Το Βάθος και η Ρηχότητα


Γράφει ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος

Εάν όχι Ευρωπαϊκή προοπτική στην Τουρκία, τότε τι; Εάν μου απαντήσουν πειστικά σε αυτό το ερώτημα όλοι αυτοί που επικρίνουν την στρατηγική του Ελσίνκι, τότε θα τους ακολουθήσω και εγώ.
Στις στρατηγικές σπουδές υπάρχουν δύο επιλογές εξισορρόπησης του αντιπάλου: α) η εσωτερική και β) η εξωτερική. Η Εσωτερική εξισορρόπηση είναι αυτή που δοκίμαζε για χρόνια η Ελλάδα, δηλαδή η προσπάθεια αποτροπής του αντιπάλου μέσα από την ενίσχυση της δικής σου αποτρεπτική ικανότητας, κοινώς εξοπλισμός και όπως έλεγαν και οι Λατίνοι si vis pacem para bellum, εάν θέλεις ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο.
Τι μας απέφερε αυτή η στρατηγική; Κρίσεις στο Αιγαίο που παρ’ ολίγον να οδηγήσουν σε ένοπλη σύρραξη, απομόνωση της χώρας στα διεθνή fora και τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες στην Ε.Ε.
Η άλλη επιλογή, η εξωτερική εξισορρόπηση, στηρίζεται στην κοινωνικοποίηση του αντιπάλου, δηλαδή στην ένταξη του σε διεθνείς θεσμούς που θα τον αλλάξουν και θα τον δεσμεύσουν. Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Τουρκίας, η επιλογή αυτή ήταν ο .............
Εξευρωπαϊσμός της Τουρκίας. Πολλοί νομίζουν, λόγω και της στρεβλής αντίληψης που έχουμε για την Ε.Ε. ως αγελάδα παροχών, ότι θα κάναμε δώρο στην Τουρκία. Δεν είναι όμως έτσι, η διαπραγματευτική διαδικασία με τα κεφάλαια ουσιαστικά οδηγεί στην αλλαγή μίας χώρας, ειδικά μίας χώρας με πολλά ελλείμματα δημοκρατίας και σεβασμού των δικαιωμάτων όπως είναι η Τουρκία.
Τα σπέρματα αυτής της στρατηγικής είχαν εμφυτευθεί στην Ελλάδα κυρίως από τον αείμνηστο Γιάννο Κρανιδιώτη. Η κεντρική πολιτική επιλογή της Κυβέρνησης Σημίτη για την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, μία επιλογή που απαιτούσε τη σημαντική μείωση των ελλειμμάτων, έκανε σχεδόν μονόδρομο την επιλογή της εξωτερικής εξισορρόπησης. Η άρση του veto για την ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας στο Ελσίνκι το 1999 δεν ήταν μία παράδοση άνευ όρων. Συνοδευόταν από μία σειρά δεσμεύσεων, όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και χρονοδιαγραμμάτων για την επίλυση των διαφορών Ελλάδας και Τουρκίας, με καταληκτικό ορίζοντα το 2004. Η πορεία της Τουρκίας κρίνονταν βήμα προς βήμα.
Η Ελλάδα μπορούσε επιτέλους να διαπραγματευτεί και να δει τη θέση της στον κόσμο. Κάτι που φάνηκε με την χρυσή περίοδο 2000-2003 της Ελληνικής διπλωματίας και της θέσης μας στην Ε.Ε., με αποκορύφωμα την Ελληνική Προεδρία της Ε.Ε. το 2003.
Η Κυβέρνηση της Ν.Δ. ακύρωσε τα χρονοδιαγράμματα του Ελσίνκι και αχρήστεψε μία σειρά μηχανισμών, καθιστώντας έτσι το 2004 μία χαμένη ευκαιρία για αυτή την στρατηγική. Το 2009 δεν είναι 1999, ο κόσμος έχει αλλάξει. Η ρευστότητα και η πολυπολικότητα χαρακτηρίζουν τις διεθνείς σχέσεις. Η Ε.Ε. ασθμαίνει σε διεθνές επίπεδο, και οι περιφερειακές δυνάμεις διαδραματίζουν σπουδαίο ρόλο. Η εποχή των περιφερειακών ολοκληρώσεων, τουλάχιστον σε αυτή την περίοδο της ιστορίας, δείχνει να έχει αφήσει τη θέση της στην επιλογή των περιφερειακών δυνάμεων.
Η Τουρκία έχει πλήρως αντιληφθεί αυτή την αλλαγή, για αυτό και έχει επενδύσει στην επιλογή του στρατηγικού βάθους, του απλώματος της εξωτερικής της πολιτικής σε όλα τα μέτωπα, δίνοντας έμφαση στο ρόλο της στην Κεντρική Ασία και στη Μέση Ανατολή. Αυτή η επιλογή την καθιστά σημαντικό εταίρο για τη Δύση. Αυτό είναι το περίφημο δόγμα Νταβούντογλου.
Η Τουρκία ενδιαφέρεται για την ευρωπαϊκή της προοπτική, δεν είναι όμως μονόδρομος για αυτή, και δεν έχει διάθεση να επενδύσει σε αυτή με κάθε κόστος. Η Ελλάδα δεν φαίνεται να έχει καταλάβει αυτή την αλλαγή. Η λογική ενός Ελσίνκι 2 δεν αρκεί σήμερα. Χρειάζεται μία πιο σύνθετη στρατηγική, με θεμέλιο λίθο όμως τον εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας και την εξωτερική εξισορρόπηση.
Αλήθεια, η άλλη επιλογή ποια είναι; Να εξοπλιζόμαστε σαν αστακοί σε περίοδο οικονομικής αστάθειας, να παίζουμε με τις κρίσεις και να πηγαίνουμε στις διεθνείς συναντήσεις θέτοντας veto για τα εθνικά μας «θέματα»; Έχουμε να κερδίσουμε κάτι από αυτή την επιλογή; Στο βάθος της Τουρκίας εμείς αντιπαραθέτουμε τη ρηχότητα;