Εμείς και οι «Κουτόφραγκοι»

Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Η έννοια του πολίτη γεννήθηκε πριν 2500 χρόνια στην Αθηναϊκή Δημοκρατία. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη , «πολίτης είναι αυτός που συμμετέχει ενεργά και υπεύθυνα στα κοινά». Η συμμετοχή του πολίτη προϋποθέτει πάνω απ όλα αμοιβαίους δεσμούς των μελών της κοινωνίας και εμπιστοσύνη και εδώ, για τη σύγχρονη Ελλάδα, αρχίζει το πρόβλημα. Πολύ συχνά, για να δικαιολογήσουμε την αδιαφορία και την ανακολουθία μας, σε πολλά θέματα (χαρακτηριστική περίπτωση οι κινήσεις πολιτών, όπως αυτή για τις πυρκαγιές, που γεννιούνται από τα ΜΜΕ και μόλις σβήσουν τα φώτα της τηλεόρασης σβήνουν και αυτές το ίδιο όπως και η δήθεν οικολογική συνείδηση των νεοελλήνων), επικαλούμεθα τον ελληνικό ατομικισμό σαν γνήσια αρχαιοελληνική κληρονομιά. Αγνοούμε σκόπιμα, ότι μπορεί οι αρχαίοι πρόγονοί μας να ήταν ατομιστές αλλά δεν ήταν αδιάφοροι και εκ των προτέρων δύσπιστοι απέναντι στον άλλον. Εμείς, οι νεοέλλληνες, σαν άτομα προς τον διπλανό, σαν πολίτες έναντι του κράτους ή σαν εκπρόσωποι του κράτους (υπάλληλοι) έναντι των πολιτών, μέχρι τουλάχιστον να αποδειχθεί το αντίθετο, βλέπουμε στον άλλον έναν λύκο ή έναν απατεώνα.. Όπως γράφει ο καθηγητής κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Leeds, Zygmunt Bauman: «Οι άνθρωποι διαμορφώνονται, παρακινούνται και καθοδηγούνται από τον κόσμο μέσα στον οποίο τυχαίνει να κατοικούν…Οι άνθρωποι που αντιμετωπίζονται σαν λύκοι τείνουν να μοιάσουν τους λύκους και οι άνθρωποι που αντιμετωπίζονται με εμπιστοσύνη τείνουν να γίνουν άξιοι εμπιστοσύνης. Πολίτες που γεννιούνται και πεθαίνουν σε κοινωνίες δημοκρατικές και ειρηνικές εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον ενώ σε κοινωνίες αυταρχικές, ανασφαλείς (και «χύμα» όπως η δική μας) συμβαίνει το αντίθετο». Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο ότι εμείς οι νεοέλληνες (ξύπνιοι και μάγκες στα λόγια), ορμώμενοι από τις προσωπικές μας εμπειρίες δυσπιστίας και επιφυλακτικότητας σε οτιδήποτε ξένο (ακόμη και συγγενικό), θεωρούμε τους βορειοευρωπαίους αφελείς και «κουτόφραγκους».
Χθες συνάντησα έναν έλληνα μετανάστη από τη Σουηδία, ο οποίος έφυγε από το χωριό του στα 25 και επέστρεψε μετά από 40 χρόνια δουλειάς. Μετά από μια ώρα συζήτηση, οι ...........
περισσότεροι στην παρέα διαπίστωναν με κάποια έκπληξη «πόσο αφελείς μέχρι βλακείας και αθώοι, σχεδόν κουτοί είναι οι μετανάστες από την βόρεια Ευρώπη και Αμερική». Δύσπιστοι σε όλους και σε όλα, γιατί η ζωή εδώ είναι ζούγκλα, θεωρούμε κάθε εύπιστο και ειλικρινή πολίτη «κουτό», κοινώς «μαλάκα». Η δυσπιστία μας αυτή επεκτείνεται ακόμη και σε οτιδήποτε σχετίζεται με πολιτειακούς θεσμούς, εκδηλώνεται με κάθε είδους σχόλια και κρίσεις για γενικευμένη «διαφθορά»(των άλλων) και σταματά σε απαισιόδοξες και μοιρολατρικές διαπιστώσεις. Η ελληνική κοινωνία έχει μια ιδιαιτερότητα, την κληρονομιά του αρχαιοελληνικού μεγαλείου, που είναι ταυτόχρονα πηγή δύναμης αλλά και παγίδα εφησυχασμού. Όπως, παιδιά διασήμων που ζουν κάτω από τη σκιά των γονιών τους δεν μπορούν να ξεφύγουν από την μετριότητα αλλά υπάρχουν για να επικαλούνται το λαμπρό παρελθόν των γονιών τους, έτσι κι εμείς σαν λαός, σε κάθε δυσκολία επικαλούμεθα τους προγόνους μας ζώντας μέσα από αυτούς ένα άδοξο μεγαλείο που δεν κληρονομείται. Νιώθουμε κληρονόμοι δίχως όμως διαθήκη.
Θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε ότι κάθε άνθρωπος και κάθε λαός, κάνει εκείνο που του επιτρέπουν οι δυνατότητές του. Θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε, πως, αυτοί είμαστε και αυτά μπορούμε. Αυτοί είναι οι ηγέτες μας, δεν έχουμε καλύτερους γιατί και εμείς οι υπόλοιποι δεν είμαστε καλύτεροι. Το καλύτερο δεν έρχεται σαν επιφοίτηση του αγίου πνεύματος, ούτε κληρονομείται αλλά έρχεται μέσα από δουλειά, πολλή δουλειά στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο και γενικώς στη ζωή.
Το 1987, οι Σουηδοί αγρότες εισήγαγαν οικειοθελώς την απαγόρευση της πρόσμιξης ζωοάλευρων στις ζωοτροφές, αναγκάζοντας την ίδια την κυβέρνησή τους τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1991, να κάνει την απαγόρευση αυτή νόμο του κράτους. Όταν, δηλαδή οι διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, με το άλλοθι της ανταγωνιστικότητας, υπερασπιζόταν το δικαίωμα των αγροτών τους να χρησιμοποιούν νεκρά ζώα για τον εμπλουτισμό των ζωοτροφών, με τις τραγικές σήμερα συνέπειες της νόσου «των τρελών αγελάδων», οι Σουηδοί αγρότες θεωρώντας, ότι η εμπιστοσύνη του αγοραστικού κοινού προέχει των στενών τους συμφερόντων, συμφώνησαν οι ίδιοι στην αυτοαπαγόρευση. Η Ενωση Σουηδών Αγροτών, με συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, επανεξέτασε μεθόδους παραγωγής και επέβαλλε αυτοαπαγορευτικά μέτρα, τα οποία δεκαπέντε 15 χρόνια αργότερα, το Δεκέμβριο του 2000, θεσμοθετήθηκαν από την Ε.Ε., και αυτά μόνο για έξι μήνες. Σε μια κοινωνία ώριμων και υπεύθυνων πολιτών, όπως είναι η σουηδική, η ρήση «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι» είναι άγνωστη. Σε αυτήν την κοινωνία έζησε 40 χρόνια ο έλληνας μετανάστης και προσαρμόστηκε. Δεν ήταν στο DNA του να είναι ανεύθυνος πολίτης και «χύμα».

Είναι καιρός, δίχως προκαταλήψεις και κόμπλεξ, να αρχίσουμε να ξαναπαίρνουμε σιγά-σιγά πίσω, λίγα από τα φώτα που δώσαμε κάποτε. Οι αρχαίοι πρόγονοί μας δεν είχαν τέτοια κόμπλεξ, δεν δίσταζαν να πάρουν κάτι από άλλους λαούς. Όπως έγραφε ο Πλάτων στην Επινομίδα: «Ότι περ αν έλληνες Βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τούτο εις τέλος απεργάζονται» (ότι πάρουν οι έλληνες από τους βαρβάρους το μετατρέπουν σε κάτι καλύτερο). Στο κάτω-κάτω, εμείς παίρνουμε πίσω κάτι που είχαν δανείσει οι πρόγονοί μας και το οποίο δυστυχώς χάσαμε στην πορεία.
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας δούλεψαν σκληρά (ταπεινά και σεμνά) για να φτάσουν εκεί που έφτασαν, με αρχές όπως: «γνώθι σ΄αυτόν», «καλόν καγαθόν»,«μηδέν άγαν», «παν μέτρον άριστον», «αιδώς-κύδος –τιμή & κλέος», κ.α. Αυτά τα χαρακτηριστικά, δυστυχώς, τα βρίσκεις σήμερα σε όλους τους ανεπτυγμένους λαούς, που λέμε πως «πήραν τα φώτα από εμάς»! Δεν υπάρχει απελπιστικότερο πράγμα για έναν λαό από το έλλειμμα αυτογνωσίας και από το να διαπιστώνει ότι μειώνονται ολοένα αυτά για τα οποία αξίζει να αγωνίζεται.
Αν δεν το καταλάβουμε αυτό, αν δεν καταλάβουμε, ότι κάθε λαός είναι αυτό που του επιτρέπουν οι ικανότητές του και τα περιμένουμε όλα από τις πολιτικές ηγεσίες μας και το λεγόμενο ανώνυμο κράτος, όχι απλώς «κακό του κεφαλιού μας», αλλά «πάμε κατά διαόλου» και το ακόμη χειρότερο, το αγνοούμε.