Πολεμικό ανακοινωθέν

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Οποιαδήποτε δύναμη εξουσίας συντίθεται από δύο αδιάρρηκτα στοιχεία : τη βία και την συναίνεση, που αναμειγμένα αποτελούν την ισχύ της. Με κίνδυνο να ξενίσω ορισμένους θα εκφράσω την άποψη ότι από τις δύο συνιστώσες της εξουσίας η ισχυρότερη δύναμη δεν είναι η βία των εξουσιαστών, αλλά η συναίνεση των εξουσιαζομένων στην υποταγή τους.»

Maurice Godellier : Υποδομές, ιστορίες, κοινωνίες, περιοδ. Ο Πολίτης, τεύχος 44, Ιούλιος 1981, σελ. 68

«…γράφει ο La Boétie : «[Αυτός που κυριαρχεί επάνω σας]… Από πού πήρε τόσα μάτια, με τα οποία σας κατασκοπεύει, αν δεν του τα δίνατε σείς; Πώς έχει τόσα χέρια και σας κτυπά, αν δεν τα παίρνη από σας; Τα πόδια με τα οποία καταπατεί τις πόλεις σας, από πού τα έχει, αν δεν είναι από τα δικά σας; Πώς έχει εξουσία επάνω σας, παρά από σας τους ίδιους;… Δεν θέλω να του ......
δώσετε σπρωξιές, ούτε να κοιτάξτε να τον ρίξετε. μόνο πάψετε να τον στηρίζετε. και θα τον δήτε, σαν ένα ψηλό κολοσσό από τον οποίο τραβήξανε ξαφνικά τη βάση του, να παρασύρεται από το ίδιο του το βάρος, και να τσακίζεται».

Maurice Marsal : Επιβολή και Ηγεσία, εκδ. Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήναι, 1964, σελ. 42

Στο ερώτημα του La Boétie ανωτέρω, όμως, υπάρχει πάντα και το «κλασικό» ερώτημα : «Κι’ αν εμένα μου αρέσει να με δέρνη;»

Maurice Marsal : Επιβολή και Ηγεσία, εκδ. Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος, Αθήναι, 1964, σελ. 42

Όπως πληροφορούμαστε, εισβάλλει στην Αθήνα τις επόμενες μέρες το μεικτό κλιμάκιο των Μεγάλων Δυνάμεων (Κομισιόν, Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), προκειμένου να παραλάβει και επισήμως τα κλειδιά της οικονομίας της χώρας στα πλαίσια της εκχωρηθείσας μερικής εθνικής κυριαρχίας, επί τη βάσει σχετικής συμφωνίας που υπεγράφη στο καταρρεύσαν Μέτωπο. Η τελετή παραλαβής και παράδοσης θα γίνει το βράδυ της αφίξεως του κλιμακίου στο υπουργείο οικονομίας, που πλέον έπαψε να φέρει τον τίτλο «εθνικής οικονομίας», υπό τη σκιά της Ακροπόλεως και τους ήχους μικρής συμφωνικής ορχήστρας που αφίχθη επί τούτου από τη χώρα των Νιμπελούγκεν, και η οποία, όπως πληροφορούμαστε, θα παίξει το ομώνυμο έργο του Βάγκνερ. Ο Ζίγκφριντ, έρχεται να κατακτήσει την ωραία Κρίμχιλντ, που ματαίως την αναζητούσε στις χώρες των Τευτόνων, διότι η εν λόγω κυρία τελικώς αποδείχτηκε ότι ήταν μεσογειακής καταγωγής και μάλιστα κατοικούσε στην Ελλάδα, όπου άγνωστο πώς, έλαβε αυτό το όνομα, που είναι γερμανικό. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δια των εκπροσώπων τους, φέρεται ότι θα δηλώσουν πως έρχονται «ως φίλοι και όχι ως κατακτητές» για να μας «βοηθήσουν» να λύσουμε επείγοντα και σοβαρά οικονομικά προβλήματά μας.

Παρόλα αυτά, ποτέ δεν λείπουν και οι «γραφικοί». Κάποιος με ντουντούκα φωνάζει κάπου (δεν μπόρεσα αρχικά να εντοπίσω από πού) : «Εδώ Ελεύθεραι ακόμα Αθήναι… Έλληνες! Οι εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών… Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου. Οι εισβολείς εισέρχονται χωρίς καμία προφύλαξη στην πολύβουη πόλη μας. Έλληνες! Ψηλά τις καρδιές!... Προσοχή! Σε λίγο τούτη η ντουντούκα δεν θα είναι ελληνική. Θα είναι ξένη και θα μεταδίδει ψέματα! Έλληνες! Μην την ακούτε! Ο πόλεμός μας θα συνεχιστεί μέχρι της τελικής νίκης! Ζήτω το έθνος των Ελλήνων!» Τελικά τον είδα αυτόν με την ντουντούκα. Είναι ο Νικολός, γνώριμός μου απ’ το Καφέ Σαντάν του Σώτου, όπου συχνάζω. Η αλήθεια είναι ότι στον άνθρωπο αυτό κάποιες βίδες του πήραν κάτι παραπάνω στροφές απ’ ό,τι συνηθίζεται, αν και υπάρχουν στιγμές, που όλοι εμείς οι γνωστικοί, εκεί στο Καφέ Σαντάν, σκεφτόμαστε ποιος είναι ο πραγματικά σαλταρισμένος. Διότι οι κουζουλοί, έρχονται στιγμές που με τη κουζουλάδα τους σε κάνουν να σαστίζεις…

Ο λαός λοιπόν, επιτρέψτε μου ν’ ακολουθήσω το πολεμικό «στυλ» που έδωσε η ντουντούκα του Νικολού, παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την είσοδο των «κατακτητών». Είναι οπλισμένοι με το πιο υπερσύγχρονο όπλο : λέγεται «μονέδα». Μ’ αυτό, επιτέλους, μπορούν να πετύχουν ό,τι πριν 70 χρόνια δεν μπόρεσαν με τουφέκια, τανκς και αεροπλάνα. Και μπορούν πλέον να κατέχουν μια χώρα, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να συντηρούν εδώ πολυδάπανες μεραρχίες στρατού, και κυρίως, χωρίς να φέρνουν το στίγμα του κατακτητή, μα τα εύσημα του «ανθρωπιστή», εκείνου δηλαδή, που από «γνήσιο» ενδιαφέρον και από «γνήσια αλληλεγγύη» θα «πασχίσει» μας «βοηθήσει». «Για το καλό μας» εννοείται…

Μια φωνή διαμαρτυρίας, εν τούτοις, ακούγεται από διάφορα χείλη που αρνούνται να δεχτούν το «τετελεσμένο», που πιστεύουν ότι η χώρα δεν έπρεπε να δεχτεί καμιά εκχώρηση «μερικής» (έστω) εθνικής κυριαρχίας : ιδίως στον οικονομικό τομέα, που αυτό το «μερική» ισοδυναμεί στην ουσία με «ολοκληρωτική εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας», αφού η οικονομία καθορίζει σχεδόν κάθε άλλη δημόσια και κρατική πολιτική. Αυτή η φωνή λέει, πως όταν οι δυνάμεις κατοχής μπαίνουν στη χώρα, η κυβέρνηση θα έπρεπε να φύγει και να συνεχίσει τον αγώνα από το εξωτερικό, αν δεν μπορούσε να βγει στα βουνά εδώ στο εσωτερικό. Πάντως, «εθνική» κυβέρνηση και εκχωρημένη (μερική έστω) εθνική κυριαρχία, είναι ασύμβατες έννοιες. Εκτός αν μιλάμε για «μερικώς εθνική» κυβέρνηση.

Και δεν μπορώ να μη συνταυτιστώ με τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, τουλάχιστον στο σημείο εκείνο που ανέφερε, ότι και η Τουρκία πήγε όχι μια, όχι δυό, όχι τρεις, μα τέσσερις φορές στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μα ουδέποτε διανοήθηκε Τούρκος πρωθυπουργός να βγει και να δηλώσει ότι με τον τρόπο αυτό εκχώρησε «μέρος της τούρκικης εθνικής κυριαρχίας», όπως δεν διανοήθηκαν να το πουν και άλλοι ηγέτες χωρών με προβλήματα παραπλήσια αν όχι μεγαλύτερα απ’ τα δικά μας. Και η συνταύτισή μου αυτή γίνεται, όσο κι αν την ίδια στιγμή θεωρώ και το κόμμα του το ίδιο συνυπαίτιο με τον νυν κυβερνόν για το χάλι που φτάσαμε στο ζήτημα της εθνικής οικονομίας μας, και εφόσον τέθηκε το ζήτημα της «εθνικής υπερηφάνειας», για την αχαρακτήριστη υποχωρητικότητα που δείχνουμε διαχρονικά σε κρίσιμα εθνικά ζητήματα, προς τις Βρυξέλλες, προς την Τουρκία, και όχι μόνο.

Και για να ξαναγυρίσουμε στα καθ’ ημάς, μένει πια να δούμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα. Πώς ο λαός θα αντισταθεί, και μερικοί λένε, κρίνοντας από τις δημοσκοπήσεις που φέρνουν το λαό να «βάζει πλάτη» για το ξεπέρασμα της κρίσης, «αν» θα αντισταθεί καθόλου. Τώρα βέβαια, όπως λένε άλλοι, είναι συζητήσιμο το αν ο λαός «βάζει πλάτη» για να ξεπεραστεί η κρίση, (διότι η κρίση με βουλιαγμένη και παρατημένη την πραγματική οικονομία είναι αμφίβολο αν μας οδηγεί σε έξοδο απ’ το οικονομικό μας πρόβλημα), ή κατ’ ουσίαν, με αφορμή τη κρίση, στην ουσία «βάζει πλάτη» για να πάνε οι όποιες γλίσχρες κατακτήσεις του 50 ή και 60 χρόνια πίσω. (Θυμάστε κάτι παλιές ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του 50, όπου εκεί αναφέρονται μισθοί των 900 ή 1000 δραχμών και συντάξεις των 600 δραχμών; Ε, βάλτε στη θέση των δραχμών το σημερινό ευρώ, και ιδού! «Συγκλίναμε» αισίως, προς το 1955, ή κάπου γύρω εκεί!! Μάλιστα, αν απωλεσθούν ολοκληρωτικά και άλλες κατακτήσεις, όπως κοινωνικές και εργασιακές, πράγμα που έγινε ήδη σε σημαντικό βαθμό, τότε, η «σύγκλιση» θα είναι ολοκληρωτική!! Δίδαγμα : στις οπισθέλκουσες «συγκλίσεις» είμαστε αχτύπητοι!!!) Δηλαδή, κατ’ ουσίαν «βάζουμε πλάτη» στο να γονατίσει ένας ολόκληρος λαός, διότι δέκα, πενήντα, εκατό ή χίλιοι που στην κυριολεξία ρήμαξαν τα κοινοτικά κονδύλια, δεν είναι δυνατό (;;!!) να υποχρεωθούν να επιστρέψουν πίσω τα κλοπιμαία, ώστε να μη διαταραχθεί ή άλλη πανάθλια εθνική μας επίδοση της ατιμωρησίας!

Και να σκεφτεί κανείς, ότι αν επιχειρήσεις να κλέψεις 20 ή 50 ευρώ από κάποιον, θα γίνει μάχη μέχρι θανάτου για την υπεράσπιση αυτών των 20 ή των 50 ευρώ. Το ότι τώρα απ’ τη τσέπη του μέσου Έλληνα έχουν κλαπεί, απ’ τη στιγμή της ένταξης της χώρας μας στην τότε ΕΟΚ μέχρι σήμερα, δεκάδες ή ίσως κι εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ (και σε δραχμές : εκατομμύρια επί εκατομμυρίων), άμεσα ή έμμεσα, χρήματα που ενώ έπρεπε μέσα από την αποτελεσματική και παραγωγική τους αξιοποίηση να αύξαναν τον ατομικό πλούτο και εισόδημα του καθενός μας, εν τούτοις, μέσα από την διαπλοκή, αύξησαν τον πλούτο και τα εισοδήματα μιας κλίκας μεγαλοδιαπλεκόμενων, και δεν άνοιξε ρουθούνι, ε, τότε, πρέπει να ξαναδούμε τα ερωτήματα του La Boétie και να ξανασκεφτούμε τη δική μας ευθύνη. Τούτο το τελευταίο, είναι ένα μείζον θέμα, που ίσως μας απασχολήσει σε κάποια μελλοντική μας παρέμβαση. Δηλαδή, το ζήτημα της ευθύνης του ίδιου του λαού.