Αγροτικές κινητοποιήσεις : στο ίδιο έργο θεατές…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«…Το παλιό ήταν ανορθολογικό, το νέο δεν αξιοποιήθηκε, χρησιμοποιήθηκε με την παλιά νοοτροπία… παλιό και νέο έκαναν ένα αξιοθρήνητο μίγμα, το σοκ από την αλλαγή ταχύτητας… απεφεύχθη με τον μέσο όρο : παλιό και νέο δια δύο, δηλαδή αργά-αργά-αργά… Το σοκ που δεν συνέβη όμως ήταν η ανάπτυξη»

[Λεωνίδας Κύρκος : Ποια Αριστερά; εκδ.Οδυσσέας, σελ. 102]

Σε μια μελέτη μου πριν 33 χρόνια (Βασ. Χασιώτης : Το Αγροτικό μας Πρόβλημα, εις συλλογικό τόμο Εισηγήσεις - Μελέτες 1, έκδ. Α’ Έδρα Οικονομικής Αναλύσεως ΑΒΣΠ [καθηγ. Απ. Λάζαρης], σελ. 42-91, Πειραιάς 1977) επεσήμαινα (με βάση την τότε «τρέχουσα» βιβλιογραφία) τα διαρθρωτικά (και άρα μακροχρόνια) προβλήματα της τότε εποχής που ήταν μεταξά άλλων το πρόβλημα του μικρού και κατακερματισμένου κλήρου, των τεχνητά υψηλών τιμών ασφαλείας που ευνοούσαν τις καλλιέργειες χαμηλής απόδοσης, την χαμηλή παραγωγικότητα και, την έλλειψη μακροπρόθεσμου σχεδιασμού στον αγροτικό τομέα, κ.λπ. Καθένα απ’ αυτά τα διαρθρωτικά προβλήματα αναλύονταν περαιτέρω σε πλήθος άλλων, που ενέπλεκαν περισσότερο το «αγροτικό πρόβλημα». Π.χ, το πρόβλημα του μικρού κλήρου με τη σειρά του παρέπεμπε σε .......ζητήματα που είχαν να κάνουν με το μέγεθος του απασχολούμενου στη γεωργία ανθρωπίνου δυναμικού, στην τεχνολογία, στον αναδασμό, στο νομικό καθεστώς της γαιοκτησίας, κ.λπ. Επίσης μεταξύ άλλων, μιας και τότε (υπενθυμίζω ότι τα ανωτέρω γράφονταν το 1977) το ζήτημα της επικείμενης ένταξής μας στην ΕΟΚ ήταν πρώτης προτεραιότητας θέμα, επισημαίναμε -μαζί με άλλους βέβαια-, ότι δεν υπήρχε καμία αναγκαιότητα η ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ να σημαίνει και την άνευ ετέρου διασφάλιση μιας αναπτυξιακής πορείας της γεωργίας με βάση κάποιες νομοτέλειες που εν πάσει περιπτώσει δεν υπήρχαν. Η ΕΟΚ παρείχε την αναγκαία συνθήκη της αγροτικής ανάπτυξης, όμως η ικανή συνθήκη δεν βρίσκονταν στις Βρυξέλλες αλλά στην Αθήνα.

Αν τώρα κάποιος μου έλεγε να επισημάνω μέσα σε τέσσερις πέντε γραμμές, επιγραμματικά, τι νομίζω ότι ταλανίζει τη σημερινή γεωργία, θα παρέπεμπα στις ανωτέρω προ 33ετίας επισημάνσεις, τις οποίες θεωρώ επίκαιρες και σήμερα. Και αν εκείνες οι προ 33ετίας επισημάνσεις υπογράμμιζαν παλαιά ιστορικά προβλήματα του γεωργικού τομέα, τούτο σημαίνει ότι, στο μέτρο και το βαθμό που ισχύουν και σήμερα, μπορούμε να μιλάμε για άλυτα προβλήματα ζωής μισού αιώνα και πλέον!

Η «αλήθεια» ήταν πάντα το αγαπημένο σλόγκαν της πολιτικής. Δεν ήταν όμως και ιδιαίτερα ερωτευμένοι μαζί της. Μάλλον την αντιμετώπιζαν -την αντιμετωπίζουν- σαν μια ερωμένη εξαιρετικού κάλλους, που την θεωρούν χρήσιμη ως «συνοδό» στις «εξόδους» τους. Όμως, η αλήθεια (χωρίς εισαγωγικά), δεν έχει καμία σχέση με τούτη την ωραία «ύπαρξη». Σε όρους ανθρώπινης συσχέτισης, η χωρίς εισαγωγικά αλήθεια ίσως να μην είναι παρά μια υπεραιωνόβια ύπαρξη, που δεν μπορεί να προσφέρει «ηδονές», όμως, μπορεί να προσφέρει σοφία, γνώση, λύση στα προβλήματα.

Στις απαρχές της βιομηχανικής μας επανάστασης εξαγριωμένοι εργάτες και εργάτριες έσπαζαν τα μηχανήματα που απειλούσαν τις (θέσεις) εργασίας τους. Το πέρασμα από τη Γεωργική Οικονομία στην Βιομηχανική Οικονομία δεν συντελέστηκε μέσα σε συνθήκες «ρόδινης αλλαγής». Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια ακόμα πιο μεγάλης έκτασης παγκόσμια αλλαγή, που ήδη έχει αρχίσει και προχωρά πιο γρήγορα στις τεχνολογικά και οικονομικά πιο αναπτυγμένες χώρες, ενώ η αλλαγή αυτή σαν παλιρροϊκό κύμα σιγά επεκτείνεται και θα πλήξει με διαφορετική ένταση και άλλες πιο απομακρυσμένες ακτές. Στις λιγότερο αναπτυγμένες τεχνολογικά και επιστημονικά χώρες, και πολύ περισσότερο στις υπο-ανάπτυξη, ακόμα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και για τα οποία χάνουν πολύτιμους πόρους και (ανθρώπινη) ενέργεια, είναι προβλήματα που αφορούν δραστηριότητες της «προηγούμενης οικονομίας» (και κοινωνίας). Ο αγροτικός τομέας που μας ενδιαφέρει εδώ, είναι ένας τομέας που ήδη εδώ και μισό τουλάχιστον αιώνα άρχισε να υποχωρεί όχι προς όφελος της βιομηχανικής οικονομίας, μα προς όφελος της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, θύμα της οποίας είναι ή αρχίζει να είναι όλο και πιο έντονα και η (παραδοσιακή, ελαφρά και βαριά) βιομηχανία. Οι συνέπειες της επιστημονικής και τεχνολογικής μεταβολής πάνω στην οικονομία, την κοινωνία αλλά και την πολιτική και κομματική συγκρότηση και δράση, αν σήμερα αρχίζει να φαίνεται ότι είναι σημαντική, αύριο -που θα είναι πολύ σύντομα- θα είναι καταλυτική.

Οι προκλήσεις που τίθενται ενώπιον των σχεδιαστών των εφαρμοσμένων πολιτικών και στρατηγικών είναι δεδομένες, και καλούν να ληφθούν υπόψη και να συνεκτιμηθούν στους σχεδιασμούς αυτούς. Εκείνο που δεν είναι καθόλου δεδομένο είναι το αν όποιος που τις «κοιτά» τις βλέπει κιόλας, και αν όποιος τις βλέπει αντιλαμβάνεται τη σημασία τους. Εδώ, οι αφελείς ακαδημαϊκοί αφηρημένοι συνειρμοί και πολύ περισσότερο οι μοντελοποιημένοι υποβιβασμοί της πραγματικότητας χάρη των πάντοτε περιορισμένων τεχνικών δυνατοτήτων της ανάλυσης, δεν μπορούν να προσφέρουν πολλά στις απαιτήσεις μιας αδήριτης πραγματικότητας, υπερπολύπλοκης. Μόνο ένας πηγαίος καταιγισμός της δημιουργικότητας, της καινοτομίας και της εφευρετικότητας μπορούν μέσω του επιχειρείν -ελπίζω να μην συγχέεται η έννοια με την επιχειρηματική δράση- να αναδείξουν και ασχοληθούν με κάτι το σημαντικό. Τίποτα δεν πιστοποιεί ότι τούτη η «δημιουργική καταιγίδα» μπορεί να αποτελεί τον προνομιακό χώρο της ακαδημαϊκής κοινότητας, μάλιστα δε, δεν νομίζω ότι μπορεί στον χώρο τούτο να πρωτοστατεί -άνευ ετέρου- η κοινότητα τούτη. Το Αύριο ανήκει εξίσου σ’ ένα καθηγητή, με ένα μαθητή ή φοιτητή, με ένα επιχειρηματία, με ένα υπάλληλο, με ένα εργάτη ή αγρότη, με ένα γιατρό, με ένα ηλεκτρολόγο, με ένα παπά. Η παλαιού τύπου ιεραρχία σε τούτη τη «δημιουργική καταιγίδα» το μόνο που μπορεί να εξασφαλίσει είναι η καταστροφή της δημιουργικότητας, της καινοτομίας, της εφευρετικότητας και του επιχειρείν και η περιδίνηση μέσα σ’ ένα διοικητικό φαύλο κύκλο κλασσικής μορφής.

Η καλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφερθεί από την πολιτική, δεν είναι τόσο η αλήθεια, όσο ότι το κράτος με κάθε σοβαρότητα και με κάθε επιβαλλόμενη επιμέλεια αποδεικνύει ότι έγκαιρα έχει δει τις διαφαινόμενες τάσεις και έγκαιρα έχει πάρει όλα εκείνα τα διαρθρωτικά μέτρα ώστε σιγά- σιγά να προετοιμάζει την οικονομία και την κοινωνία προς την σωστή κατεύθυνση. Δεν είναι δυνατό πράγματι ένα ή δύο ή τρία εκατομμύρια ανθρώπους -σ’ ένα πληθυσμό δέκα εκατομμυρίων- να τους πεις ξαφνικά ότι απ’ αυτούς «περισσεύει» το 80% ή το 70% ή το 60% και ότι «πρέπει» να στραφούν «αλλού», ή ότι πρέπει να ψάξουν για κάτι άλλο. Δεν είναι πρώτιστη αποστολή της κάθε κυβέρνησης να «υποδεικνύει» αλλά να παίρνει μέτρα, να υιοθετεί αποτελεσματικές στρατηγικές και πολιτικές. Ιστορικά στη χώρα μας, είναι επιβεβαιωμένο ότι μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός δεν υπήρξε. Η επιμονή με την οποία είναι γαντζωμένα πάνω στο σώμα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας τα λεγόμενα -ίδια πάντα- διαρθρωτικά προβλήματα, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για να σπαταλήσουμε χρόνο για ανούσιες εξαιρέσεις του κανόνα. Ίσως μάλιστα, να είναι κατάλληλη η στιγμή να υπενθυμίσω πάλι μια πρότασή μου που είχε γίνει στα 1997. Ότι δηλαδή, είναι με κάθε λογική ξεπερασμένο ένα κράτος να κυβερνάται με κύριο προγραμματικό εργαλείο ένα ετήσιο προϋπολογισμό. Σημείωνα πράγματι τότε στα πλαίσια ενός άρθρου μου (Βασίλης Χασιώτης : Κρατικός προϋπολογισμός : η γέννηση ενός βρέφους καταδικασμένου να πεθάνει σε ακριβώς 365 ημέρες… Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 8/11/1997), ότι είναι πια καιρός το κράτος συνολικά αλλά και οι υπηρεσίες του να διοικούνται με βάση ένα ολοκληρωμένο σύστημα στρατηγικής διοίκησης, μέρος του οποίου θα ήταν ο ετήσιος προϋπολογισμός. Σημείωνα εκεί μεταξύ των άλλων : «Όμως, ιστορικά, ο προϋπολογισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο, από μια απλή κίνηση του δημόσιου ταμείου για τις επόμενες 365 ημέρες. Αν απ’ αυτό το γεγονός μπορούμε να διαγνώσουμε προοπτικές και αναπτυξιακές διαδικασίες, αυτό, δεν είναι μόνο πρωτοφανές, αλλά φαίνεται να ανακαλύπτουμε και νέες διαστάσεις δραστηριοτήτων και εννοιών πρωτοτυπώντας διεθνώς και αρνητικώς. Όταν για παράδειγμα κάποιος μπορεί στα σοβαρά να κάνει τοποθετήσεις για αναπτυξιακά ζητήματα, για θέματα προοπτικών, που από τη φύση τους, όχι μόνο είναι εξαιρετικά μακροχρόνιες διαδικασίες και επομένως μόνο μέσα από ένα αντίστοιχο μακροπρόθεσμο πλαίσιο θεώρησης μπορεί να τα δει, το κυριότερο, είναι διαδικασίες που προσδιορίζονται από πλήθος παραμέτρων, μερικές μόνο των οποίων είναι ποσοτικές, οι λοιπές είναι ποιοτικές, και πάντως σε καμία περίπτωση δεν προσδιορίζονται από το πώς θα εξελιχθούν τα δημόσια έσοδα και έξοδα σ’ ένα χρόνο, είναι σαφές ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε τον ορίζοντα».

Θα τελειώσω τούτο το άρθρο με μια ακόμα αναφορά από μια παλαιότερη τοποθέτησή μου. Πάλι στα 1997, ένα άρθρο μου ήταν αφιερωμένο στις τότε -ίδιας αιτίας- αγροτικές κινητοποιήσεις. Σημείωνα εκεί μεταξύ των άλλων (Βασίλης Χασιώτης : Αγροτικές κινητοποιήσεις : Τι πράγματι υποδηλώνουν…, ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 7/2/1997) : «Σε καμία περίπτωση, κανένα κοινωνικό φαινόμενο, καμία τρέχουσα οικονομική «πραγματικότητα» δεν είναι προϊόν κάποιων χθεσινών εξελίξεων, ακόμα κι αν εκ πρώτης όψεως έτσι φαίνεται. Ό,τι σήμερα βιώνουμε, αποτελεί εξόφληση πολύ παλαιότερων επιλογών μας… Σήμερα βιώνουμε το μέλλον χθεσινών μας επιλογών, ενεργητικών ή μη –δηλαδή παραλείψεων. Σήμερα δεν βιώνουμε απολύτως τίποτα, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο. Σήμερα, απλώς προδιαγράφομε αυτό που σε κάποια μελλοντική στιγμή θα βιώσουμε, ύστερα ας πούμε από κάποιους μήνες, ύστερα από ένα χρόνο, ύστερα από πολλά χρόνια. … Οι αγροτικές κινητοποιήσεις δεν είναι νέες. Έχουν ξανασυμβεί. Οι κινητοποιήσεις των εκπαιδευτικών, δεν είναι νέες. Έχουν ξανασυμβεί. Θυμάται άραγε κανείς πώς έληγαν σε κάθε περίπτωση; Με δηλώσεις για δρομολόγηση θεσμικών λύσεων και σχεδιασμών. Θυμάται κανείς πώς ξαναεμφανίζονταν; Με τα ίδια προβλήματα, όχι άλυτα, αλλά ενισχυμένα. Και ας φύγουμε από την τρέχουσα πραγματικότητα. Πόσοι θυμούνται άραγε, ένα σωρό σημαντικά προβλήματα που στο παρελθόν παρουσιάσθηκαν για να «ησυχάσουν» στην πορεία; …Θυμάται κανείς σήμερα τις πριν πολλά χρόνια πορείες εργαζομένων σε προβληματικές εταιρείες; Τι προεβάλετο εκείνη την εποχή και σύμπασα η τότε τρέχουσα αρθρογραφία καυτηρίαζε; Την έλλειψη λέγανε κλαδικών μακροπρόθεσμων πολιτικών για τους κλάδους που τότε ευρίσκοντο στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος. Θυμάται άραγε κανείς τι λέγεται όταν ανακοινώνονται κλεισίματα μικρομεσαίων επιχειρήσεων; Και εδώ ανάγκη για θεσμικές αλλαγές. Θυμάται κανείς το Λαύριο, το Μαντούδι; …Λύθηκαν ή απλώς περιμένουμε πότε οι συγκυρίες θα τα ξαναπροβάλλουν στην επικαιρότητα;»

Όντως : στο ίδιο έργο θεατές…