2011 : Προς ένα Νέο Ανένδοτο Αγώνα

 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Μιας και ελέχθη εδώ ότι τα φάγαμε όλοι κ.λπ., το φαγοπότι έχει να κάνει με την παραοικονομία, έχει να κάνει με τη φοροδιαφυγή, με την εισφοροδιαφυγή, με τα δισεκατομμύρια των διαφόρων λυμεώνων χρυσοκάνθαρων του νεοπλουτισμού και όχι με τον οποιονδήποτε ταλαίπωρο που ζήτησε ένα κομμάτι ψωμί. Αυτό, παρακαλώ, έχει βαθύτατη πολιτική αξία και δεν πρέπει να το αγνοούμε»
Απόστολος Κακλαμάνης (Εφημερίδες, 23/9/2010)

«Γιατί και πάλι σήμερα, όπως τότε, το διακύβευμα είναι πολύτιμο. Είναι η ανεξαρτησία της χώρας μας από δάνειες δυνάμεις και επιτηρητές, η αξιοπρέπεια των Ελλήνων και των Ελληνίδων, είναι η δυνατότητά μας να ορίζουμε τη μοίρα μας και να δημιουργούμε το μέλλον μας με τις δικές μας δυνάμεις.»
Γ. Παπανδρέου (δηλώσεις του στην εθνική επέτειο του ΟΧΙ το 2010 (www.papandreou.gr)

«...Τείνω...να θεωρώ πως σπάνια οι κυβερνώντες βρίσκονται σ’ ένα υψηλότερο από το μέσο επίπεδο, τόσο από ηθική όσο και από διανοητική άποψη, και μάλιστα συχνά κάτω απ’ αυτό. Θεωρώ ακόμα πως είναι ...................εύλογο να υιοθετούμε στην πολιτική την αρχή της προετοιμασίας για το χειρότερο, όσο γίνεται πιο καλά, ενώ παράλληλα βέβαια θα πρέπει να προσπαθούμε να πετύχουμε το καλύτερο. Μου φαίνεται καθαρή αφροσύνη να βασίζουμε όλες μας τις πολιτικές προσπάθειες πάνω στην αμυδρή ελπίδα ότι θα πετύχουμε να έχουμε εξαιρετικούς ή απλά ικανούς κυβερνήτες...»
Karl Popper : Η Ανοιχτή Κοινωνία και οι Εχθροί της, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, 1982, Τόμος Ι, σελ. 209

Στις 31/12/1995, δημοσιεύονταν στην «Ναυτεμπορική» άρθρο μου με τον τίτλο : «Το 1996 να ξοδέψουμε παραγωγικά ελπίδες που δεν καταναλώθηκαν ακόμη…». Σημείωνα σ’ εκείνο το άρθρο ότι : «Ο ελληνικός λαός, ανήκει στη μη προνομιακή εκείνη κατηγορία λαών, που πρέπει περισσότερο να ελπίζει, παρά να αισιοδοξεί. Να ελπίζει, γι’ ακόμα μια φορά, ότι ο νέος χρόνος, επιτέλους, θα κάνει πραγματικότητα μερικά από τα όνειρά του. Όπως για παράδειγμα, το όνειρο των μισθωτών ότι δεν τους έλαχε η μοίρα μονίμως να παίζουν τον ίδιο μονότονο και ψυχοφθόρο ρόλο του βαστάζου των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Όπως για παράδειγμα, το όνειρο των μικρομεσαίων ότι δεν τους έλαχε η μοίρα μονίμως να παίζουν τον ίδιο μονότονο και ψυχοφθόρο ρόλο της εγκαταλελειμμένης «ραχοκοκαλιάς» της ελληνικής οικονομίας. Όπως για παράδειγμα, το όνειρο των αγροτών ότι δεν τους έλαχε η μοίρα να γεννηθούν και να ζουν σ’ ένα περιβάλλον εργασιακό και κοινωνικό, που το μόνο που φαντάζει είναι μια τεράστια δεξαμενή ψηφοφόρων και τίποτα άλλο. Όπως για παράδειγμα, το όνειρο των νέων ότι δεν τους έλαχε η μοίρα να γεννηθούν και να ζήσουν σ’ ένα κράτος με ανύπαρκτη εκπαιδευτική πολιτική, νέοι που μάταια αναζητούν να ανεύρουν ιδανικά στέρεα και που υποχρεωτικά «εφευρίσκουν» άλλες διόδους «αναπλήρωσης» των ήδη θαμπών ονείρων τους. Όπως για παράδειγμα, το όνειρο των πολιτών αυτής της χώρας ότι δεν τους έλαχε η μοίρα να γεννηθούν και να ζήσουν σ’ ένα τόπο, που το μόνο που έχει να δείξει στις προοπτικές του μέλλοντος είναι το ακόμα λαμπερό πολιτισμικό του παρελθόν, αναγκαία, αλλ’ όχι δυστυχώς και ικανή συνθήκη επιβίωσης σ΄ ένα κόσμο που γίνεται οσημέραι και πλέον εχθρικός, από την άποψη των απαιτήσεων για επιβίωση. Ένα κόσμο, που οσημέραι συγχωρεί όλο και λιγότερα λάθη, έναν κόσμο που φαίνεται να λέει : «διαλέξτε με τι θέλετε να ζήσετε : με την ελπίδα και την ανάμνηση, ή με το σήμερα και τις προοπτικές του».»

Εξάλλου, στις 3/1/2010, στο blog «Ελληνικό Καφενείο», με αφορμή το Νέο Έτος (2010) που μόλις είχε ανατείλει, είχε δημοσιευθεί το άρθρο μου «2010 : Θάβοντας τον τελευταίο Δαίμονα : την Ελπίδα». Σ’ αυτό το άρθρο έθετα μερικά ερωτήματα αναφορικά μ’ αυτή την «ελπίδα» στην οποία  κάθε τόσο αναφερόμαστε και από την οποία τόσα πολλά προσδοκούμε. Ρωτούσα στο άρθρο εκείνο : «Μήπως πιστεύουμε σε κάτι που τελικά μας βλάφτει; Μήπως αυτή η δαιμονική Ελπίδα που πιστεύουμε δεν είναι σύμμαχός μας μα εχθρός μας; Δεν ξέρω… ΜΗΠΩΣ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΛΙΠΔΑ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ –ΚΑΛΟ- ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΜΑ ΜΕΣΑ ΜΑΣ; ΜΗΠΩΣ ΑΥΤΗ Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΑΝΤΙ ΝΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΑΕΙ; ΜΗΠΩΣ ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΤΗΣ ΣΤΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΟΙ ΚΑΚΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΠΙΑ ΝΑ ΣΤΗΡΙΧΤΟΥΜΕ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΠΙΔΑ ΠΟΥ ΕΊΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΜΕΙΣ, ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΛΛΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΕΙ ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΘΕΜΑ; Και πάλι δεν ξέρω, και πάλι δεν έχω μια «αδιαμφισβήτητη απάντηση» στα παραπάνω ερωτήματα. Σίγουρα όμως μπορώ να πω… ότι μετρώντας τις απογοητεύσεις, βρέθηκαν συγκριτικά περισσότερες και ισχυρότερες απ’ τις ελπίδες. Αν τούτο είναι σωστό που λέω, κάτι στραβό πάει με την Ελπίδα που ξέρουμε. Ή, για να το θέσω διαφορετικά, πιστεύουμε σε λάθος Ελπίδες τη κάθε φορά, πράγμα που τελικά καταλήγει να είναι το ίδιο με το να λέμε ότι δεν υπάρχει, όταν τούτο το «λάθος» μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κι ένα αιώνια επαναλαμβανόμενο «λάθος» στην Πορεία του Ανθρώπου.»

Μιας και με το θέμα της «ελπίδας, τουλάχιστον σε ό,τι με αφορά, ξεκαθάρισα σχετικά τη θέση μου σύμφωνα με τα όσα παραπάνω ανέφερα, αποφάσισα ότι πολύ πιο ρεαλιστικό και πολύ πιο χρήσιμο από την αναφορά στη κοινότοπη πια επίκληση της έλευσης μιας αόριστης «ελπίδας», είναι να αναφερθούμε σ’ αυτή αλλά με ένα πολύ πιο ουσιαστικό πολιτικό περιεχόμενο.

Το τι θα «ευχηθούμε» εξαρτάται κύρια από το τι βιώνουμε τούτη τη στιγμή. Και τούτη τη στιγμή στη χώρα μας, βιώνουμε το Καθεστώς του Μνημονίου που επεβλήθη από μια Ξένη Δύναμη : την Τρόϊκα. Το ότι η Τρόϊκα είναι «Δύναμη» και «Ξένη», είναι δυο μη αμφισβητήσιμα χαρακτηριστικά. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, δήλωσε : ««Δεν πρέπει να το κρύβουμε. Αφαιρέθηκε ένα κομμάτι της κυριαρχίας μας έτσι όπως χειριστήκαμε τα οικονομικά μας θέματα. Ας κάνουμε τώρα τη δουλειά μας με σκοπό η Ελλάδα να γίνει ξανά κυρίαρχη της τύχης της»(http://www.tovima.gr, 12/2/2010). Τώρα, το αν η απώλεια αυτή της εθνικής κυριαρχίας είναι μερική ή ολική, είναι θέμα πραγματικό και υποκειμενικό μαζί, αφού το πώς κανείς αντιλαμβάνεται και περιγράφει μια πραγματικότητα, είναι πράγματι υποκειμενικό θέμα, και συνδέεται με πολλές παραμέτρους του «υποκειμένου» που περιγράφει την όποια πραγματικότητα. Από την αντίληψη που έχει για τα πράγματα ως τη σκοπιμότητα της περιγραφής. Προσωπικά, πιστεύω ότι έχουμε απολέσει το σύνολο της εθνικής μας κυριαρχίας, αφού δεν υπάρχει σχεδόν ούτε ένας τομέας της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, στον οποίο η Βουλή (δια της πλειοψηφίας της) και η κυβέρνηση να μπορούν να ασκήσουν κυρίαρχη εξουσία, δηλαδή να νομοθετεί η πρώτη και να κυβερνά η δεύτερη, χωρίς προηγούμενα να ερωτηθεί και ληφθεί η συγκατάθεση της Τρόϊκας. Αυτό είναι που εγώ αντιλαμβάνομαι, και ίσως, κάποιοι πούνε ότι αντιλαμβάνομαι λάθος τη πραγματικότητα. Δεν θα τους αμφισβητήσω το δικαίωμα της δικής τους αντίληψης και ερμηνείας…

Με βάση λοιπόν τα όσα ήδη σημείωσα παραπάνω, η πραγματικότητα (που εγώ αντιλαμβάνομαι) είναι τούτη : αφού μια Ξένη Δύναμη με ουσιαστική εξουσία διακυβέρνησης της χώρας έχει εγκατασταθεί στο τόπο, τότε, αυτό σημαίνει ότι βρισκόμαστε μπρος σε μια νέα Κατοχή. Βέβαια, εδώ, μπορεί να αντιταχθεί ότι αυτή τη Ξένη Δύναμη την καλέσαμε εμείς, και ότι ήρθαν ως «γιατροί» να σώσουν έναν βαριά «ασθενή». Άρα, δεν είναι ούτε Ξένη Δύναμη, και συνεπώς ούτε Κατοχή έχουμε. Είναι «φίλοι γιατροί» και απλά, είναι «πικρό το (αναγκαίο) για την υγεία μας φάρμακο». Βέβαια ο κ. Παπανδρέου, στις 30-6-2009 σε συνέντευξή του στον δημοσιογράφο κ. Στέλιο Κούλογλου, «στόλισε» δεόντως το ΔΝΤ, το οποίο δεν κατηγόρησε απλά ως φορέα άδικων αντιλήψεων, μα και ως αναποτελεσματικό ως προς τις εφαρμοζόμενες «συνταγές» του, «κατηγορίες» καθόλου άδικες και σύμφωνες με την πραγματικότητα. Η ουσία είναι ότι τελικώς όχι μόνο «μπάσαμε» στη χώρα μας το ΔΝΤ μέσω της Τρόϊκας, μα έφτασε να χαιρετισθεί το Μνημόνιο και ως «ευτυχία» και «ευκαιρία» για τη χώρα, τουλάχιστον για το ότι «υποχρεωθήκαμε» να κάνουμε διαρθρωτικές αλλαγές που διαφορετικά δεν θα τις κάναμε, και όχι για τη «κακή» του πλευρά, όπως είναι η ύφεση, κ.λπ. Σε ό,τι με αφορά, εξακολουθώ να πιστεύω ότι το Μνημόνιο οδηγεί σε δραματικά αδιέξοδα την κοινωνία και οικονομία, ότι είναι μια επιλογή που έγινε χωρίς καμία σοβαρή αντιπαραβολή προς τυχόν άλλες δυνατές, είναι μια επιλογή που κατηγορείται για υποτέλεια, προϊόν έλλειψης οιασδήποτε σοβαρής αντίδρασης προς τις πιέσεις που πράγματι ασκήθηκαν στη χώρα μας. Αυτή είναι η αντίληψη που έχω για τα πράγματα, με βάση τις δικές μου παραστάσεις. Συνεπώς, για μένα, η Τρόϊκα είναι Ξένη Δύναμη, εκλήθη από τη κυβέρνηση αλλά με βάση όλες τις δημοσκοπήσεις ο ελληνικός λαός ουδέποτε νομιμοποίησε με τη θετική του γνώμη τη πρόσκληση αυτή και συνεπώς την παρουσία της στη χώρα. Το χαρακτηριστικό της ύπαρξης συνθηκών Κατοχής, προκύπτει εξ άλλου, σε συνδυασμό με την ομολογημένη εθνική κυριαρχία που τους εκχωρήθηκε (μερικά ή ολικά). Και επειδή έκανα αναφορά παραπάνω στο «ευτυχές» γεγονός της παρουσίας της Τρόϊκας στη χώρα μας, μια κουβέντα μονάχα θα πω πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Ότι αυτή η δήλωση, αποτελεί την πιο τρανή επιβεβαίωση της παρακμής του πολιτικού μας συστήματος, και περίπου μπορεί να κατηγορηθεί ότι υποστηρίζει έμμεσα πλην σαφώς ως περιττή τη παρουσία των θεσμοθετημένων οργάνων εξουσίας της χώρας μας.

Αλλά αν είναι αληθές ότι βρισκόμαστε υπό Κατοχή, τότε πρέπει να οργανώσουμε την αντίστασή μας. Ένας λαός, δεν βρίσκεται υπό κατοχή μονάχα όταν ξένα στρατεύματα βρίσκονται στη χώρα του. Βρίσκεται υπό Κατοχή και όταν κοινωνικά ανομιμοποίητοι εξωθεσμικοί παράγοντες, έχουν αναλάβει τα ουσιαστικά ηνία του Κράτους, όπως η Τρόϊκα. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το άλλο γεγονός, ότι δηλαδή το Μνημόνιο μας πήγε πίσω περίπου στη δεκαετία του ’50 με αρχές δεκαετίας του ‘60, όπου και τότε άλλοι ντόπιοι και ξένοι εξωθεσμικοί – παρακρατικοί παράγοντες είχαν επιβάλει κι αυτοί μια ανάλογη Κατοχή (την Κατοχή της Δημοκρατίας από εξωθεσμικούς παράγοντες ανωμαλίας) προετοιμάζοντας τον ενταφιασμό της δημοκρατίας και την έλευση της χούντας, φρονώ ότι μας δίνει το δικαίωμα να επιλέξουμε ως «φιλοσοφία» αντίστασης έναν Νέο Ανένδοτο. Έναν Ανένδοτο αγώνα κατά της εκχώρησης εθνικής κυριαρχίας που έγινε χωρίς να ερωτηθεί ο λαός, και συνεπώς, κατά των Ξένων Δυνάμεων που ήρθαν και αλωνίζουν στη χώρα με ύφος χιλίων καρδιναλίων, και το χειρότερο, με «όρεξη» να αποδιοργανώσουν και την κοινωνία και την οικονομία, εν ονόματι κάποιων αγοραίων ιδεοληψιών τους, που τελικώς καταστρέφουν και την ίδια την αγορά. Ο Νέος Ανένδοτος, θα πρέπει να καταστήσει σαφές προς το Πορφυριάτο που τρεχόντως διοικεί τον τόπο, ότι ο λαός αυτός, δεν ευθύνεται ούτε για τη χρεοκοπία ούτε για τη λεηλασία που οδήγησε σ’ αυτή, ούτε συμμετείχε σε δείπνα και γεύματα στα οποία διαμοιράζονταν η εθνική περιουσία. Ούτε βεβαίως, πρόκειται να μπω στη λογική των ανταποδείξεων ότι τα λεφτά «τάφαγαν» ή δεν «τάφαγαν» οι απλοί δημόσιοι υπάλληλοι με τους καταχρηστικούς διορισμούς. Ακόμα κι αν έγιναν  τέτοιες καταχρηστικές προσλήψεις στο δημόσιο (στενότερο και ευρύτερο), –που σαφώς έγιναν- φταίνε οι υπάλληλοι αυτοί; Ή μήπως κάνουμε ότι τάχα δεν ξέρουμε ότι το ίδιο το πολιτικό σύστημα, είχε δημιουργήσει προϋποθέσεις αποκλεισμού από το δημόσιο όσων ήθελε να αποκλείσει, και επομένως, καθιστούσε μονόδρομο, για τον κάθε ατυχή που ζητούσε μια θέση στον ήλιο, την πελατειακή εξάρτηση; Τις πελατειακές σχέσεις, δεν τις εφηύραν και πολύ περισσότερο δεν τις «θεσμοθέτησαν» οι πολίτες : τις θεσμοθέτησαν οι πολιτικοί, ένα φαύλο πολιτικό σύστημα, που παρήγε πελατειακές σχέσεις, εξαιρέσεις και αναξιοκρατία. Και κάτι ακόμα. Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους της συμμετοχής εκάστου στο πρόβλημα, κάνω τούτη τη πρόταση : αθροίστε το σύνολο των κάθε μορφής αποδοχών και λοιπών απολαβών των υπαλλήλων που διορίσθηκαν εκτός ΑΣΕΠ (αφού προφανώς σ’ αυτούς πάει η μομφή) την περίοδο 1981-2010, θεωρείστε χωρίς καμία άλλη δικαιολογία, ότι όλοι τους προσλήφθηκαν χωρίς ούτε ένας από αυτούς να χρειάζεται να προσληφθεί, και όλων αυτών τις αποδοχές να τις συγκρίνετε με την καθαρή διαφορά της περιουσίας και των εισοδημάτων των μελών της Βουλής και των κυβερνήσεων της ίδιας περιόδου, όπως επίσης και με την περιουσία μιας μόνο εκ των οικογενειών εκείνων που κατά καιρούς, από το ίδιο το πολιτικό σύστημα (και μάλιστα από εκπροσώπους των δυο κομμάτων εξουσίας), χαρακτηρίσθηκαν, όταν δεν κατηγορήθηκαν, σαν «διαπλεκόμενοι» με το Δημόσιο. Όταν θα γίνουν οι σχετικές συγκρίσεις, τότε, ας ξαναβρεθούμε να ξανασυζητήσουμε. Και επειδή το Πορφυριάτο κοστολογεί και την ανάσα μας, να μη ξεχάσει να προσμετρήσει το γεγονός, ότι τουλάχιστον τα χρήματα αυτών των «κηφήνων», στη μεγάλη τους πλειοψηφία ανακυκλώθηκαν εντός της ελληνικής πραγματικής οικονομίας είτε ως κατανάλωση είτε ως αποταμίευση με ό,τι αυτό σημαίνει από άποψη πολλαπλασιαστικών επιπτώσεων, σ’ αντιδιαστολή με άλλους, που το κλαπέν, άλλως υπεξαιρεθέν ελληνικό χρήμα το διοχέτευσαν είτε ως κατανάλωση είτε κυρίως ως αποταμίευση σε ξένες πραγματικές οικονομίες και πάλι με ό,τι αυτό σημαίνει. Σ’ όλο αυτό το «σύστημα», θα ρωτήσει κάποιος, δεν υπάρχει και ευθύνη του λαού; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη : ΒΕΒΑΙΩΣ και υπάρχει, αλλά είναι άλλου περιεχομένου και άλλης διάστασης. Π.χ, αν στο δημόσιο υπάρχουν «κοπρίτες», για να μεταχειριστώ ένα ωμό όρο, αν δεν είναι λίγοι αλλά πολλοί, τότε, τούτοι υπάρχουν διότι υπάρχουν άλλοι «κοπρίτες» που επιλέγουν ομοίους τους, που έχουν την εξουσία της επιλογής. Διότι ακόμα και αν ήταν «υποχρεωμένοι» οι πολιτικοί για λόγους καθαρά ρουσφετολογικούς, δηλαδή πελατειακούς, να διορίζουν υπεράριθμους στο δημόσιο, ευρύτερο και στενότερο, ποιος τους εμπόδιζε να επιλέγουν από τη δεξαμενή των ψηφοφόρων τους, τούς ικανότερους, τούς ηθικότερους, γενικά τούς καλύτερους; Και επειδή τούτο το προνόμιο των διορισμών το είχαν τα δύο κόμματα εξουσίας, τι λέγουν όσοι αναφέρονται στο «μαζί τα φάγαμε» ή στη παρουσία «κοπριτών» στο Δημόσιο; Ότι από τα 5-6 εκατομμύρια ψηφοφόρων των δύο κομμάτων, δεν ήταν δυνατό όσοι διόριζαν, να βρουν τους καλύτερους; Ή ότι όλα αυτά τα 5-6 εκατομμύρια είναι διαφθαρμένοι και «κοπρίτες», και άρα, ήταν μονόδρομος η αναξιοκρατία και η φαυλότητα που επέπρωτο να στελεχώσει το Δημόσιο; Αλλά, επιτρέψτε μου να πω : «Τι να κάνουμε; Αυτές είναι οι πολιτικές μας ηγεσίες», παραφράζοντας τη δήλωση του πρώην «εκσυγχρονιστή» πρωθυπουργού κ. Κ. Σημίτη : «Τι να κάνουμε; Αυτή είναι η Ελλάδα.»

Δεν θα πρέπει ακόμη να μας διαφεύγει, ότι την δεκαετία του 50 και τις αρχές της δεκαετίας του 60,  η παρακμή του πολιτικού συστήματος, ήταν αντιστρόφως ανάλογη της οικονομικής ανάπτυξης της εποχής εκείνης, μιας ανάπτυξης αναμφισβήτητης μα και άνισης σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή στη διανομή της πίττας. Το μέγα μάθημα που βγαίνει –γι’ ακόμα μια φορά απ’ αυτό το τελευταίο- είναι το πόσο οι απλοί αριθμοί, δεν λένε ποτέ την αλήθεια, και πόσο διαφοροποιείται η σημασία τους και η ερμηνεία τους, όταν δεν είναι ανθρωποκεντρικά εστιασμένοι. Η κορύφωση δε του δράματος της εποχής εκείνης, είναι η δικτατορία που προέκυψε μετά από λίγα χρόνια, μια δικτατορία που έμελε να λειτουργήσει ως η τραγική αναγκαιότητα για την κάθαρση του προηγηθέντος πολιτικού δράματος, αφού το ίδιο το πολιτικό σύστημα, πλήρως αποδιοργανωμένο και διαφθαρμένο, αποδείχτηκε αδύναμο να αυτοκαθαρθεί και αυτοαναγεννηθεί, εν πάσει δε περιπτώσει, προσωπικά δεν γνωρίζω πολλά ιστορικά προηγούμενα όπου μια Παρακμή να μεταβλήθηκε σε Ακμή, μέσω μιας μεταμόρφωσής της. Ο δε Ανένδοτος εκείνης της εποχής, στόχευε στο να επανέλθει η νομιμότητα του δημόσιου βίου στο σημείο που ήταν πριν την εκλογική βία και νοθεία του 1961, προϊόν περισσότερο παρακρατικών κύκλων παρά του τότε κυβερνώντος κόμματος (ΕΡΕ) και πολύ περισσότερο της τότε κυβερνήσεως Καραμανλή, πέτυχε μεν να οδηγήσει τον Γεώργιο Παπανδρέου στην εξουσία, όχι όμως και στη διάσωση του πολιτικού συστήματος, ουδέ καν αυτού του πολιτεύματος, πολύ δε περισσότερο στην αναγέννηση και δημοκρατική εδραίωσή του, και βεβαίως, η αυλαία έπεσε με μια εθνική περιπέτεια και τραγωδία (κυπριακό).

Σήμερα, αναλογικά, βρισκόμαστε κάπου σ’ εκείνες τις μέρες. Η μεγάλη δε πρόκληση σήμερα, είναι να δούμε πώς να μη φτάσουμε στην κορύφωση του δράματος που ιστορικά επέρχεται με μια εκτροπή που δεν είναι πάντα ορατή, όπως δεν ήταν από όλους όσους θα μπορούσαν έγκαιρα να λάβουν μέτρα το 1967, (λίγες ώρες μόνο πριν την εκδήλωση του πραξικοπήματος η κυβέρνηση συσκέπτονταν για… τρέχοντα ζητήματα!!) όπως δεν είναι και σήμερα, όπου μιλάμε πολύ για προβλήματα αλλά σχεδόν καθόλου για την προοπτική μιας εκτροπής, την οποία θεωρούμε αδύνατη λόγω συμμετοχής μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μια Ευρώπη, που δεν ξέρω πόσο πολύ αποτελεσματική θα ήταν να αποτρέψει μια τέτοια εκτροπή, αφού, σχεδόν την υποθάλπει, και υπό μια έννοια, τούτη η εκτροπή έχει ήδη συντελεστεί. Είναι δε αυτή η εκτροπή, η καταφανής υποταγή σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, της πολιτικής στη τεχνοδομή, σ’ αυτό το απολίτικο και ανομιμοποίητο κοινωνικά και πολιτικά Πορφυριάτο.

Αυτό το «σχεδόν την υποθάλπει», θέλω να το ξεκαθαρίσω λίγο. Τι εννοώ; Εννοώ, ότι πολλά πράγματα έχουν αλλάξει μορφή και μέσα αγώνα, όχι όμως στόχευση και ουσία. Π.χ., η αποικιοκρατία φαντάζει πια πολύ ντεμοντέ ως μέσο διεθνούς εκμετάλλευσης λαών και χωρών, αλλά η ίδια η διεθνής εκμετάλλευση, δεν παύει να εξακολουθεί να παράγει τα ίδια αποικιοκρατικά αποτελέσματα αλλά με ένα πολύ πιο συγκαλυμμένο και «δημοκρατικά εύπεπτο» τρόπο. Το ίδιο και μια δικτατορία, μια δηλαδή, εκτροπή. Μια δικτατορία δεν είναι καθόλου υποχρεωτικό να φορά πηλίκιο, ούτε να είναι ντυμένη με στρατιωτική στολή και να κρατά πιστόλι. Μπορεί να φορά πολιτική περιβολή, μπορεί να μιλά πολύ για δημοκρατία, να υιοθετεί και ακολουθεί τις δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά, όπως και η δικτατορία, πιστεύει πολύ στο ρόλο της του «γιατρού» (πράγμα που υποχρεωτικά οδηγεί σε μια «πραγματικότητα» που έχει να κάνει με την υποχρεωτική ύπαρξη ενός «ασθενούς», που «πρέπει» χωρίς πολλά λόγια να δέχεται χωρίς να ρωτά το όποιο πικρό χάπι του δίνεται, και βέβαια, και η όποια κατασταλτική ουσία του παρέχεται, «για το καλό του».) Και βέβαια, όπως και οι στρατιωτικές δικτατορίες, έτσι και οι μη στρατιωτικές δικτατορίες, θέτουν χρονοδιαγράμματα εξόδου απ’ τη κρίση, μια έξοδος που συνήθως δεν γίνεται παρά ύστερα από μια εξέγερση ή επανάσταση των «ασθενών» κατά των γιατρών τους. Ακόμα, εστιάζοντας στα καθ’ ημάς, εύχομαι να διαψευσθώ, αλλά πιστεύω, ότι ούτε και τώρα θα αποφευχθούν εθνικές περιπέτειες, αυτή τη φορά εστιασμένες στο Αιγαίο και τη Θράκη. Η κρίση της χώρας μας δεν είναι αμιγώς δημοσιονομική και βεβαίως δεν έχει να κάνει αμιγώς με θέματα ανταγωνιστικότητας. Οι Ξένες Δυνάμεις που επέβαλαν την Κατοχή που βιώνουμε, εκτιμώ, διαισθάνομαι, ότι δεν βρίσκονται εδώ ως απλοί δανειστές…

Πάντως δεν ισχυρίζομαι ότι η κυβέρνηση είναι περιχαρής με την κατάσταση αυτή. Λέω πολύ απλά, ότι υιοθέτησε λάθος στρατηγική, και επιμένει να την ακολουθεί. Λέω ακόμα ότι, πάντοτε κατ’ εμέ, δεν επέδειξε την απαιτούμενη αγωνιστικότητα για ν’ αντικρούσει τις αξιώσεις της Τρόϊκας, και σχεδόν έπεσε αμαχητί, δίνοντας μάχες οπισθοφυλακής, στη λογική, στις εκατοντάδες των μέτρων που μέχρι σήμερα έχει υποδείξει η Τρόϊκα, να περάσουν και μερικές πιο ήπιες διευθετήσεις, προκειμένου να περισωθεί το κυβερνητικό γόητρο. Ήδη οι τροικανοί αρχίζουν να έχουν και άποψη για τα πολιτικά μας πράγματα, για το ποιο εκλογικό αποτέλεσμα είναι καλό, για το ποια παράταξη αντιλαμβάνεται καλύτερα τα πράγματα και ποια όχι, και πάει λέγοντας.

Παρ’ ότι η κυβέρνηση έκανε το σοβαρό λάθος να συνδέσει τον πατριωτισμό με την αποδοχή του μνημονίου, εγώ δεν θα το αντιστρέψω, συνδέοντας την αποδοχή του μνημονίου με τον αντιπατριωτισμό, διότι έχει περάσει από πολλού ο καιρός που μοιράζονταν τέτοιου είδους πιστοποιητικά. Έχουμε τόσα προβλήματα, που δεν χρειάζεται να αναμοχλεύουμε παλιά και μάλιστα με λάθος τρόπο για λάθος σκοπό και σε λάθος ώρα. Μια αναμόχλευση θα ήταν νοητή για λόγους ιστορικής διαπαιδαγώγησης και ιστορικής μνήμης, ώστε να δούμε γιατί πρέπει να αποφεύγουμε τέτοιες συμπεριφορές και όχι για να τις επαναλαμβάνουμε.

Ένας Ανένδοτος Αγώνας είναι αναγκαίος.

Ανένδοτος Αγώνας για να καταστεί η υπόθεση της Εθνικής Ανεξαρτησίας μας αγαθό αδιαπραγμάτευτο για οποιονδήποτε λόγο.

Ανένδοτος Αγώνας για να καταστεί η υπόθεση της Διαχείριση των του οίκου μας, υπόθεση δική μας, του λαού μας και των οργάνων της Δημοκρατίας μας.

Ανένδοτος Αγώνας, διότι υπάρχουν ιδιωτικές οικονομίες που πτωχεύουν αλλά όχι και λαοί.

Ανένδοτος Αγώνας, διότι η εθνική μας οικονομία, δεν είναι το ανάλογο μιας ιδιωτικής επιχείρησης, ώστε να απαιτούν διαχείριση της κρίσης μιας εθνικής οικονομίας με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

Ανένδοτος Αγώνας, για να επιβιώσει πρώτα ο λαός, κι ύστερα οι αριθμοί.

Ανένδοτος Αγώνας, έως ότου τερματιστεί ο βομβαρδισμός της ψυχής του Έλληνα με βόμβες Φόβου, Ντροπής και Εξευτελισμού.

Ανένδοτος Αγώνας έως ότου τερματιστεί η βαρβαρότητα της καθιερωμένης ιστορικής μεθόδου συμμετοχής στα δημόσια βάρη κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο των πραγματικών δυνατοτήτων του καθενός.

Ανένδοτος Αγώνας έως ότου το υπεξεραιθέν, άλλως κλαπέν, άλλως ληστευθέν χρήμα επιστρέψει στο δημόσιο ταμείο, και οι ένοχοι οδηγηθούν στη φυλακή.

Ανένδοτος Αγώνας έως ότου η όποια δημόσια περιουσία περιήλθε στον ιδιωτικό τομέα με όρους χαριστικούς και παράνομους, ανακτηθεί ή υποχρεωθούν οι σκανδαλωδώς ευνοηθέντες να πληρώσουν τη διαφορά μεταξύ χαριστικών και πραγματικών τιμημάτων.

Ανένδοτος Αγώνα για την ουσιαστική διάκριση και λειτουργία των εξουσιών, και πλήρης λειτουργική αποδέσμευση της Νομοθετικής και Δικαστικής εξουσίας από την εκτελεστική. Η Ηγεσία της Δικαστικής Εξουσίας να αναδεικνύεται ταυτόχρονα με τις εθνικές εκλογές απ’ ευθείας από τον Λαό.

Ανένδοτος Αγώνας έως ότου ρυθμιστεί νομοθετικά το ζήτημα της μετεκλογικής κυβερνητικής συνέπειας του κάθε κόμματος που κυβερνά, σε σχέση με το προεκλογικό του πρόγραμμα, σε τρόπο ώστε, αν προκύπτει υπαίτια διάσταση, αυτομάτως να οδηγούμαστε σε νέες εκλογές όπου το κόμμα από το οποίο προήλθε η κυβέρνηση που καταργήθηκε γι’ αυτό τον λόγο, με βάση ρητές διατάξεις του εκλογικού νόμου, θα έχει ειδική δυσμενή αντιμετώπιση, τουλάχιστον για την πρώτη εκλογική διαδικασία αμέσως μετά τη πτώση της κυβέρνησης.

Ανένδοτος Αγώνας έως ότου η Ελλάδα πάψει να αποτελεί πειραματόζωο, όπου διψασμένοι τεχνοκράτες, επιχειρούν να «αναισθητοποιήσουν» και «απονευροποιήσουν» έναν ολόκληρο λαό, ένα ζωντανό οργανισμό, ώστε να λειτουργεί όχι ενεργητικά μα παθητικά.

Ανένδοτος Αγώνας έως ότου γίνει πραγματικότητα η ουσιαστική συμμετοχή του Λαού στη διακυβέρνηση του τόπου και άρα στη χάραξη των προοπτικών του, μέσω υποχρεωτικών δημοψηφισμάτων για όλα τα εθνικώς σημαντικά θέματα.

Ανένδοτος Αγώνας, έως ότου τούτος ο λαός, ξαναποκτήσει ένα νέο υγιές και εύρωστο όραμα που θα τονίζει την εμπιστοσύνη του στις ικανότητές του και κυρίως θα δείχνει αξιόπιστα ότι πορευόμαστε προς ένα καλύτερο μέλλον και δε βρισκόμαστε σε μια Πορεία Θανάτου προς το Χθες.

Ανένδοτος Αγώνας, με την αποχή όλων των κομμάτων από τη Βουλή για κάθε θέμα που άπτεται ζητήματος αφορώντος την Τρόϊκα και το Μνημόνιο, έως ότου η χώρα ανακτήσει ΠΛΗΡΩΣ την εθνική της ανεξαρτησία έναντι των δανειστών της, έτσι ώστε αν μη βρίσκεται πλέον συνομιλητής με Δυνάμεις τέτοιας αντίληψης και νοοτροπίας για τη τύχη ολόκληρων λαών, κάτι που θα ενισχύει και την ίδια τη κυβέρνηση έναντι της Τρόϊκας. Το ερώτημα «ποιος κυβερνά αυτό το τόπο», δεν θα πρέπει να περιέχει κανένα δίλημμα.

Ανένδοτος Αγώνας, έως ότου τούτος ο λαός με δημοψήφισμα αποφανθεί ποια οργάνωση της οικονομίας και των αγορών υιοθετεί, ποιο μοντέλο ανάπτυξης και κατανομής των αποτελεσμάτων της.

Ανένδοτος Αγώνας, έως ότου τούτος ο τόπος απελευθερωθεί από τις φυλακές και τους σύγχρονους Άη Στράτηδες, το θετικό ελληνικό δαιμόνιο, αυτό της δημιουργικής πολυπραγμοσύνης, της καινοτομίας, της εφευρετικότητας, του επιχειρείν στην συνολική του (αγοραία και μη αγοραία) διάσταση.

Ανένδοτος Αγώνας, έως ότου τούτος ο λαός υποχρεώσει την Παρακμή να παρακμάσει προσβαλλόμενη από τον ίδιο της το δηλητήριο.

Ανένδοτος Αγώνας, έως ότου τούτος ο λαός επιβάλλει την επάνοδο της Πολιτικής που χρόνια τώρα αναζητείται.

Ανένδοτος Αγώνας, έως ότου τούτος ο λαός υποχρεώσει το Πορφυριάτο να περιοριστεί στη διαχείριση των αριθμών και όχι των ανθρώπων χάριν της ευημερίας των αριθμών. Από τη στιγμή που η σημασία των αριθμών υπερισχύσει οριστικώς της σημασίας των ανθρωπίνων υπάρξεων, τότε, ο άνθρωπος θα βρίσκεται πολύ κοντά στην πραγματικότητα του ζωντανού νεκρού, και η προοπτική του θανάτου θα είναι πιο επιθυμητή από την μια τέτοια πραγματικότητα.

Κλείνω τούτο το πρωτοχρονιάτικο άρθρο μου, υπενθυμίζοντας κάτι που ήδη διευκρίνισα. ‘Οτι δεν προτίθεμαι τη κρίσιμη αυτή στιγμή προσωπικά να ακολουθήσω όσους επιθυμούν να μοιράζουνε πιστοποιητικά πατριωτισμού. Για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου και σε ό,τι θίγεται σ’ αυτό, εστιάζω στο ότι υπάρχουν διαφορές αντιλήψεων στις πολιτικές, αυτό είναι όλο, και στη βάση αυτή συζητώ ότι πρέπει να δοθεί η σημερινή μάχη.

Προσωπικά, θα ήθελα να έβλεπα την κυβέρνηση να αφουγκράζονταν περισσότερο τη λαϊκή βάση και να είχε περισσότερη εμπιστοσύνη στη κρίση της, κάτι που θα επιβεβαιώνονταν με το να προσφύγει στη κρίση αυτή μέσω δημοψηφίσματος για κρίσιμα ζητήματα που αφορούν την τρέχουσα κρίση, που προοιωνίζεται να καταστεί μονιμότερου χαρακτήρα. Αν οι συνέπειες της κρίσης σήμερα είναι δραματικές, κινδυνεύουν να καταστούν ολέθριες αύριο, και ιδίως να οδηγήσουν σε τεράστια κοινωνική ανωμαλία και μαρασμό της οικονομίας και της αγοράς πράγμα που πρέπει πάσει θυσία να αποφευχθεί.

Ζητώ, ως απλός πολίτης αυτής της χώρας, από τη κυβέρνηση του τόπου μου, μου ενισχύσει την πεποίθησή μου, ότι η τύχη της χώρας μας βρίσκεται στα δικά μας χέρια και όχι σε ξένα.

Ζητώ από τη κυβέρνηση της χώρας μας, να αποκηρύξει όλες τις περί Μονοδρόμου Θεωρίες.

Ζητώ από τη κυβέρνηση του τόπου μας, να γίνει κι η ίδια «συνοδοιπόρος» σ’ αυτό τον Ανένδοτο Αγώνα, με την απλή δήλωση προς την Τρόϊκα ότι πλέον η πολιτική και κοινωνική ανοχή του τόπου προς το Μνημόνιο εξαντλήθηκε και επομένως, δεν μπορεί αζημίως για τη χώρα να πολιτεύεται χωρίς την λαϊκή και κοινωνική δεδηλωμένη, η οποία σε εκλογικό επίπεδο δόθηκε για άλλο κυβερνητικό πρόγραμμα. Δοθέντος μάλιστα τούτου του τελευταίου, επιβάλλει μια ώρα νωρίτερα η κυβέρνηση είτε να προσφύγει χωρίς εκλογές στη λαϊκή ετυμηγορία μέσω δημοψηφίσματος στο λαό ώστε ο τελευταίος να εγκρίνει ή όχι τις τρέχουσες συνολικές της επιλογές, είτε να προσφύγει σε βουλευτικές εκλογές, προκειμένου να παρουσιάσει το νέο της πρόγραμμα, το οποίο απέχει παρασάγγας του δικού της προεκλογικού προγράμματος.

Ζητώ από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις του τόπου μου, να γίνουν ομοίως «συνοδοιπόροι» τούτου του Ανένδοτου Αγώνα.

Ζητώ να υψώσουμε ανάχωμα στην οπισθοδρόμηση. Όχι μόνο κανένα νέο μέτρο εν ονόματι καμιάς Τρόϊκας που θα εξαθλιώνει περισσότερο το λαό, μα και κατάργηση όσων ήδη πάρθηκαν και οδήγησαν στη βίαιη περαιτέρω εξαθλίωση του βιοτικού επιπέδου, με εξαίρεση όσα διαρθρωτικά μέτρα είναι πράγματι αναγκαία, μέσω της επαναδιαπραγμάτευσης του Μνημονίου. Σε μια τέτοια επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στους δανειστές μας και στους Οργανισμούς ή θεσμούς που εκπροσωπούν, ότι η υπερχρέωση της χώρα δεν έγινε ΚΑΙ χωρίς δική τους ευθύνη, πράγμα που ηθικώς μας νομιμοποιεί να ζητήσουμε επαναδιαπραγμάτευση της διάρκειας αποπληρωμής του χρέους, με ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ μείωση (π.χ. στο 1%) των τόκων και επίσης ΑΤΟΚΗ εξόφληση μέρους του χρέους, τουλάχιστον εκείνου του τμήματος που αφορά την «ύποπτη» περίοδο της επίσης «ύποπτης ανοχής» των δανειστών μας στη διόγκωση τούτου του χρέους. Σε μια τέτοια επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στην Ευρώπη και άλλους Διεθνείς Οργανισμούς (π.χ. ΝΑΤΟ, ΟΗΕ, κ.λπ.), ότι η υπερχρέωση της χώρα δεν της επιτρέπει να μετέχει π.χ. σε πολυτελείς διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές, δεν της επιτρέπει να σηκώνει το κόστος της λαθρομετανάστευσης μόνο και μόνο επειδή η Ευρώπη αποφάσισε να μετατρέψει την Ελλάδα σε στρατόπεδο «υποδοχής» λαθρομεταναστών προκειμένου να μην έχει η ίδια τέτοια «στρατόπεδα» στις λοιπές χώρες μέλη, και επομένως θα επιτρέπουμε στην ελεύθερη διεκπεραίωσή τους σε όποια χώρα της Ευρώπης επιθυμούν χωρίς να δεχόμαστε τον «επαναπατρισμό» τους εδώ. Σε μια τέτοια επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, θα πρέπει να αρθούν όλοι οι όροι που ευθέως οδηγούν σε μείωση της εθνικής μας κυριαρχίας, πολύ δε περισσότερο, δεν θα υπάρχουν όροι που μπορεί να ανοίγουν την όρεξη για «πλειστηριασμό» εθνικών μας πόρων και εθνικού μας πλούτου εν ονόματι της εξυπηρέτησης του χρέους.

Και βεβαίως, σε καμιά περίπτωση δεν εννοώ ότι η Ελλάδα, αφού αποδεχτεί ΜΕΣΩ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ ένα τέτοιο αναθεωρημένο Μνημόνιο, δεν θα πρέπει να είναι συνεπής προς αυτό.

Δεν έχω ψευδαισθήσεις για το τι σημαίνει ένας απλός πολίτης να απευθύνεται στους θεσμούς –γενικώς-, προκειμένου να εκθέσει απόψεις του για ζητήματα που εμπίπτουν στο γενικότερο ή ειδικότερο «λειτουργικό» ή «διοικητικό» χώρο ευθύνης τους, πόσο μάλλον, όταν μιλάμε για την ίδια τη κυβέρνηση, που άμεσα ή έμμεσα εκφράζει τη συνισταμένη όλων των επιμέρους θεσμών του Κράτους. Στα πλαίσια ενός εθιμικού δικαίου, κατά κανόνα, οι θεσμοί συνδιαλλέγονται με θεσμούς, και η όποια ιδιωτική παρέμβαση δεν αποτελεί παρά γραφική νότα του πολίτη που την επιχειρεί, εξόν κι αν πρόκειται για πολίτη με «επώνυμο», πράγμα που του δίνει του δικαίωμα ενός οιωνεί θεσμικού ρόλου στη δημόσια σκηνή. Παρ’ όλα αυτά, εννοώ όσο το μπορώ να λειτουργώ ως ενεργός πολίτης, έστω μ’ αυτό τον τρόπο.

Μ’ αυτές λοιπόν τις σκέψεις, κλείνω αυτό το άρθρο ευχόμενος σε όλους ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!