Έργα «Αγανακτισμένων»

Του Πρόδρομου Θεοδουλίδη

Μια εβδομάδα έντονης κινητικότητας, σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, πέρασε και άλλη μια νέα ξεκινά σήμερα, για την εξεύρεση της πολυπόθητης συναίνεσης. Ο Πρωθυπουργός, είναι ηλίου φαεινότερο πια, ότι βρίσκεται σε έναν διπλό και απαιτητικό ρόλο. Από τη μια, του διπλωμάτη-ελεγκτή κυκλοφορίας που προσπαθεί διακαώς να εγγυηθεί αυτό που του επιτάσσει η δανειακή λογική. Ασφάλεια και ισορροπία για την επιστροφή των δανεικών. Και από την άλλη, του αρχιπυροσβέστη στο εσωτερικό του κόμματός του. Γιατί, μην θεωρήσετε ότι είχε κανένα άλλο ουσιαστικό αντίκρισμα το κάλεσμα των Υπουργών για..........

καταγραφή των απόψεων και των αντιθέσεων, εν όψει του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών. Η προσπάθεια ήταν εμφανής, να πείσει τα στελέχη του, ότι έχουν φωνή, προσμετρώντας τις απόψεις τους πριν από μία τέτοιου επιπέδου σύσκεψη. Αν έγινε πιστευτός ή όχι, δεν το ξέρει σίγουρα, ούτε ο ίδιος. Το ίδιο συνέβη και με τους αρχηγούς των κομμάτων που υποδέχτηκε, αφού είχε προαποφασίσει να πορευτεί μόνος του.
Απέναντι στην παγερή αντιμετώπιση των κομμάτων της Αριστεράς, μάλλον έκανε πως δεν ακούει και δεν καταλαβαίνει. Τους επέτρεψε να διαφωνήσουν, να ξεδιπλώσουν το πολιτικό τους μανιφέστο κατά τρόπον τινά, αλλά δεν μπήκε καν στη διαδικασία να τους πείσει για την προοπτική των σχεδίων του. Τους επικεφαλής των μικρών κομμάτων της δεξιάς πολυκατοικίας, τους αντιμετώπισε με επιφυλακτικότητα, κι όχι αδίκως. Τα ανταλλάγματα και τα προνόμια που ενδεχομένως να του ζήτησαν, μπορεί να ξεπερνούν το διακύβευμα της έκαστης πολιτικής πρακτικής που διαβουλεύεται.
Ο Γιάννης Δημαράς αγνοήθηκε σκοπίμως και όχι γιατί δεν είχε καλό κοστούμι να φορέσει, αλλά μάλλον διότι η πρόσκλησή του μόνον επικοινωνιακό όλεθρο θα προκαλούσε. Την ώρα που οπαδοί και συνδικαλιστές του ΠΑΣΟΚ, είναι έτοιμοι να υπογράψουν το διαζύγιο. Να όμως, που με τη δύναμη της εικόνας και την τεχνολογία των Μέσων, ένα πανό που όρθωσε με τον Βασίλη Οικονόμου άνωθεν του Μνημείου του Αγνώστου Στρατιώτη τράβηξε τα φλάς της δημοσιότητας εντός και εκτός της χώρας, υποδαυλίζοντας τη σύσκεψη στο Μαξίμου, ως σκληρή απάντηση στην υποτίμηση της πολιτικής οξυδέρκειας των δύο βουλευτών. Όσον αφορά τους Οικολόγους Πράσινους, μάλλον οι ευχές τους για μη κλήση στη σύσκεψη έπιασαν τόπο. Δίχως, να αποσπώνται από την οικολογικά ευαίσθητη καθημερινότητα των Βρυξελλών, περιορίστηκαν σε εξ αποστάσεως τοποθέτηση με ανακοίνωση του γραφείου τύπου.
Με τον μόνο λοιπόν, που άφησε ανοιχτούς λογαριασμούς είναι ο Α. Σαμαράς και η ΝΔ. Τι’ χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, έτσι για να μην σπάσει η παράδοση. Μαζί, μας έφεραν στο χείλος του γκρεμού και μαζί «ονειρεύονται» να μας κρατήσουν ζωντανούς. Το ερώτημα που εγείρεται είναι, αν μας ρώτησαν…
Την απάντηση δίνουν τις τελευταίες μέρες οι χιλιάδες των «Αγανακτισμένων», όπως τους αποκαλούν τα ΜΜΕ, Ελλήνων. Και όχι ότι δεν είναι, αλλά αν μη τι άλλο, πάνω απ’ όλα είναι Έλληνες πατριώτες που κουράστηκαν να είναι παθητικοί θεατές στο ίδιο έργο. Αυτοί λοιπόν, που κατακλύζουν τις πλατείες της χώρας και χθες ένωσαν τη φωνή και το ανάστημά τους με τους ευρωπαίους «αγανακτισμένους» φίλους μας, παραδίδουν μαθήματα ευγένειας, αλληλοσεβασμού και εν τέλει ανθρωπιάς. Όρους, που ο σύγχρονος Έλληνας έχει απολέσει από το καθημερινό του λεξιλόγιο. Με κινητήριο μοχλό την αγάπη για την πατρίδα και την πορεία της στους χρόνους που έρχονται, μπολιασμένοι με πλούσιο αυθορμητισμό και επινοητικότητα απέναντι στο αδιέξοδο που γνωρίζουμε, δίνουν το παρόν. Αυτοακυρώνουν τα μέχρι πρότινος κομματικά πλαίσια και τις σκοπιμότητες, περιφρουρούν τον αγώνα τους, -τον αγώνα μας-, οργανώνονται σε ομάδες εργασίας, φροντίζουν για τη δημόσια υγιεινή του περιβάλλοντα χώρου και γενικότερα επιδεικνύουν όλα τα διακριτικά μιας ώριμης κοινωνικής πρωτοβουλίας αντίστασης.
Ο Έλληνας σηκώθηκε από τον καναπέ, ταράχθηκε η ωχαδερφιστική του επιμέλεια και περισσότερο από κάθε άλλη φορά φαίνεται πως η αντίδραση μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Για πρώτη φορά, στη σύγχρονη ιστορία της χώρας μας καταγράφεται η επιθυμία ανάληψης της τύχης του Έθνους, στα χέρια των πολιτών και η προσδοκία αλλαγής σελίδας από τους νέους. -Η προσδοκία να αφήσουμε επιτέλους, τους πολιτικούς και το σύστημά τους μετεξεταστέο-. Για πρώτη φορά, υφίσταται η πεποίθηση ότι, το αποτέλεσμα της διαμαρτυρίας μπορεί να είναι πιο σπουδαίο από τη συμμετοχή σε διαδικασίες εκλογικού και δημοψηφισματικού χαρακτήρα. Για πρώτη φορά, αρχίζουμε να κατανοούμε τα συναισθήματα της γενιάς του Πολυτεχνείου και τη φλόγα των τότε νέων για Ανατροπή και Ελπίδα.
Τα όρια της Δημοκρατίας δεν παρερμηνεύονται, δεν περιορίζονται, δεν υπονομεύονται, δεν γίνονται έρμαια των προβοκατόρων, της παρανομίας και της ασυδοσίας. Είναι εκεί και μας προτρέπουν. Να απαιτήσουμε ειρηνικά τα δίκαιά μας, να μην δειλιάσουμε μπρος στην επέλαση των καιροσκόπων και των κακόβουλων σχεδίων τους. Από τα πολιτικά κόμματα, ακόμη δεν υπάρχει κάποια επίσημη έκφραση, τηρούν στάση αναμονής, μελετούν αποσπασματικά το μέγεθος και το βάθος της υπόθεσης, με σκοπό να καπηλευτούν αργά η γρήγορα, την καθαρότητα του σύγχρονου αγώνα των Ελλήνων. Στο χέρι μας είναι να τους δώσουμε να καταλάβουν τι εστί  κοινωνική συμμαχία και εθνική ενότητα. Γιατί πάντα, το Έθνος μας ήταν ομόψυχο απέναντι στον κίνδυνο της απώλειας της ανεξαρτησίας μας. Αυτοί διάλεξαν στρατόπεδο, θα μας βρουν απέναντι. Επιτέλους, η προτροπή του Αριστοτέλη λαμβάνει σάρκα και οστά: «Κανένας πολίτης δεν πρέπει να θεωρεί ότι ανήκει στον εαυτό του. Ανήκει στην πόλη του».