Αναμένοντας τους ξένους σωτήρες… Από την πολιτική στην ειδημονοκρατία;

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Οι Γερμανοί σχολιαστές είχαν ιδιαίτερη επίγνωση των κινδύνων που ελλόχευαν σε μια κοινωνία η οποία είχε περάσει από το ένα άκρο –του πολιτικού φανατισμού και της βίας- στην παθητικότητα και στην απάθεια. Μια κοινωνία που σπαρασσόταν κάποτε από τους ταξικούς αγώνες, έμοιαζε τώρα να έχει αποκοιμηθεί. Ο Καρλ Μπράχερ εφιστούσε την προσοχή στην «επίφοβη εικόνα μιας γυμνής τεχνοκρατίας», που οδηγούσε σε μια «αυταρχική ανασύνθεση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας». Χωρίς ενεργούς πολίτες, η Ευρώπη θα εκφυλιζόταν σε μια «αυτάρεσκη ειδημονοκρατία», που θα εναπόθετε όλη της την πίστη σε διαχειριστικές ελίτ. Ο Γιούργκεν Χάμπερμας τόνιζε ότι η τεχνική και η επιστήμη είχαν γίνει οι ίδιες ένα είδος ιδεολογίας, «η οποία εισχωρεί στη συνείδηση της αποπολιτικοποιημένης μάζας του πληθυσμού». Mark Mazower : Σκοτεινή Ήπειρος, Ο Ευρωπαϊκός Εικοστός Αιώνας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2001, σελ. 295 Συναντήσαμε τον εχθρό κι αυτός είμασταν εμείς! Walt Kelly

Ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο νέος πρωθυπουργός, από την προεκλογική ήδη περίοδο προανήγγειλε την έλευση μιας διεθνούς ομάδας οικονομολόγων, ανάμεσα σ’ αυτούς και βραβευμένους με νόμπελ για να συνδράμουν στη προσπάθεια της κυβέρνησής του ν’ αντιμετωπίσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας.

Κατ’ αρχήν αφού διευκρινίσω ότι δεν είναι καθόλου άσχημο να ζητάς βοήθεια από όποιον μπορεί και θέλει να βοηθήσει, εν τούτοις, ελπίζω ότι αυτή η πρόσκληση, δεν σημαίνει τη συνέχιση και ίσως την αναβίωση ενός τύπου διακυβέρνησης ιδίως σαν εκείνο των κυβερνήσεων Σημίτη και Καραμανλή, όπου είχαμε μια καταφανή διείσδυση των τεχνοκρατών στην ίδια τη διοίκηση της κρατικής μηχανής και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, είτε τυπικά είτε (κι αυτό είναι πολύ χειρότερο) άτυπα (ως σύμβουλοι). Μόνο και μόνο τούτη η αίσθηση της υποκατάστασης της πολιτικής από τους τεχνοκράτες, που όσο δεινοί είναι στην ανάλυση των αριθμών τόσο προβληματικοί είναι όταν ............έρχεται η ώρα από υπεύθυνες θέσεις να διαχειριστούν την πραγματικότητα, (και κυρίως να ξεχωρίσουν τη διαχείριση τω αριθμών από τη διοίκηση των ανθρώπων), είναι κάτι που με κάνει να κρατώ πολύ μικρό καλάθι –και φυσικά αναφέρομαι πάντα στην ειδική κατηγορία των πολιτικά και ιδεολογικά «ουδέτερων» τεχνοκρατών, των τεχνοκρατών που την απόστασή τους από τα κοινωνικά αιτήματα τη θεωρούν και ως προσόν! Το ίδιο προβληματική είναι κι αυτή η προαγγελθείσα υπερτυποποίηση των προσόντων των επικεφαλής των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, που σαν «προσοντολόγιο» θα εξαιρούσε τη συντριπτική πλειοψηφία των αντίστοιχων στελεχών του ιδιωτικού τομέα, που κατά τεκμήριο είναι πιο αποτελεσματικός και αποδοτικός από τον αντίστοιχο δημόσιο και κρατικό τομέα, ενώ αφήνει απέξω ανθρώπους με ουσιαστικές δεξιότητες και ικανότητες μέσα στον ίδιο τον κρατικό και δημόσιο τομέα. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο, σύμφωνα μ’ αυτή τη λογική, γιατί το ακαδημαϊκό κατεστημένο μπορεί και βρίσκει ευκολότερα διεξόδους στο «τυπολατρικό» δημόσιο, και όχι στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή μάλιστα η παρατήρηση έχει ιδιαίτερη σημασία αν ληφθεί υπόψη ότι στο εξωτερικό, κάποιος μπορεί να είναι καθηγητής πανεπιστημίου χωρίς αναγκαστικά να έχει διδακτορικό, και βέβαια, δεν αναφέρομαι σε τριτοκοσμικές χώρες, κάθε άλλο : αναφέρομαι στις χώρες όπου πολλοί από τους δικούς μας καθηγητές πήραν το δικό τους διδακτορικό, που στο επίπεδο της διοίκησης σε ηγετικές θέσεις, μπορεί να μη σημαίνει και κάτι το ιδιαίτερο, όπως και δε σημαίνει για τον (πιο αποτελεσματικό και αποδοτικό) ιδιωτικό τομέα. Περαιτέρω, θέλω να πιστεύω, ότι δεν υποκρύπτει μια αίσθηση ξενολατρίας, που όταν στο ρου της ιστορίας μας μετατράπηκε σε εφαρμοσμένη πολιτική επιλογή, το ισοζύγιο των θετικών και αρνητικών συνεπειών, μάλλον έγειρε προς τη δεύτερη κατηγορία.

Πάνω σ’ αυτό το θέμα, δηλαδή της σύνδεσης της τεχνοκρατίας και της πολιτικής, έχω κατά καιρούς τοποθετηθεί χωρίς μέχρι σήμερα να έχει υπάρξει μια εξέλιξη που θα με έπειθε ότι θα έπρεπε να μεταβάλλω άποψη. Για την οικονομία του χώρου, θα αναφερθώ μονάχα σε ορισμένες αποστροφές μου κατά το παρελθόν πάνω στο θέμα αυτό.

Εντελώς ενδεικτικά, έγραφα το 1986 : «…Και δεν είναι καθόλου περίεργο ότι επιστήμες καθαρά κοινωνικού περιεχομένου, όπως η οικονομική, η δημογραφία, η πολιτική, η ψυχολογία, η κοινωνιολογία, κ.λπ., έχουν σε τέτοιο βαθμό μαθηματικοποιηθεί και στατιστικοποιηθεί, ώστε τελικά κατάντησαν να είναι προσιτές περισσότερο στους μαθηματικούς παρά στους ίδιους τους κοινωνικούς επιστήμονες. Και στο μέτρο που τα μαθηματικά και η στατιστική παραμένουν στο επίπεδο της απλής ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων, δεν θα υπήρχε τίποτα το επιλήψιμο. Το πρόβλημα όμως παίρνει διαστάσεις, από τη στιγμή που οι κοινωνικοί επιστήμονες αποκτούν τεχνοκρατική νοοτροπία, κι επιμένουν, ο άνθρωπος, σαν πολίτης, σαν καταναλωτής, σαν εργαζόμενος, να συμπεριφερθεί κατά τις επιταγές των μαθηματικών τους μοντέλων. (άρθρο μου : Μετά το Τσέρνομπιλ - Μέσα στην ανεξέλεγκτη πρόοδο της επιστήμης υπάρχει και η άρνησή της, εις περιοδικό ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, στις 17/7/1986)

Έγραφα το 1990 «… Πολύ σωστά έχει επισημανθεί : «…οι… «τεχνοκράτες» έχουν μια πιο στενή και λιγότερο ανθρώπινη οπτική για τα προβλήματα απ’ ό,τι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι, που διατηρούν μια άμεση επαφή μα τους εκλογείς τους. Έπειτα, ο τεχνοκράτης δεν αντλεί την αρμοδιότητά του από την ανάδειξή του από τους πολίτες, πράγμα που αυξάνει ανάλογα το αίσθημα αποξένωσης των τελευταίων…» (R. G. Schwartzenberg, ό.π., σελ. 20. Επίσης, για τις διαφορές, αλλά και τις ομοιότητες, που υπάρχουν μεταξύ «οργανωτικών» και πολιτικών επιστημόνων, βλ. R. T. Golembiewski & F. K. Gibson (eds) : Managerial Behaviour and Organization Demands).» (άρθρο μου : Η οργάνωση των πολιτικών κομμάτων, εις εφημερίδα ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ, στις 6/4/1990 (Α΄ Μέρος) και 7/4/1990 (Β΄ Μέρος))

Έγραφα το 1995, αναφερόμενος ακριβώς στο οικονομικό πρόβλημα της χώρας μας : «Ας το πω μιας και εξαρχής. Η χώρα μας έχει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα. Όλη η προβληματική των παντοίων ερευνητών, εστιάζεται σ’ ό,τι ποσοτικά μπορεί να προσμετρηθεί είτε ως αιτία, είτε ως «μέσο» πολιτικής, είτε ως αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει ελλιπέστερη μορφή τεχνοκρατικής προσέγγισης απ’ αυτή. Οι τεχνοκράτες οφείλουν να διευρύνουν το οπτικό τους πεδίο. Όσο τις ποιοτικές παραμέτρους της οικονομικής μας ανάπτυξης τις αφήνουμε στο περιθώριο, όσο απλά σημειώνουμε την «αναγκαιότητά» τους τόσο πιο πολύ εμπλεκόμαστε σ’ έναν φαύλο κύκλο αδιεξόδου από την κρίση. Θέλω να πω τούτο το πολύ απλό : Ήρθε η στιγμή να ασχοληθούμε επί τέλους με την «καρδιά» της έρπουσας και επιδεινούμενης κρίσης. Και η καρδιά βρίσκεται στα ποιοτικά στοιχεία της... Πίσω απ’ … τα μεγέθη βρίσκονται άνθρωποι, ανθρώπινες επιλογές, ανθρώπινες αποφάσεις και το ερευνητέο είναι ποιοι είναι αυτοί, πώς επιλέγονται, ποια η αποτελεσματικότητα των εφαρμοζομένων διαδικασιών λήψης αποφάσεων, γιατί τελικά επιλέγονται οι αποφάσεις αυτές, κ.λπ. Μόνο αν δοθούν απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα θα αποκαλυφθεί η αληθής φύση αιτίου-αιτιατού στην κίνηση των ποσοτικοποιημένων μεγεθών... (άρθρο μου : Τα ελλείμματα των ΑΕΙ δηλώνουν το έλλειμμα των εθνικών μας προοπτικών, εις εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 28/9/1995)

Έγραφα το 1996 : «Ποιοι είναι όλοι αυτοί που μπορούν να παράγουν αναρμόδια πολιτική και να καθορίζουν τις τύχες του κράτους; Ή, για να το θέσουμε ορθότερα το ερώτημα, έχουμε διερωτηθεί πόσο μας έχει απασχολήσει το σημαντικότατο γεγονός, αν τελικά μας κυβερνάν οι πολιτικοί ή οι τεχνοκράτες; Πώς μπορώ για παράδειγμα να ερμηνεύσω το ότι ιστορικά δεν υπήρξε πολιτική ηγεσία που να μην επαγγέλθηκε αξιοκρατία και από την άλλη, ουδείς σήμερα να τολμά να υποστηρίξει ότι έστω κάποια βήματα έγιναν προς αυτή την κατεύθυνση; Ποιους να μεμφθούμε; Κάποιους διοικητές, κάποιους διευθυντές υπουργείων ή την ανοχή της ίδιας της πολιτικής ηγεσίας; …Ποιος αντλεί εξουσία και από ποιόν;» (άρθρο μου : Αποκτήσαμε κυβέρνηση. Ο επόμενος στόχος είναι να αποκτήσουμε παραγωγική πολιτική…, εις εφημερίδα ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 25/1/1996)

Έγραφα το 1998 αναφερόμενος στο ζήτημα των επιτυχημένων οργανισμών και επιχειρήσεων, αναφορικά με τους παράγοντες της επιτυχίας : «Από την άλλη, δεν είδα ούτε ένα ηγέτη επιτυχημένης επιχείρησης να αυτοαποκαλείται «τεχνοκράτης». Θα σου μιλήσουν για τους «ανθρώπους» τους. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο πρόεδρος της ΙΒΜ όταν ρωτήθηκε να σχολιάσει το κρίσιμο στοιχείο της δύναμης της επιχείρησής του είπε: «Δεν υπάρχει πράγματι πολύ μαγεία. Δεν είναι τα φτερά και οι καθρέφτες, είναι η ανθρώπινη ποιότητα που δημιουργεί τη δύναμη της επιχείρησής μας» (Robert T. Justis, Richard J. Judd, David B. Stephens : Strategic Management and Policy, Concepts and Cases, Prentice-Hall, Englewood-Cliffs, N.J., 1985, σελ. 5.)» (άρθρο μου : Τα μεγάλα μαθήματα των επιτυχημένων επιχειρήσεων, εις εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, στις 14/2/1998 (σε ευρεία περίληψη) & στην εφημερίδα ΕΞΠΡΕΣ (στην πλήρη του μορφή) στις 12/4/1998)



Έγραφα το 2002 αναφερόμενος στο πάντα επίκαιρο ζήτημα της «δημιουργικής λογιστικής» (στοιχηματίζω ότι θα το ξαναδούμε και με τη νέα κυβέρνηση, ως μομφή κατά της προηγούμενης, όταν κάνει ανάλυση του τι παρέλαβε) : «Ποιοί πάλι είναι τούτοι οι «δημιουργικοί λογιστές»; Κατά κανόνα πρόθυμοι τεχνοκράτες που ευπειθώς καταθέτουν την όποια τους εξειδικευμένη γνώση στα πόδια αδρά κατά κανόνα αμειβόντων ενδιαφερομένων. Όχι βέβαια όλοι οι τεχνοκράτες, μα πιθανότατα εκείνοι που περιφέρονται δηλώνοντες και αναπετάσσοντες την σημαία της απολιτικοποίησής τους και της κοινωνικής τους ουδετερότητας, ώστε να μπορούν να προβάλουν το «ακαταμάχητο προσόν» της μη δέσμευσής τους σε οποιαδήποτε κοινωνική πίεση, -και αυτό που βεβαίως ντρέπονται να πουν είναι και το : σε κανένα ηθικό φραγμό ενίοτε- ώστε δηλαδή να κάνουν τη δουλειά τους καλύτερα. Τούτους θα τους δείτε να μιλάνε κυρίως με αριθμούς. Να ξεκινούν από τους αριθμούς, να διέρχονται όλο το κυρίως θέμα απαριθμώντας νέους αριθμούς και να καταλήγουν πάντα στην αδήριτη ανάγκη της ευημερίας των αριθμών. Ακόμα και όταν χρειαστεί ν’ αναφερθούν σε ζητήματα που δεν έχουν αν κάνουν με αριθμούς, π.χ., ας πούμε να μιλήσουν για τον ανθρώπινο παράγοντα, τελικά, πάλι θα το αριθμητικοποιήσουν το ζήτημα. Κι αφού δεν πρέπει να λαμβάνεται καμία κοινωνική ευαισθησία υπόψη, εύλογο είναι ότι κάθε ευφυής χειρισμός των αριθμών που θα κατατείνει στον περαιτέρω εξωραϊσμό τους, είναι κάτι που ευλόγως θα επιδιωχθεί, αφού χαίρει της αναγκαίας «νομιμοποίησης» στη δική τους «φιλοσοφία» -αυτή εν πάσει περιπτώσει που λέγουν ότι διαθέτουν. Το ίδιο εύλογο βεβαίως θα είναι και να συγκαλυφθεί κάθε πραγματική κατάσταση ή εξέλιξη των πραγμάτων που θα έτεινε στο να διαταράξει την με τόσο κόπο κατασκευασθείσα συμπαθή «αριθμητική πραγματικότητα». (άρθρο μου : Αἰδώς, Ἀργεῖοι, κάκ' ἐλέγχεια, εἶδος ἀγητοί..., ή Περί δημιουργικής λογιστικής και η εκδίκηση του όντως όντος…, εις εφημερίδα “Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ” , στις 1/8/2002)

Θα σταματήσω όμως την ιστορική αυτή περιήγηση για το τι πρεσβεύω και τι όχι επί του θέματος, αρκούμενος στα συμπεράσματα που ο αναγνώστης μπορεί μόνος του να εξάγει από τα ίδια τα λεγόμενά μου.
Εδώ βέβαια «κολλάει» και η σημείωση που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για τους ξένους ειδικούς (τεχνοκράτες) που διαφημίζονται ως περίπου νέοι φιλέλληνες που θα αριβάρουν στη χώρα μας για να συναγωνιστούν με τους ντόπιους καταδυναστευόμενους από χρόνια ιστορικά προβλήματα, προκειμένου να τα αντιμετωπίσουν –επιτέλους! Βέβαια, όχι μόνο η χώρα μας, μα και άλλες χώρες, έχουν ιδίαν πείρα επί του θέματος –πολλές φορές πικρή, όταν δεν είναι ολέθρια, όπως στη περίπτωση π.χ. της Αργεντινής στο σχετικά όχι μακρινό παρελθόν, όταν στη δεκαετία του ’90, στην ουσία πλήρωσε βαριά νεοφιλελεύθερες επιλογές «διεθνών τεχνοκρατών» (ΔΝΤ), οι οποίοι βεβαίως, κανείς τους δεν στερούνταν ενός πλούσιου βιογραφικού που να πιστοποιεί την υψηλού επιπέδου τεχνοκρατική τους κατάρτιση, αλλά φοβάμαι, δεν διέθεταν ούτε ένα που να πιστοποιεί την ικανότητα της ενσωμάτωσης του ανθρώπινου παράγοντα τα μοντέλα τους, χωρίς πρώτα να τον «ουδετεροποιήσουν» -δηλαδή, τον αναγάγουν στο επίπεδο μιας «μετρήσιμης μεταβλητής». Σε μας, η εναπόθεση των ελπίδων μας στους ξένους, στις γνώσεις τους, για την επίλυση όχι μόνο οικονομικών (ή παρεμφερών) προβλημάτων, μα και εν γένει για την συνολική αναδιάρθρωση του κρατικού και δημόσιου τομέα, δεν είναι κάτι το νέο. Η ιστορία αρχίζει πριν ακόμα συγκροτηθεί το ελληνικό κράτος, όταν άρχισαν να καταφθάνουν στη χώρα μας άνεργοι Ευρωπαίοι στρατιωτικοί, που κυριολεκτικά από λοχίες γίνονταν στρατηγοί, πουλώντας την όποια πραγματική ή υποτιθέμενη τεχνογνωσία τους, που όχι σπάνια, οδήγησε σε πανωλεθρίες, ενώ όσοι απ’ αυτούς δεν εκπληρώνονταν οι προσδοκίες από την εδώ άφιξή τους, είτε γύρναγαν στη χώρα τους λοιδορώντας τους Έλληνες, είτε πολύ απλά, άλλαζαν «εργοδότη» περνώντας στο απέναντι στρατόπεδο. Όταν το ελληνικό κράτος άρχισε να συγκροτείται, φυσικά, άρχισαν να καταφθάνουν και άλλων ειδικοτήτων «φιλέλληνες» (με το αζημίωτο φυσικά!) ποικίλων ειδικοτήτων. Για να μη μακρηγορώ, στο ερώτημα αν αυτοί οι άνθρωποι χρειάζονται ή όχι σε μια χώρα που παλεύει να βγει από τα αδιέξοδά της, η απάντηση είναι απλή : εξαρτάται. Εξαρτάται από ένα και μόνο πράγμα : από το αν η χώρα στερείται της αναγκαίας τεχνογνωσίας που να έχει και διεθνή εμπειρία πάνω στο αντικείμενο εκείνο που αποτελεί και τον λόγο της πρόσληψης ενός εξωτερικού συμβούλου. Τούτο είναι μια αλήθεια που ισχύει είτε μιλάμε για μια επιχείρηση είτε για ένα κράτος. Ειδικά για την Ελλάδα, που κατηγορείται ότι όχι σπάνια «τρώει τα παιδιά της», αυτό έχει ένα ειδικό πολιτικό και κοινωνικό βάρος. Λοιπόν, έχουμε και λέμε ότι εδώ το «πρόβλημα – τέρας» που έχουμε να παλέψουμε είναι η οικονομία. Το νοικοκύρεμα και το να μπει σε αναπτυξιακή πορεία. Είναι αυτό σωστό; Εν μέρει ναι. Διότι υπάρχει και το προαπαιτούμενο, ότι για να γίνει κατορθωτό αυτό, πρέπει προηγούμενα να χτιστούν σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ κυβέρνησης και λαού, κι σ’ αυτό οι τελευταίοι που θα μπορούσαν να συμβάλλουν είναι οι ξένοι. Από την άλλη, λυπούμαι να πω, αλλά όταν μιλάμε για την οικονομική επιστήμη, μιλάμε για μια επιστήμη, που έχει φτάσει στα όρια της ανάπτυξής της και της συμβατικής της σοφίας. Κανείς δεν κατέχει γνώση που ένας επιμελής και ενημερωμένος οικονομολόγος να αγνοεί. Όλα τα «μοντέλα» ανάλυσης και διάγνωσης της κατάστασης και της οικνομικής αύξησης και ανάπτυξης είναι πασίγνωστα, και μάλιστα υπάρχει και η εμπειρία από τις εφαρμογές τους στη πράξη (όσα μπόρεσαν αν εφαρμοστούν) και σε διάφορες χώρες (περιλαμβανομένης και της δικής μας!). Γνωρίζω ότι η χώρα μας διαθέτει και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό Έλληνες οικονομολόγους διεθνούς κύρους, και πράγματι, δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να μην απευθυνθούμε πρώτα στο εθνικό πνευματικό μας κεφάλαιο. Αν πρωτίστως η πρόσκληση απευθύνονταν σ’ αυτούς, δεν θα είχα καμία ένσταση για τη συνεπικουρία και ξένων φίλων (με εισαγωγικά η χωρίς) που θα ήταν διατεθειμένοι να συνενώσουν τις φιλάνθρωπες διαθέσεις τους με τη ντόπια προσπάθεια. Εξ άλλου, ας μη ξεχνάμε, ότι ο ρόλος των οικονομολόγων, κατά κύριο λόγο, θα εξαντληθεί στον διαπιστωτικό τομέα του οικονομικού προβλήματος (ποια η φύση του, το μέγεθός του και τα αίτιά του), κι από εκεί και πέρα θα προτείνουν λύσεις, που όπως είναι γνωστό, υπάρχουν τόσες λύσεις όσοι και οι οικονομολόγοι, ή, για να το περιορίσουμε λίγο το πράγμα, όσες οι αντιμαχόμενες μεταξύ τους «σχολές οικονομικών», καμία δε «σχολή» δεν στερείται επιστημονικής τουλάχιστον εγκυρότητας, ούτε βεβαίως και των εκπροσώπων της που μπορούν με υπερηφάνεια να δείχνουν τα νόμπελ τους. Κι αυτό είναι ακριβώς το κρίσιμο σημείο. Ότι η λύση στο οικονομικό πρόβλημα, δεν είναι οικονομική, είναι πολιτική. Η πολιτική κατεύθυνση της κοινωνίας είναι που προσδιορίζει και το κυρίαρχο «οικονομικό μοντέλο» διαχείρισης και ανάπτυξής της. Δεν είναι ο τεχνοκράτης οικονομολόγος που θα πει τι πρέπει να γίνει, είναι ο πολιτικός που θα του περιγράψει το όραμά του και ο τεχνοκράτης, οφείλει να βρει τις «τεχνικές» διόδους που θα οδηγήσουν στην υλοποίηση αυτού του οράματος.
Και κάτι τελευταίο για τους φίλους μου οικονομολόγους. Αυτή η κατηγορία επιστημόνων σχεδόν μονοπωλούν το προνόμιο του να θεωρούνται ως οι κατ’ εξοχήν «ειδικοί» ΚΑΙ θέματα διοίκησης. Ουδέν αναληθέστερον τούτου! Η οικονομική επιστήμη δεν είναι η κατ΄ εξοχήν επιστήμη της διοίκησης. (Η επιστήμη του μάνατζμεντ, π.χ., θα με επιβραβεύσει σίγουρα για τη θέση μου αυτή). Συνεισφέρει στην ανάλυση δεδομένων αναγκαίων για τη λήψη αποφάσεων, αλλά δεν σημαίνει και ότι παρέχει και τις αναγκαίες εκείνες γνώσεις για τη διοίκηση οργανισμών που είναι πράγματι ποικίλες και εκτός επιστημονικού της βεληνεκούς, και για να το πω και ευθέως, δεν ξέρω και στο κάτω της γραφής αν υπάρχει και μια «συνολική», «ενιαία» επιστήμη διοίκησης» (κι εδώ είναι που η επιστήμη του μάνατζμεντ, πολύ φοβάμαι, θα μετανιώσει για την προηγούμενη επιβράβευσή της). Τούτον τον προβληματισμό μου, τον διατύπωσα σε αρκετά γραφτά μου. Αναφέρω ένα, όπου σημείωνα : «Υπάρχουν σήμερα επιχειρήσεις που απασχολούν μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδες εργαζομένων. Μικρές δηλαδή κοινωνίες. Πόσους ειδικούς μπορείτε να βρείτε σήμερα σε μια μεγάλη επιχείρηση, ειδικευμένους ας πούμε σε ζητήματα εργασιακής κοινωνιολογίας και ψυχολογίας, για να λένε πώς αυτοί οι άνθρωποι θα μπορέσουν να «υποκινηθούν», πώς αυτοί οι άνθρωποι «θα μπορέσουν να αναπτύξουν ένα αίσθημα δέσμευσης προς τους στόχους», αν ακόμα σε αυτή την «κοινωνία» υπάρχουν νοσηρά φαινόμενα «συμπεριφοράς» και «στάσεων» ή και «προβληματικών διαπροσωπικών σχέσεων» και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν; (Και πόσες άραγε επιχειρήσεις δεν αναθέτουν τις «λύσεις» αυτές στον πρώτο τυχόντα «προϊστάμενο» που χωρίς την κατάλληλη γνώση θα «λύσει» το πρόβλημα, ενδεχομένως με την αύξηση των παραπομπών στα πειθαρχικά συμβούλια των «παραβατών», ενδεχομένως με την καθιέρωση «χρηματικών κινήτρων» –για το ζήτημα της «υποκίνησης»-, με την κατάρτιση λιστών με ποινές κατά «παράβαση» ή «αμέλεια», κ.λπ.)…» (άρθρο μου : Η θέση των ηθικών αξιών στο σύγχρονο επιχειρείν, εις εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 1/4/2000) Βέβαια, το θέμα είναι μεγάλο ώστε, να μη μπορώ να επεκταθώ άλλο σ’ αυτό, αρκούμενος σ’ αυτή τη σημείωση που ήδη έκανα.