Θα ήταν αστείο, αν…

 Γράφει ο Παναγιώτης Ανδιανέσης

Χτες το απόγευμα, παραμονή της “γενικής απεργίας”, ανέβαινα από τον Πειραιά στην Ομόνοια με τον Ηλεκτρικό για μια δουλειά στα Εξάρχεια. Στην αποβάθρα του Νέου Φαλήρου, επάνω στα μηχανήματα επικύρωσης των εισιτηρίων, χρησιμοποιημένα εισιτήρια μαρτυρούσαν πως, λίγο πριν, “αγανακτισμένοι-που-δεν-πληρώνουν” είχαν περάσει (και) από ‘κει. Και, καθώς δεν τους έφταναν τα υπέρογκα ελλείμματα των εταιρειών του ΟΑΣΑ, ήθελαν να… βάλουν και το δικό τους λιθαράκι στην αύξησή τους. Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τόσο ανόητο!
Αλλά οι “αγανακτισμένοι” ήταν παρόντες και μέσα στο.....
βαγόνι. Τύπος τριανταπεντάρης, ανοιχτό πουκάμισο κλπ. ανέλυε – μέσω κινητού, φυσικά- σε φίλο του πώς… αθωώθηκε λίγη ώρα πριν στο δικαστήριο, για τα άσεμνα συνθήματα (με… τσολιάδες!) που φώναξε τις προάλλες στο Σύνταγμα. “Ποιοι με κατηγορούν, κύριε δικαστά;” έλεγε πως… έλεγε στο δικαστή, “αυτά τα λαμόγια εκεί μέσα; Δεν είναι εκπρόσωποί μου αυτοί, δε με εκπροσωπούν!”. Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τόσο φασιστικό!
Το τηλεφώνημα δεν κράτησε πολύ. Ο “αγανακτισμένος” είχε δουλειά πρωινή. Επτά η ώρα σήμερα, καλώς -ή κακώς;- εχόντων των πραγμάτων, θα έπρεπε να βρίσκεται πάλι στο Σύνταγμα. “Δε θα αφήσουμε κανέναν να μπει μέσα. Να εύχεσαι να μη χτυπήσουμε και κανέναν!” είπε στο συνομιλητή του και έκλεισε την -ομολογουμένως αποκαλυπτική για όλο το βαγόνι- συνδιάλεξη με τη γνωστή, χιλιοειπωμένη επωδό: “Έχουμε ξοφλήσει, ρε. Είμαστε τελειωμένοι. Αλλά δε μας το λένε, για να μη γίνει ντου!” Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνο!
Έξω στην Ομόνοια, ανεβαίνοντας την Εμμανουήλ Μπενάκη και τη Ζωοδόχου Πηγής, ήταν σα να περνούσα από το πλατό του Ζαν Ζακ Μπενέξ για το “Φεγγάρι στον υπόνομο”. Σκηνικό περίεργο, βρόμικο, ρημαγμένο, εγκαταλειμμένο. Για λίγα λεπτά της ώρας περπατούσα στο 2011 και ονειροβατούσα στο 1991 και το 2001: “Άμστερνταμ” και ζεστή σοκολάτα, “Κοπερτί” και αρωματικά τσάγια, βόλτες, έρωτες και παθιασμένα φιλιά, “Αίτνα” και “Συχνότητες”, ζωντανές μουσικές, ζωντανοί άνθρωποι. Οι -λιγοστοί- τωρινοί ζωντανοί μού φάνηκαν πεθαμένοι. Ζόμπι, αλλά κι αυτά άκακα… Θα ήταν απλά απόκοσμο, αν δεν ήταν τόσο θλιβερό και αποκαρδιωτικό!
Σήμερα, με τη χώρα σε βαθύ ίλιγγο από τη θέα του γκρεμού, που απλόχερα (έργο των ίδιων, των δικών μας χεριών) απλώνεται μπροστά της, άκουγα πρωί-πρωί σε παλιά, επετειακή εμπομπή του Σκάι 100,3, την αξέχαστη Μαλβίνα να αναφέρεται στην ξιπασιά, τη γελοιότητα και το χάλι της ελληνικής κοινωνίας του ’90, και πικράθηκα. Όχι για την κοινωνία, για την έλλειψη προσωπικοτήτων σαν τη Μαλβίνα, ανθρώπων που δε δίσταζαν να σκέφτονται και να μιλούν δημόσια – δυσεύρετα και τα δύο στην εποχή μας. Τη θυμήθηκα να λέει για τον “τάπερμαν” και το “μόγκολο” και συνέλαβα τον εαυτό μου να παγώνει: ποιος θα είχε, σήμερα, το θάρρος να πει ό,τι θέλει και να γράψει ό,τι θέλει; Ειδικά σήμερα, ανήμερα της “γενικής απεργίας”. Όταν ο ελβετός φιλέλληνας Ι. Μάγερ, την 1η Ιανουαρίου 1824, εξέδιδε στο Μεσολόγγι το πρώτο φύλλο των “Ελληνικών Χρονικών”, μετουσιώνοντας σε πράξη το ρηθέν υπό του ιδίου “Η δημοσίευσις είναι η ψυχή της δικαιοσύνης”, μάλλον δε φανταζόταν τι θα ακολουθούσε… 187 χρόνια αργότερα, όταν -για πολλοστή φορά- η Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών (ΕΣΗΕΑ) θα επέμενε να ορίζει μέρα απεργίας και… δημοσιογραφικής μούγκας την ημέρα που ίσως αλλάξει το μεταπολιτευτικό σκηνικό της Ελλάδας. Θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν τόσο γελοίο!