τότε πρωθυπουργός Ζ. Σιράκ χρειάστηκε να μονομαχήσει πολλές φορές με τον πρόεδρο Φρ. Μιτεράν, ο οποίος μπλόκαρε (και καθυστερούσε) κάθε σχέδιο ιδιωτικοποίησης. Ο Μιτεράν, εξάλλου, είχε κρατικοποιήσει πλήθος επιχειρήσεις το 1982.

Αντίστοιχη συνταγματική κάλυψη είχαν τα κρατικά μονοπώλια στη Δυτική Γερμανία. Προβλεπόταν πως η ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων ή των ταχυδρομείων μπορούσε να γίνει μόνο αν εγκρινόταν από τα 2/3 των μελών της Βουλής. Το 1984 η τότε κυβέρνηση συνασπισμού αναγκάστηκε να μειώσει τη λίστα των προς ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων από 13 σε 5.

Αντίστοιχη ήταν και η εικόνα στην Ισπανία και στην Πορτογαλία. Ειδικά στην τελευταία, μετά την πτώση του Σαλαζάρ, το 1974, ψηφίστηκε νόμος (1977) που απαγόρευε τη δραστηριοποίηση του ιδιωτικού τομέα σε τομείς όπως οι τράπεζες, οι ασφάλειες και οι αστικές συγκοινωνίες! Ο νόμος άλλαξε το 1983 από την κυβέρνηση Μ. Σοάρες.

Στην Ιταλία των κυβερνήσεων συνεργασίας χρειάστηκαν χρόνια για να υλοποιηθεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, με συνεχείς εμπλοκές στην πώληση κρατικής περιουσίας.

Στην Ισπανία, η ισχυρή προσωπικότητα του σοσιαλιστή πρωθυπουργού Φελίπε Γκονζάλες συνέβαλε στο να πειστούν τα μέλη του κόμματος να εγκρίνουν την πώληση κρατικών ομίλων.

Ακόμα και η Σιδηρά Κυρία, η πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Μάργκαρετ Θάτσερ, είχε αναγκαστεί να υπαναχωρήσει το 1986 στο σχέδιο ιδιωτικοποίησης της Rover (την πώληση της Austin Rover στη Ford και της Land Rover στην General Motors).

Τα στελέχη των Συντηρητικών άφησαν κατά μέρος την πίστη τους στην αγορά και προέταξαν τον πατριωτισμό τους κατηγορώντας τη Θάτσερ πως θέλει να πουλήσει τα ασημικά της οικογένειας. Οι ίδιοι πανηγύριζαν όταν το 1988 η British Aerospace αγόρασε τον όμιλο Rover. Πού να φαντάζονταν πως θα κατέληγε, μέσω της BMW και άλλων επενδυτών, στα χέρια του ινδικού ομίλου Tata!

2. Δεν έγιναν μόνο από νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις

Μπορεί οι ιδιωτικοποιήσεις να απέκτησαν ιδεολογικό υπόβαθρο και μαζική έκταση στη δεκαετία του '80, αλλά είχαν ξεκινήσει πολύ πριν από τη Μάργκαρετ Θάτσερ. Η σοσιαλιστική κυβέρνηση Γκονζάλες προχώρησε το πρώτο κύμα ιδιωτικοποιήσεων στην Ισπανία.

Η κυβέρνηση των Εργατικών στη Βρετανία, υπό τον Κάλαχαν, άρχισε τη σταδιακή ιδιωτικοποίηση της BP από το 1977, όπως και μια σειρά οικιστικών έργων.

Πολύ πριν από την άνθηση του νεοφιλελευθερισμού, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας είχε ιδιωτικοποιήσει πλήρως τον κολοσσό Preussag (1959) και είχε πουλήσει ποσοστό μετοχών στη Volkswagen και στη VEBA (στις αρχές της δεκαετίας του '60).

Στην Ιταλία, οι κρατικές εταιρίες συμμετοχών IRI και ENI είχαν αρχίσει να πωλούν θυγατρικές από τη δεκαετία του 1970. Την περίοδο 1971 - 1980 η IRI απέκτησε 55 εταιρίες, αλλά πούλησε και 18.

Στη Γαλλία, επί απόλυτης κυριαρχίας των σοσιαλιστών και του Φρ. Μιτεράν, πουλήθηκαν (παρανόμως, έλεγαν τότε), ενίοτε σε ξένους ομίλους, 70 θυγατρικές κρατικών οργανισμών. Επί σοσιαλιστών καθιερώθηκε, επίσης, η είσοδος ιδιωτών στο μετοχικό κεφάλαιο κρατικών ομίλων, μέσω προνομιούχων μετοχών, δανείων κ.λπ.

Στην Αυστρία, η κυβέρνηση το 1972 πούλησε την πλειοψηφία της Siemens Austria στη γερμανική Siemens.

3. Οι εργαζόμενοι δεν ήταν πάντοτε εμπόδιο στις αποκρατικοποιήσεις

Οι σοβαρές αντιδράσεις των εργαζομένων στην προοπτική ιδιωτικοποίησης των κρατικών εταιριών ήταν κοινό φαινόμενο σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Ωστόσο, καταγράφονται αρκετά παραδείγματα στα οποία το προσωπικό συναίνεσε σε πώληση είτε γιατί το έπεισαν τα ανώτερα ή μεσαία στελέχη των εταιριών είτε γιατί οι εργαζόμενοι αγόρασαν την εταιρία ή απέκτησαν μετοχές.

Σε κάποιες χώρες, όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία, η κρατικοποίηση εταιριών είχε αρνητικό αντίκτυπο στο προσωπικό γιατί συνδέθηκε με μαζικές απολύσεις, με πάγωμα μισθών, καθυστερήσεις στην καταβολή τους κ.λπ. Οπότε η ιδιωτικοποίηση ενίοτε στηρίχτηκε από τους εργαζομένους ή/και τα στελέχη όπως ο Romano Prodi της ιταλικής IRI (μετέπειτα πρωθυπουργός και πρόεδρος της Κομισιόν).

Κάποιοι θυμούνται πως το 1983, όταν τα συνδικάτα ξεκίνησαν εκστρατεία για να μην πουληθεί η British Telecom, σημαντική μειοψηφία των μελών αρνήθηκε να συμμετάσχει. Το management της επιχείρησης (από ένα σημείο και μετά) όπως και η διοίκηση της British Airways ήταν από τους υποστηρικτές της πώλησης στον ιδιωτικό τομέα.

Στη Βρετανία, επίσης, υπήρξαν και πωλήσεις εταριών στο προσωπικό, όπως συνέβη με τη National Freight (που πουλήθηκε στους οδηγούς των φορτηγών και στο λοιπό προσωπικό).

Αλλά και στη Γαλλία ακόμα και διορισμένοι από τους σοσιαλιστές διοικητές οργανισμών πίεσαν τη δεξιά κυβέρνηση που εξελέγη τον Μάιο του 1986 να προχωρήσει τις ιδιωτικοποιήσεις.

Βέβαια, οι ιδιωτικοποιήσεις των δεκαετιών του '80 και του '90 έγιναν σε μια περίοδο όπου τα συνδικάτα αποδυναμώνονταν είτε μέσω νομοθετικών παρεμβάσεων, είτε εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας και των αλλαγών στη δομή της παγκόσμιας οικονομίας.

4. Δεν μετατρέπουν αυτόματα τις πρώην ζημιογόνες ΔΕΚΟ σε υγιείς επιχειρήσεις ούτε οφελούν αυτόματα την οικονομία

Η πώληση μιας δημόσιας επιχείρησης δεν μεταφράζεται σε αυτόματα οφέλη για την οικονομία αν δεν συνοδευτεί από αλλαγές στο ρυθμιστικό περιβάλλον που δραστηριοποιείται. Η μετατροπή ενός δημοσίου μονοπωλίου σε ιδιωτικό δεν οφελεί την εθνική οικονομία, αλλά μόνο τους αγοραστές της πρώην κρατικής εταιρίας.

Στη θεωρία, η ιδιωτικοποίηση οδηγεί σε απελευθέρωση πόρων και δυνάμεων προς όφελος της επιχείρησης και του Δημοσίου. Στην πράξη, εξαρτάται από τη ρύθμιση στην αγορά όπου δραστηριοποιείται η εταιρεία, από το πώς θα αξιοποιηθούν τα έσοδα από τη μεταβίβαση μιας εταιρίας κ.λπ.

Στη Γαλλία, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε 50 δισ. φράγκα (το 71% των εσόδων) από τις ιδιωτικοποιήσεις για τη μείωση του δημόσιου χρέους και τα υπόλοιπα 20,8 δισ. για αυξήσεις κεφαλαίου σε κρατικούς οργανισμούς.

Η Μ. Θάτσερ κατηγορήθηκε για τη μεταβίβαση της British Telecom, της British Gas και της British Airport Authority στον ιδιωτικό τομέα(τα έτη 1984, 1986 και 1987 αντίστοιχα), χωρίς να έχει παρέμβει για να περιορίσει τη μονοπωλιακή τους κυριαρχία. Η δυσάρεστη εμπειρία από τις τρεις προηγούμενες ιδιωτικοποιήσεις οδήγησε σε παρεμβάσεις ενίσχυσης του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (πριν ξεκινήσει η διαδικασία ιδιωτικοποίησης) και αλλού.

Σε άλλες περιπτώσεις, τα στελέχη των δημοσίων οργανισμών προχώρησαν σε περικοπές και σε αλλαγές που βελτίωσαν την απόδοση ή/και την κερδοφορία και στην ουσία άνοιξαν τον δρόμο για την πώλησή τους στον ιδιωτικό τομέα.

Σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης, οι ιδιωτικοποιήσεις ενίσχυσαν συγκεκριμένες επιχειρηματικές οικογένειες, όπως οι Agnelli και οι De Benedetti στην Ιταλία, που είχαν τη δυνατότητα και τα κεφάλαια να αγοράσουν κρατικούς ομίλους. Σήμερα φαντάζει παράταιρο, αλλά στη Βρετανία και στη Γαλλία οι κρατικοποιήσεις έγιναν υπό τη σημαία της αντιμετώπισης ολιγαρχικών οικογενειών που κυριαρχούσαν σε κρίσιμους τομείς της βιομηχανίας.

Η εικόνα των ιδιωτικοποιήσεων ωραιοποιείται επειδή οι δημόσιες επιχειρήσεις σε κάποιες χώρες παρουσίαζαν πολύ δυσάρεστα οικονομικά αποτελέσματα πριν από την πώλησή τους.

Εκτιμάται πως στα μέσα της δεκαετίας του '80 ο δημόσιος τομέας της Ισπανίας παρουσίαζε ζημίες περίπου 1 δισ. δολ. ετησίως. Το 1984 η ιταλική IRI έχανε 4,5 εκατ. λίρες για κάθε έναν από τους 500.000 υπαλλήλους της. Ακόμα και στη Γαλλία, που μετά τις εθνικοποιήσεις του 1982, η απόδοση αρκετών κρατικών εταιριών βελτιώθηκε, υπήρχαν αρνητικές εξελίξεις όπως οι μεγάλες ζημιίες της Renault.

5. Το Δημόσιο εξακολουθεί σε κάποιες περιπτώσεις να διατηρεί ποσοστό και σε μη στρατηγικούς τομείς της οικονομίας

Το παράδειγμα της Κάτω Σαξονίας, που εξακολουθεί να διατηρεί ποσοστό στη Volkswagen (12,7% στα τέλη του 2010), δείχνει πως οι τοπικές κυβερνήσεις της Γερμανίας ήθελαν να διατηρήσουν τον έλεγχο σε επιχειρήσεις που ήταν κρίσιμες για την οικονομία.

Το ίδιο είχε συμβεί και με την περίπτωση της αεροπορικής Lufthansa, όπου η κυβέρνηση της Βαυαρίας πέτυχε να μπλοκάρει τη δεκαετία του '80 το σχέδιο της κυβέρνησης για περιορισμό του ποσοστού του Δημοσίου από 80% σε 55%. Τελικά, η Lufthansa ιδιωτικοποιήθηκε πλήρως το 1997.