ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΠΡΥΤΑΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΚΑΙ Ο ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Γράφει ο Aστέριος Ν. Kατσαμούρης

Ας μιλήσουμε απλά.

Η εικοσαπενταετής και πλέον συμμετοχή μου στα ακαδημαϊκά δρώμενα συνδυασμό μου επιτρέπουν να κάνω με άνεση ορισμένες επισημάνσεις για τις επερχόμενες πρυτανικές εκλογές, οι οποίες αναμένεται να διεξαχθούν στις επόμενες ημέρες.

Οι εκλογές αυτές δε διαφέρουν ως προς τις εσωτερικές διαδικασίες τους από τις αντίστοιχες των προηγούμενων χρόνων, αφού θα διεξαχθούν μέσω ενός νομικού πλαισίου, το οποίο ελάχιστα διαφοροποιείται από το προηγούμενο, κυρίως ως προς τη συμμετοχή των φοιτητών και τη θητεία της Πρυτανικής Αρχής. Η βασική, ωστόσο, διαφοροποίηση βρίσκεται στο γεγονός ότι οι τωρινές εκλογές θα διεξαχθούν κάτω από συνθήκες οξείας οικονομικής – και όχι μόνο - κρίσης, η οποία εκδηλώθηκε στο έδαφος ενός χρόνιου και εξόχως επώδυνου ευτελισμού των θεσμών, που έχει, εδώ και χρόνια εμποτίσει το πολιτικό μας σύστημα και κατεπεκταση τον ακαδημαϊκό ώρο.

Σε κάθε προεκλογική περίοδο για την ανάδειξη των Προέδρων ή Κοσμητόρων ή Πρυτανικών Αρχών όλων των επιμέρους ΑΕΙ της χώρας μας, η γενική ατμόσφαιρα των προεκλογικών διεργασιών εμφανίζεται ζοφερή, ξένη προς την αναμενόμενη προσδοκία μας για την επιλογή των πλέον ικανών εκπροσώπων μας, επιλογή βασισμένη στην αξιοσύνη των υποψηφίων ........
να φέρουν αποτελεσματικά σε πέρας τα τρέχοντα πανεπιστημιακά προβλήματα, να προάγουν την πανεπιστημιακή ζωή και να παράγουν και να προωθούν συγκεκριμένο πανεπιστημιακό λόγο. Ένα λόγο, ο οποίος να βρίσκεται σε αρμονία - έστω και σε μικροκλίμακα - με τα σύγχρονα διεθνή ακαδημαϊκά πρότυπα, αλλά και να προσιδιάζει με την πανεπιστημιακή κοινότητα από την οποία εκφέρεται.

Δυστυχώς, το υπάρχον νομικό πλαίσιο, λειτουργεί σχεδόν απαράλλαχτα από την εποχή που πρωτοεφαρμόστηκε (1981!) και είναι ενιαίο – και πάλι δυστυχώς - για όλα τα ΑΕΙ της χώρας μας, χωρίς να επιτρέπει να αναδειχθούν οι ποσοτικές και, ιδιαίτερα, οι ποιοτικές ιδιαιτερότητες του κάθε Πανεπιστημίου. Η αξιολόγηση που ενσωματώθηκε πρόσφατα στο Νόμο-Πλαίσιο είναι μια πρόοδος. Αλλά η γενικότερη φιλοσοφία του, οι άπειρες διατάξεις του, οι αναρίθμητες δυνατότητες που δίνει στην πολιτική ηγεσία να παρεμβαίνει ασφυκτικά στις αμιγώς ακαδημαϊκές υποθέσεις των επιμέρους ακαδημαϊκών μονάδων και ο συνεπακόλουθος απαρχαιωμένος κεντρικός γραφειοκρατικός μηχανισμός δεν αίρουν την “ισοπέδωση” και τους προς τα κάτω “συμψηφισμούς”.

Πρέπει όμως και εμπράκτως να παραδεχτούμε ότι το ακαδημαϊκό όραμα δεν κλονίζεται μόνο από την Πολιτεία. Πολλές από τις λειτουργίας των θεσμών του Πανεπιστημίου που δεν έχουν καμία εξάρτηση από την πολιτεία έχουν ευτελιστεί από ποικίλες εσωτερικές αδυναμίες. Η μη αξιοκρατική εκλογή ή εξέλιξη μελών ΔΕΠ, ο νεποτισμός, η μη εφαρμογή, έστω, της εσωτερικής αξιολόγησης, η πλημμελής ή η αναποτελεσματική παρουσία μελών ΔΕΠ στους χώρους εργασίας τους, η πλημμελής παρουσία φοιτητών μας στα προπτυχιακά μαθήματα, η μη εφαρμογή των όποιων εσωτερικών κανονισμών Εργαστηρίων και Κλινικών και η ένταση της αιδήμονος σιωπής των ακαδημαϊκών δασκάλων απέναντι στα νοσηρά ακαδημαϊκά φαινόμενα αποτελούν μερικά παραδείγματα των εσωτερικών, πρωτογενών, αδυναμιών των ΑΕΙ.

Πρόσφατη (Νοέμβριος 2009) έκθεση της Κομισιόν για τα Πανεπιστήμια έδειξε ότι μολονότι η χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν θα μπορούσε να κριθεί ανεπαρκής (κυμαίνεται στο 1,4% του ΑΕΠ) και υπάρχουν αρκετοί πανεπιστημιακοί (αναλογούν 2 σε κάθε χίλιους κατοίκους), τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, αφού:

1. Σε κάθε πανεπιστημιακό αναλογούν πάνω από 30 φοιτητές (ο δεύτερος υψηλότερος αριθμός στην Ευρωπαϊκή Ένωση).

2. Οι απόφοιτοι ανά πανεπιστημιακό είναι κατά τι λιγότερο από 3 (σε κάθε χίλιους κατοίκους αναλογούν λιγότερο από 6 πτυχιούχοι).

3. Η Ελλάδα είναι τελευταία στο δείκτη αποφοίτησης, γεγονός που αποδίδεται στη χαμηλή συμμετοχή στα μαθήματα, στη μακροχρόνια παραμονή στο πανεπιστήμιο ή στην εγκατάλειψη του μετά την εισαγωγή.

4. Η Ελλάδα έχει εξίσου χαμηλές επιδόσεις και στο μεταπτυχιακό επίπεδο (οι δημοσιεύσεις είναι πολύ λίγες αναλογικά με τον αριθμό του πανεπιστημιακού προσωπικού και η αναπαραγωγή τους εξαιρετικά χαμηλή), και

5. Στον δείκτη για την πολιτική που ακολουθείται όσον αφορά το προσωπικό των ΑΕΙ, η Ελλάδα είναι τελευταία στον συνολικό δείκτη αξιολόγησης!!!

Από τα ανωτέρω γίνεται αντιληπτό ότι οι ευθύνες για την προϊούσα φθορά των λειτουργιών των ΑΕΙ της χώρας οφείλουν να αποδοθούν αναλογικά τόσο στην Πολιτεία όσο και σε αυτά τα ίδια τα ΑΕΙ. Ας πάψουμε, επομένως, να αποδίδουμε όλα τα δεινά των πανεπιστημίων αποκλειστικά στην Πολιτεία. Ας πάψουμε να κινούμαστε σε θεατρικές παραστάσεις του παραλόγου με τον ίδιο πάντα συγγραφέα και δυσδιάκριτους υποβολείς. Η συντεταγμένη αποβολή των εσωτερικών, των δικών μας, αδυναμιών αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για να οικοδομήσουμε μακροπρόθεσμα το σύγχρονο ακαδημαϊκό περιβάλλον που έχουν ανάγκη οι νεώτερες γενιές. Η σμίλευση, άλωστε, του εσωτερικού ακαδημαίκού μας αγάλματος αποτελεί και προυπόθεση να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη όχι μόνο της κοινωνίας, αλλά και αυτής της ίδιαςτης Πολιτείας.

Ωστόσο, το πρωτογενές και, συνεπώς, το μέγιστο μερίδιο της ευθύνης ανήκει στην Πολιτεία. Έτσι, αν δεχθούμε αυτό που διαπιστώνουμε και μόνοι μας και που πρόσφατα διατυμπάνισαν οι αρχηγοί όλων ανεξαίρετα των κομμάτων με περίσσια μάλιστα αγανάκτηση, ότι δηλαδή το πολιτικό σύστημα είναι (διε)φθαρμένο, ο πολιτικός εναγκαλισμός των Πανεπιστημίων θα είναι εξ αντικειμένου φθοροποιός για την ακαδημαϊκή κοινότητα. Η ακαδημαϊκή κοινότητα, λιγότερο δυνατή πολιτικά από την Πολιτεία, (δια)φθείρεται μεν αναλογικά, αλλά η φθορά αυτή έχει ασύγκριτα μεγαλύτερο ειδικό βάρος γιατί η κοινωνία προσδοκά από την ακαδημαϊκή κοινότητα και από τον ακαδημαϊκό δάσκαλο να είναι πρότυπα συμπεριφοράς σε όλες ανεξαίρετα τις λειτουργικές τους εκφάνσεις.

Η Πολιτεία έχει χρέος να προσφέρει άμεσα αποτελεσματικές υπηρεσίες στην ακαδημαϊκή κοινότητα ξεκινώντας με τη δημιουργία ενός νέου εξ αρχής Νόμου-Πλαίσιου για τα ΑΕΙ, ο οποίος να είναι πραγματικό ΠΛΑΙΣΙΟ, δηλαδή επιγραμματικός και με γενικές αρχές, κατά τα πρότυπα του Συντάγματος, και να αφήσει τα ΑΕΙ να αναπτύξουν το καθένα ξεχωριστά το δικό τους λεπτομερές θεσμικό καθεστώς λειτουργίας τους. Το πλαίσιο, όποιο κι αν είναι αυτό, δεν πρέπει να αναγκάζει τα Πανεπιστήμια να δεχθούν την κυριαρχία του κομματικού λόγου, αλλά και της κομματικής συμπεριφοράς που απορρέει από αυτόν, ως βασική προϋπόθεση της διεξαγωγής των εκλογών των εκπροσώπων τους.

Είμαι πεπεισμένος ότι η μέγιστη πλειοψηφία τόσο της πανεπιστημιακής κοινότητας όσο και της κοινωνίας όπου αυτή είναι ενταγμένη και οφείλει να υπηρετεί, αλλά και από την οποία οφείλει να παίρνει και δυνάμεις ανανέωσης, συμφωνεί ότι πρέπει επιτέλους να αρχίσει να αρθρώνεται και να στερεώνεται ο Πανεπιστημιακός Πολιτικός Λόγος. Οι υποψήφιες Πρυτανικές Αρχές πρέπει επιτέλους να αρχίσουν να αρθρώνουν ένα Λόγο που να είναι νηφάλιος, τεκμηριωμένος, αποδειγμένα ενιστόριτος, επικαιρικός όπου χρειάζεται κι όχι καιροσκοπικός, αλλά, προπαντός, ένα λόγο με στόχους μέσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους και κομματικά αποφορτισμένος.

Ας δούμε τέλος - και επιτέλους - το όλο θέμα και με την ιδιότητα του μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ανήκουμε πλέον λειτουργικά. Το να λέμε και να διακηρύσσουμε, ενίοτε με στόμφο, ότι είμαστε ΙΣΟΤΙΜΑ μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς να παίρνουμε τις κατάλληλες πρωτοβουλίες για την ουσιαστική Ευρωπαϊκή Ακαδημαϊκή μας σύγκλισή, μας καθιστά «ολίγον γραφικούς»!

Θεωρώ ότι αν στις επερχόμενες εκλογές για την ανάδειξη των Πρυτανικών Aρχών του Πανεπιστημίου μας κυριαρχήσουν στο νου και την καρδιά όλων των εκλεκτόρων τα εσώτερα ακαδημαϊκά κριτήρια επιλογής, ώστε να αναδειχθεί η αξιότερη από ακαδημαϊκή άποψη εκπροσώπησή μας, το όφελος για τη χώρα μας θα είναι μεγάλο.

Eυχαριστώ για τη φιλοξενία.

Aστέριο Ν. Kατσαμούρη

Kαθηγητή Aγγειοχειρουργικής του Α.Π.Θ.

και Εκπρόσωπο της Ελλάδας στην Ειδικότητα

Αγγειοχειρουργικής στην Ευρωπαϊκή Ένωση

e-mail: asterios@med.auth.gr