2010 : Θάβοντας τον τελευταίο Δαίμονα : την Ελπίδα

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Πολλές φορές οι άνθρωποι αναφέρονται στην ελπίδα, και την επικαλούνται. Κι εγώ το ίδιο. Πολλές φορές αναφέρθηκα στις ελπίδες που μας κλέβουν. Και με θαυμαστή επιμονή, η ανθρωπότητα εν ονόματι της ελπίδας, χαράζει το βηματισμό της, από τη χαραυγή της ύπαρξής της στη Γη.

Κι όμως, μήπως κάπου κάνουμε λάθος; Ο Ησίοδος που πρώτος αναφέρεται σ’ αυτή, είναι ξεκάθαρος. Η Ελπίδα, είναι ένας κακός δαίμονας. Είναι ο τελευταίος κακός δαίμονας που κατόρθωσε να παραμείνει μαζί με τους ανθρώπους, όταν άνοιξε το κουτί της Πανδώρας. Κι όμως, τούτο τον δαίμονα, ο άνθρωπος τον θεώρησε καλότυχο, τον θεώρησε σύμμαχό του στη πορεία του για πρόοδο και ευτυχία. Μήπως όμως τελικά, η Ελπίδα, αυτός ο δαίμονας του Ησίοδου, είναι ο τελευταίος θεματοφύλακας των άλλων κακών δαιμόνων, που με το άνοιγμα του πιθαριού της Πανδώρας, έφυγαν απ’ τους ανθρώπους, μήπως είναι ο πρεσβευτής τους, καμουφλαρισμένη με καλοσύνη; Μήπως πιστεύουμε σε κάτι που τελικά μας βλάφτει; Μήπως αυτή η δαιμονική Ελπίδα που πιστεύουμε δεν είναι σύμμαχός μας μα εχθρός μας;

Δεν ξέρω. Μα ξέρω σίγουρα τούτο : αν τούτη η θεότης του Ησιόδου, η Ελπίδα, είναι αυτή που συχνά πυκνά την εκλαμβάνουμε σα το φωτεινό οδηγό μας, δίνοντάς της την εμπιστοσύνη μας, τότε, με βάση την ιστορική αλήθεια ότι ο Άνθρωπος πορεύτηκε στη μακριά του ιστορική πορεία, την πορεία προς τη πρόοδο και την αυτοβεβαίωσή του, μετρώντας πολύ περισσότερες απογοητεύσεις από χαρές, οδηγούμαστε σε ένα ερώτημα που .............
ίσαμε τα σήμερα δίναμε μια απάντηση που μάλλον θεωρούσαμε ως σωστή, μα που ξαναχρειάζεται να τη ξαναδούμε : τελικά ΑΥΤΗ η Ελπίδα, μήπως παίζει ένα ύποπτο ρόλο στις ανθρώπινες υποθέσεις;

ΜΗΠΩΣ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΛΙΠΔΑ ΔΕΝ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ –ΚΑΛΟ- ΔΑΙΜΟΝΑ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΜΑ ΜΕΣΑ ΜΑΣ; ΜΗΠΩΣ ΑΥΤΗ Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΕΛΠΙΔΑ ΜΑΣ ΕΜΠΟΔΙΖΕΙ ΑΝΤΙ ΝΑ ΜΑΣ ΒΟΗΘΑΕΙ; ΜΗΠΩΣ ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ ΣΑΝ ΥΠΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΤΗΣ ΣΤΟ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΟΙ ΚΑΚΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΠΙΑ ΝΑ ΣΤΗΡΙΧΤΟΥΜΕ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΠΙΔΑ ΠΟΥ ΕΊΜΑΣΤΕ ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΕΜΕΙΣ, ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΑΛΛΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΜΑΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΗΣΕΙ ΣΕ ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΘΕΜΑ;

Και πάλι δεν ξέρω, και πάλι δεν έχω μια «αδιαμφισβήτητη απάντηση» στα παραπάνω ερωτήματα. Σίγουρα όμως μπορώ να πω, αυτό που ήδη σημείωσα. Ότι μετρώντας τις απογοητεύσεις, βρέθηκαν συγκριτικά περισσότερες και ισχυρότερες απ’ τις ελπίδες. Αν τούτο είναι σωστό που λέω, κάτι στραβό πάει με την Ελπίδα που ξέρουμε. Ή, για να το θέσω διαφορετικά, πιστεύουμε σε λάθος Ελπίδες τη κάθε φορά, πράγμα που τελικά καταλήγει να είναι το ίδιο με το να λέμε ότι δεν υπάρχει, όταν τούτο το «λάθος» μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κι ένα αιώνια επαναλαμβανόμενο «λάθος» στην Πορεία του Ανθρώπου.

Αν όμως ΑΥΤΗ η Ελπίδα τελικά πέθανε, δηλαδή στη πραγματικότητα δεν υπάρχει Ελπίδα – Θεότητα, που δίνει κουράγιο στον Αγώνα του Ανθρώπου, τότε δεν υπάρχουν και εκπρόσωποί της. Πώς μπορείς να εκπροσωπείς κάτι το ανύπαρκτο, παρεκτός κι αν είναι ψέμα. Ο Άνθρωπος, απ’ τη χαραυγή της εμφάνισής του στη Γη, έτεινε στο να αποδίδει δικά του συναισθήματα και αισθήματα σε εξωτερικές απ’ αυτόν δυνάμεις, σε δαίμονες και θεότητες, καλούς και κακούς, που μάχονταν εξ ονόματός του και με γέρας τον ίδιο, και ανάλογα με το αν υπερίσχυαν οι καλές ή οι κακές θεότητες, ερμήνευε ανάλογα και το αποτέλεσμα των δικών του προσπαθειών και της δικής του πορείας. Μα το ξέρουμε, πώς ο Αγώνας του Ανθρώπου και η Πορεία του στην Ιστορία, αποτελούν καθαρά δική του υπόθεση, και κανενός θεού ή Θεού (με κεφαλαίο του «Θ»).

Πρέπει λοιπόν, σε τούτη τη κρίσιμη καμπή της πορείας της Ανθρωπότητας, και μένοντας στα καθ’ ημάς, στη κρίσιμη καμπή της πορείας της Ελλάδας, να επιβεβαιώσουμε εκ νέου τον εαυτό μας, τις δυνατότητές μας, τις ικανότητές μας, τις επιθυμίες μας, τα οράματά μας, και τις ελπίδες μας. Μα για να γίνει αυτό, πρέπει να θάψουμε μια για πάντα τους δαίμονες που υπόσχονταν ή υπόσχονται για μας καλύτερες προοπτικές και ένα καλύτερο αύριο, με αντάλλαγμα να τους εκχωρήσουμε την εξουσία της καθοδήγησης του καραβιού στο οποίο επιβαίνουμε, και επίσης να τους εμπιστευόμαστε. Η Ανθρωπότητα, ποτέ δεν έκανε βήματα σταθερά προς τα μπρος με τέτοιες εκχωρήσεις και τέτοιες εξουσιοδοτήσεις. Αν πέτυχε κάτι, το πέτυχε στηριζόμενη στις ικανότητες και δυνατότητες ολονών, κινητοποιώντας το σύνολο του ανθρώπινου δυναμικού της, και τούτο γινόταν, όταν όλοι μετείχαν στο γίγνεσθαι, όταν όλοι είχαν λόγο για τα κρίσιμα και σημαντικά θέματα, όταν ένα ισχυρό όραμα διέχεε τον κοινωνικό ιστό. Η οπισθοδρόμηση, πάντα ευλογούσε την «πειθαρχία», την «υπακοή», την «ηρεμία του κοιμητηρίου», ακόμα κι όταν για λόγους τακτικής, καλούσε σε «συμμετοχή», πάντα όμως με προσοχή να μη διαταράσσεται η «τάξη των πραγμάτων», ακόμα κι όταν η διατάραξη είχε να κάνει με τα πέραν κάθε αμφιβολίας κακώς κείμενα πράγματα.

Στις 31/12/1995, στη «ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ» είχε δημοσιευθεί ένα άρθρο μου με τον τίτλο «Το 1996 να ξοδέψουμε παραγωγικά ελπίδες που δεν καταναλώθηκαν ακόμη…», το οποίο επικαιροποίησα και πάλι στο blog «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ» στις 25/10/2009. Δεν χρειάζεται να επαναλάβω τι μήνυμα ήθελα να στείλω τότε : ο τίτλος μάλλον προϊδεάζει. Βέβαια, τότε, δεν είχα αμφισβητήσει όπως εδώ την ουσία της πραγματικής Ελπίδας, από κάτι το «εξωτερικό» σε κάτι το «εσωτερικό» στην ανθρώπινη φύση, όμως πέρα απ’ αυτό, η ουσία παραμένει είτε με τούτη είτε με την άλλη περί Ελπίδας εκδοχή : ότι δηλαδή, ΤΕΛΙΚΑ, συστηματικά καταναλώνουμε αντιπαραγωγικά τις προοπτικές μας. Αυτό δεν συνέβαινε πάντα και βέβαια δεν θα συμβαίνει και στο διηνεκές. Είναι όμως αδήριτη ανάγκη σήμερα, να πάρουμε πρωτοβουλίες. Και η σημαντικότερη πρωτοβουλία, είναι η ουσιαστική μας πια εμπλοκή στο πολιτικό γίγνεσθαι, διότι από εκεί ξεκινάνε τα πάντα. Άλλωστε το ίδιο το πολιτικό σύστημα, έχοντας φτάσει στα όρια των δικών του ανοχών και αντοχών, και κάτω από τον κίνδυνο της κατάρρευσής του από τις ίδιες του τις αμαρτίες, αναγνώρισε την ασθένειά του, ΤΗΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ, που αποτελεί την πιο θανατηφόρα μορφή πολιτικού και κοινωνικού καρκινώματος, εκείνων των κακοήθων κυττάρων που μέσω της μετάστασης καθίστανται οι κυρίαρχοι του σώματος, στο οποίο ο θάνατος σημαίνει την εξαφάνιση κάθε τι του υγιούς, ενώ την ίδια στιγμή τρέφει –τούτος ο θάνατος των υγιών κυττάρων- την Παρακμή.

Πρέπει να απαιτήσουμε προσφυγή στη λαϊκή γνώμη για όλα τα μεγάλα ζητήματα, εθνικά, οικονομικά και κοινωνικά, που ταλανίζουν τη χώρα μας. Από την εγκληματικότητα ως την λαθρομετανάστευση, από την φοροδιαφυγή ως την οικολογία, από το όνομα των Σκοπίων ως το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όσοι αντιδρούν σε τούτη τη πρόταση, κατά τη δική μου τουλάχιστον ερμηνεία των πραγμάτων, διακατέχονται από καισαροπαπιπική αντίληψη, ή/και δεν πιστεύουν στη λαϊκή γνώμη, οτιδήποτε δε από τα δυό συμβαίνει, συνιστά δημοκρατικό εκτροχιασμό.

Η πολιτική, είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στους πολιτικούς. Πρέπει με κάποιο τρόπο, να σταλεί ένα μήνυμα : κάθε απόφαση πάνω σε ζητήματα που αφορούν εθνικής σημασίας θέματα, όπως τα παραπάνω ενδεικτικά αναφερόμενα, δεν θα έχουν την αποδοχή του λαού αν δεν τεθούν υπό την κρίση του. Ένα προς ένα. Όχι με δημόσια διαβούλευση πάνω σε κυβερνητικά νομοσχέδια, (δεν είναι κακό αυτό, μα δεν αφορά αυτό που εγώ λέω εδώ), μα με εθνική διαβούλευση. Σε μια εθνική διαβούλευση, θα πρέπει τα κόμματα να εκθέσουν τις συγκεκριμένες λύσεις που προτείνουν για το κάθε μεγάλο εθνικό κατά τα ανωτέρω θέμα, και να τίθενται υπόψη του λαού για έγκριση –ή έστω για έκφραση γνώμης, που πρακτικά όμως, θα οδηγεί σε υποχρεωτική αποδοχή της γνώμης. Και εν πάσει περιπτώσει, θα είναι πολύ πιο δημοκρατικό, αν π.χ. μια κυβέρνηση θεωρεί λάθος την λαϊκή γνώμη, να παραιτείται, έως ότου μπορέσει και πείσει για την ορθότητα των δικών της απόψεων.

Κλείνω συνεπώς με τούτη την ευχή : το 2010 να καταναλώσουμε όλες τις αυταπάτες μας και να αξιώσουμε τη δρομολόγηση των εθνικών διαβουλεύσεων στα μεγάλα ζητήματα, ώστε επιτέλους, να υπηρετηθεί με αξιοπρέπεια η υπόθεση της ελπίδας : όχι της ελπίδας – θεότητας από την οποία αναμένουμε της χάρη της, μα της δικής μας ελπίδας, της εσωτερικής εκείνης δύναμης που μας κάνει να λέμε : «όχι δεν τέλειωσα, είμαι ακόμα όρθιος και είμαι εδώ!»