ΕΛΠΙΔΟΒΟΡΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΡΥΞΕΛΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Είκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι
Κι έχτισα στην εμπασιά το χωριού την εκκλησιά
Του χωριού την εκκλησιά
Άϊντε θύμα άϊντε ψώνιο άϊντε σύμβολο αιώνιο
Αν ξυπνήσεις μονομιάς θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς
……..

[Κ. Βάρναλης]
(Σημαντική διευκρίνιση : η λέξη «ελπιδοβόρα» (μηνύματα…), δεν είναι λάθος. Το «ελπιδοβόρος» ερμηνεύεται όπως ας πούμε το αιμοβόρος. Συνεπώς, ελπιδοβόρος είναι εκείνο το βαμπιρ που έχοντας προς τούτο τη σχετική θεσμική ή μη θεσμική εξουσία, τρέφεται με το αίμα του κάθε ελπιδοφόρου)

Ήρθε, λέει, νέο «μπουγιουρντί» από τις ελπιδοβόρες Βρυξέλες, δικαστική απόφαση τούτη τη φορά, που υποχρεώνει τη χώρα μας να εξισώσει τα όρια συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών : φυσικά, προς τα κάτω! (Αυτό δεν το λέει η απόφαση, ξέρουμε όμως ότι έτσι θα εφαρμοστεί). Το φθινόπωρο προαναγγέλλεται από τον Τύπο ως «δύσκολο» για τα εργασιακά, τα ασφαλιστικά και τα μισθολογικά, αλλά και για τους μικρομεσαίους, και προσπαθώ να θυμηθώ, πότε για τελευταία φορά άκουσα ότι το μέλλον ανατέλλει ευοίωνο για τα παραπάνω θύματα της αναγκαιότητας του συστήματος, και ειλικρινά, αδυνατώ να θυμηθώ πότε, ή μάλλον, αν ποτέ είχα ακούσει ένα τέτοιο χαρμόσυνο άγγελμα, εξόν από τις Εκκλησίες, όπου όμως, εκεί, φεύ, μου μιλούσαν για ένα άλλο μέλλον, επουράνιο! Όμως, μέχρι να κατακτήσω το μέλλον των ουρανών, κάτι πρέπει να κάνω και για το επίγειο μέλλον.


Με αφορμή τούτες τις μαύρες σκέψεις, αποφάσισα να (ξανα)γράψω, ή μάλλον να (επανα)διατυπώσω κάποιες αισιόδοξες σκέψεις μου (πού έρχονται από τα παλιά).


Ο γράφων λοιπόν ανήκει στη γενιά εκείνων που τους στέλνεται τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι τουλάχιστον χρόνια, ένα ανερυθρίαστο πλην σαφές μήνυμα : να ανησυχούν για τις συντάξεις τους!

Ανερυθρίαστο, διότι έγινα παραλήπτης ενός μηνύματος που θα έπρεπε να απευθύνονταν σε άλλους…

Ανερυθρίαστο, διότι μου ήρθε ένας λογαριασμός που θα..........
έπρεπε να πάει για να εισπραχθεί από άλλους…



Ανερυθρίαστο, διότι μου είχαν υποσχεθεί ότι θα υποχρέωναν να επιστρέψουν στο δημόσιο κορβανά 10 δις από τις ρεμούλες και τη κακοργανωσιά του κράτους… Το ήθελαν και το μπορούσαν –μου έλεγαν… Τι έγινε λοιπόν;



Ø Δεν μπόρεσαν;

Ø Δεν θέλησαν;

Ø Ή μήπως δεν μπόρεσαν ακόμα κι αν ήθελαν;

Ø Ή μήπως δεν θέλησαν ακόμα κι αν μπορούσαν;

Ø Ή μήπως ό,τι συμβαίνει ως κακοδαιμονία του τόπου αυτού, είναι ακριβώς ό,τι η διαχρονική πολιτική εξουσία πράγματι επιδιώκει για τους δικούς της λόγους;



Μαζί μ’ αυτό το μήνυμα ήρθαν κι άλλα που συνθέτουν το αξιακό του περιεχόμενο. Π.χ., αν θέλω «προνόμια» θα πρέπει να πληρώνω για να τα’ χω. Προφανώς αυτό το τελευταίο τίθεται ως μια ανατρεπτική νέα αρχή μιας ιστορικής στρέβλωσης του κοινωνικοοικονομικού μας γίγνεσθαι, όπου συνέβαινε είτε ακριβώς, είτε περίπου το αντίθετο. Δηλαδή, τα προνόμια κάθε άλλο παρά ανταποδοτικά ήταν και είναι! Ακόμη-ακόμη κι αυτή η πρώτη προειδοποίηση, που πορεύεται από την ανάγκη να ανησυχώ πλέον για τη σύνταξή μου, εντάσσεται στην ιστορική αυτή στρέβλωση. Λες κι πως ό,τι «έχω» (π.χ. υγεία, παιδεία, δημόσια ασφάλεια, ύψος σύνταξης) μου δίνονταν –και μου δίνονται- δωρεάν, ότι τα πληρώνουν κάποιοι λίγοι φιλεύσπλαχνοι…



Ο ορισμός των «Προνομίων» εν Ελλάδι : Όχι, όχι! Δεν μιλάνε για τα προνόμια των λίγων ας πούμε εκατό ή χιλίων ή δέκα χιλιάδων συμπολιτών μας ένα σπίτι των οποίων αποτελεί για τον μέσο Έλληνα υπόθεση δυο ή τριών γενιών εργασίας για ν’ αποκτηθεί. Μιλάνε π.χ. για όποιον κατόρθωσε να «πετύχει» τον «θηριώδη» μισθό ας πούμε των 3000 ευρώ τον μήνα, πόσο μάλλον των 4000 ευρώ τον μήνα! Για να μη πω να έχεις μια σύνταξη 2000 ευρώ τον μήνα! Ενοχοποίησαν κάθε ένα που μπορεί και αναπνέει τη στιγμή που η πλειοψηφία ασφυκτιά. Και η Μεγάλη Υποκρισία είναι ότι οι παραπάνω μισθοί, αποτελούν την ίδια στιγμή, σε πολλές των περιπτώσεων, αυτό που λέμε «μισθός» στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή, την ίδια στιγμή που βαφτίζεται προνόμιο, τίθεται και ως στόχος «σύγκλισης» με τα ισχύοντα στην Ευρώπη!



Τι μου λέγει λοιπόν το μήνυμα –για να επανέλθω; Πολύ απλά τούτο -εξαιρετικά συνεπές προς το ιστορικό ήθος του πολιτικού λόγου- : «σύμφωνα με τα εθιμικά μας ανταποδοτικά συστήματα, δεν κάνω καν τον κόπο να αιτιολογήσω γιατί το ασφαλιστικό μας σύστημα έφτασε σ’ αυτό το χάλι, όμως, σου λέγω ότι πάλι εσύ θα πληρώσεις τις επιλογές που δεν σου ανήκουν»!



Βεβαίως σε μια χώρα στην οποία «κατορθώσαμε» ώστε το ζητούμενο να είναι όχι για πόσα πολλά πρέπει να ανησυχούμε, αλλά για το αν έμεινε κάτι για το οποίο δεν χρειάζεται να ανησυχούμε, σε μια χώρα, όπου δεν αντιμετωπίσαμε «ξαφνικά» τέτοιες ανησυχητικές καταστάσεις, αλλά γεννηθήκαμε μαζί μ’ αυτές και όπως φαίνεται και η δικιά μας γενιά θα πεθάνει χωρίς να τις δει να επιλύονται, όπως τόσες προηγούμενες, φαίνεται ότι γίναμε εξαιρετικά ανθεκτικοί στο να αντέχουμε πολλά, στο να περιμένουμε λίγα θετικά.



Είμαστε η χώρα των γενιών των αμέτρητων τούνελ, μέσα στα οποία γεννηθήκαμε, μέσα στα οποία ζούμε, μέσα στα οποία πεθαίνουμε, με μόνιμη μια καλά συντηρούμενη ελπίδα ενός αχνού φωτός κάπου στο βάθος, που αυτοί που τη δημιουργούν, αυτοί οι ίδιοι τη σβήνουν, για να την ξανακλείσουν, ένα παιχνίδι που καλά κρατεί…



Έως τώρα τουλάχιστον…



Ο λόγος βεβαίως για το ασφαλιστικό μας πρόβλημα…



Δεν θα σταθώ στις «τεχνικές» λεπτομέρειες του ζητήματος, ενώ από την άλλη, δεν υπάρχει (τουλάχιστον για τους εμπνευστές των διαχρονικών ασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων) καμία αμφιβολία για την τεχνοκρατική πληρότητα των σχετικών επιλογών τους. Δραματικά τεχνοκρατική η όλη προσέγγιση, όσο και αν κάτι επιχειρείται ν’ αποδειχθεί κάτι περί κάποιας κοινωνικής αντιλήψεως, γι’ αυτό και δραματικά μη πρωτότυπη. Τα γνωστά εργαλεία : κόψε από εδώ, κόψε από εκεί, αύξησε τούτο, μείωσέ τα όλα, και ταυτόχρονα «προήγαγε» σε προκλητικό «προνομιούχο» όποιο τυχαίνει και έχει το κεφάλι του έξω απ’ το βούρκο όπως ήδη επισημάναμε παραπάνω. Όμως, λίγο θα μας απασχολούσε το ζήτημα της πρωτοτυπίας, αρκεί τουλάχιστον να είχαν μια πειστικότητα βιώσιμης και μακροπρόθεσμης λύσης. Εκείνο που αντιλαμβάνομαι, είναι ότι το πλέγμα των προτάσεων, μάλλον κινείται στη λογική μιας επείγουσας ταμιακής φύσεως λύσης, σ’ ένα πράγματι επείγον πρόβλημα, παρά στη λογική μιας βιώσιμης λύσης -μακροπρόθεσμη και βιώσιμη- πολύ πριν φθάσουμε να μιλάμε γι’ αυτά τα όντως επείγοντα προβλήματα, θα έπρεπε προηγούμενα να είχαμε απαντήσει σε μερικά άλλα, πλην όμως πολύ σημαντικά.



Πρώτ’ απ’ όλα εκείνο που προκύπτει ως άμεση διαπίστωση, είναι τούτο εδώ : «βυθισμένοι» σε μια ασφαλιστική μεταρρύθμιση, «ξεχάσαμε» (δηλαδή «ξέχασαν» οι «μεταρρυθμιστές») να ρωτήσουμε το πρώτο και σπουδαιότερο ερώτημα : πώς φτάσαμε στο πρόβλημα;



Το ερώτημα αυτό είναι ουσιαστικό και εγείρει πολλά «παράπλευρα» ερωτήματα. Όπως ας πούμε το ζήτημα πολιτικών (και ίσως ποινικών) ευθυνών για όλους εκείνους που ήταν και είναι υπεύθυνοι για τη διαχείριση αυτού του δημοσίου χρήματος. Αν τα πράγματα έχουν τη δραματικότητα με την οποία παρουσιάζονται, τότε ίσως, να μιλάμε για το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους, ίσως να μιλάμε για τη μεγαλύτερη λεηλασία δημοσίου χρήματος.



Η απάντηση στο ΓΙΑΤΙ δημιουργήθηκε το πρόβλημα, είναι ιστορικό καθήκον όλων εκείνων που αισθάνονται υπεύθυνοι απέναντι σ’ αυτό τον τόπο, πολύ δε περισσότερο, όλων εκείνων που κατά καιρούς είχαν την ευθύνη του προβλήματος. Όμως, δεν επιτελεί μόνο αυτή την αποστολή : χρειάζεται για να δούμε, τι δεν πρέπει να ξαναγίνει, και να σταλεί επιτέλους ένα μήνυμα μέχρι που η εγκληματική αδιαφορία, ή η ανικανότητα, ή η απάτη (όπου μπορεί να αποδειχτεί0 μπορούν να «απλώνουν» τα «ξερά» τους. (Βέβαια σ’ ένα ευνομούμενο κράτος, δεν θα είχαν κανένα τέτοιο περιθώριο, όμως, μέχρι να φτάσουμε σ’ ένα τέτοιο κράτος, ας δεχτούμε και κάποιες εκπτώσεις...)



Ποια τώρα είναι τα στοιχεία εκείνα που με κάνουν να πιστεύω ότι η λύση δεν είναι βιώσιμη, αλλά κι αν ακόμα οδηγήσει σε κάποια «ανακούφιση» αυτή δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή;



Αυτά τα στοιχεία, συνοψίζονται στην εξής μια διαπίστωση : κανένα από τα πραγματικά ιστορικά αίτια που δημιούργησαν το ασφαλιστικό μας πρόβλημα δεν φαίνεται να έχει λυθεί με καμία από τις ασφαλιστικές «μεταρρυθμίσεις» που έγιναν τα τελευταία 15-16 χρόνια, ώστε να μην ξαναδημιουργήσουν το ίδιο πρόβλημα.



Αυτά τα ιστορικά αίτια είναι πολλά, με σπουδαιότερα -καθ’ ημάς- τα εξής τρία.



Πρώτον : η δημογραφική μας καχεξία. Δεν κινδυνεύουμε να γίνουμε έθνος γερόντων. Σχεδόν το «πετύχαμε» : μπορούμε να πούμε ότι είμαστε. Οι πραγματικοί κίνδυνοι, αρχίζουν από το γεγονός αυτό και μετά. Και αν το ασφαλιστικό προβάλλεται σήμερα έντονα, ως μεγάλη συνέπεια αυτού του γεγονότος, ας μου επιτραπεί να πω, ότι οι αλυσιδωτές του πολυσχιδείς επιδράσεις αμφιβάλλω αν έχουν μελετηθεί με την σοβαρότητα που τις αρμόζει.



Και είναι αυτές οι συνέπειες, (1) εθνικές, (2) οικονομικές και προσωπικά την επίπτωση στο ασφαλιστικό την τοποθετώ ως τρίτης σπουδαιότητας.



Και τα τρία νομίζω ότι είναι τόσο αυτονόητα, ώστε θα ήταν πράγματι δυστύχημα εάν κάποιος θα ήθελε «απόδειξη» των θέσεων αυτών, διότι αυτό θα σήμαινε ότι έχουμε απολέσει πολλές αισθήσεις. Έτσι, πριν κάποιος απαντήσει για το τι στρατηγική έχει για το ασφαλιστικό, οφείλει πρώτα ν’ απαντήσει ποια είναι η δημογραφική του στρατηγική. Π.χ., η πολύ όντως απλή λύση, αφού οι εργαζόμενοι δεν μπορούν πλέον να συντηρήσουν τους συνταξιούχους, ας κάνουμε τους τελευταίους να δουλεύουν περισσότερα χρόνια, είναι εν μέρει πρόβλημα με δημογραφική διάσταση, ενώ υπάρχει και η οικονομική διάσταση αναμφίβολα. Π.χ., αν η χώρα μας δεν ήταν στις τελευταίες κλίμακες της εθνικής παραγωγικότητας, τότε ίσως το όλο πρόβλημα να μην είχε τη διάσταση που έχει σήμερα. Για να μείνουμε στο δημογραφικό παράγοντα, θάπρεπε αντί οι πολύτεκνες ο9κογπενεις να προβάλλονται σαν κάτι περίπου το «αξιοπερίεργο», ως οικογένειες όπου κατά κανόνα επικρατεί η ανοχή και η φτώχεια, να προβάλλονται ως οι ευνοούμενες οικογένειες της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος. Τι σημαίνει π.χ. νάχεις τέσσερα παιδιά; Σημαίνει διορισμό στο δημόσιο και των δυο γονιών και των δυο από τα τέσσερα παιδιά όταν ενηλικιωθούν. Τι σημαίνει νάχεις πέντε παιδιά; Σημαίνει διορισμό στο δημόσιο εκτός από τους δυο γονείς και όλων των παιδιών, όταν θα έρθουν σε ηλικία να εργαστούν. Σημαίνει ακόμα ότι μέχρι να μεγαλώσουν τα παιδιά, θάχουν 100% κρατική επιδότηση για τα έξοδα παιδικών σταθμών και σχολικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων και των διδάκτρων σε ιδιωτικά σχολεία. Σημαίνει ότι οι γονείς θάχουν πλήρη επιδότηση του ενοικίου για οικία που θα διαθέτει ένα δωμάτιο για κάθε παιδί, εξόν από τις άλλες «κλασικές» διαρρυθμίσεις. Θάπρεπε η δημογραφική πολιτική, νάναι τέτοια που πραγματικά να οδηγεί σε λύση του δημογραφικού και όχι να κινείται στη λογική της ελεημοσύνης. Θάπρεπε οι παροχές και τα επιδόματα προς τις πολύτεκνες οικογένειες νάναι τέτοιες, ώστε πράγματι να αποτελούν δέλεαρ προς τη δημιουργία οικογενειών μεγάλου μεγέθους, σε μια χώρα, όπως η Ελλάδα, που κινδυνεύει στο μέλλον να έχει το μέλλον της αρχαίας Σπάρτης, μιας πολιτείας που έσβησε «φυσιολογικά» ελλείψει… Σπαρτιατών!



Ήδη, ακούμε ότι θα υποχρεωθεί η χώρα μας να εξισώσει τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης των αντρών και γυναικών. Ιδού μια καλή ευκαιρία για μια γενναία δημογραφική πολιτική και ταυτόχρονα και πολιτική που θα είχε ευεργετικές επιπτώσεις στην απασχόληση και την οικονομία γενικότερη. Να εξισώσει τα όρια ηλικίας αλλά προς τα κάτω, όσο προς τα κάτω μπορεί. Να «ξεμπλοκάρει» ο «λαιμός του μπουκαλιού» ώστε να ανασάνει ολόκληρο το μπουκάλι…



Δεύτερον : η διαχρονική κακοδιαχείριση των Ασφαλιστικών Ταμείων. Δεν το λέγω εγώ : το δείχνει η δεινή σημερινή τους θέση, το κυριότερο όμως, το έχουν πει και συνεχώς το λέγουν κατά καιρούς οι καλύτερα υποθέτω ενημερωμένοι πολιτικοί μας και βεβαίως ο Τύπος. Η πρόσφατη ενοποίηση των ασφαλιστικών Ταμείων, όπως διαβάζω κι ακούω, όχι μονάχα δεν βελτίωσε τη ποιότητα διοίκησής τους, μα ούτε καν επέφερε και τις οικονομίες κλίμακας που διαφημίζονταν.



Τολμώ να ρωτήσω για το αν κανείς έκανε τον κόπο να μας ενημερώσει ποτέ για το τι είδους μάνατζμεντ ασκείται σε οργανισμούς που διαχειρίζονται τεράστια ποσά. Τολμώ από την άλλη να υποθέσω : είναι δυνατόν να περιμένουμε εκεί μια ευχάριστη «έκπληξη» πάνω σ’ αυτό το ζήτημα; Τολμώ ακόμα να ρωτήσω : καλά, μάνατζερ –έστω έτσι όπως ακαθόριστα αναφέρεται ο όρος αυτός- θέλει και η ΕΥΔΑΠ και ο ΟΤΕ και η ΔΕΗ. Γιατί να μην θέλει ας πούμε και το ΙΚΑ, το ΤΕΒΕ, κ.λπ.; Γιατί μια ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία να θέλει μάνατζμεντ και ένα Ασφαλιστικό Ταμείο να μην θέλει; Έτσι λοιπόν ερωτώ : ποιος εγγυάται ότι ακόμα κι έπειτα από τέτοιες «ελαφρύνσεις» των βαρών των Ασφαλιστικών Οργανισμών, μετ’ ολίγον δεν θα ξαναγίνουν προβληματικοί, ώστε αργότερα, κάποια άλλη έκθεση, να ξαναεισηγείται νέα μέτρα, τέτοιας φιλοσοφίας;



Τρίτον : η πανταχού παρούσα πολιτική ευθύνη. Το να μου πει κάποιος ότι τα Ασφαλιστικά Ταμεία, δεν απετέλεσαν χώρο «πολιτικής εξυπηρέτησης» -π.χ., διορισμοί που δεν χρειάζονταν, κ.λπ.- είναι κάτι που μπορεί να το λέγει αλλά δεν θα με πείθει. Το ότι από την άλλη το Δημόσιο δεν είναι απλά ο μεγαλύτερος οφειλέτης των Ταμείων αυτών, αλλά και καθ’ έξη κακός οφειλέτης, αυτό είναι μια άλλη όψη της πολιτικής ευθύνης. Και φυσικά, δεν είναι μόνο αυτά. Λέμε σήμερα, και το λέμε με μεγάλη ευκολία, ότι τα Ταμεία βαρύνονται π.χ. με εντάξεις επαγγελμάτων σε βαρέα και ανθυγιεινά, χωρίς να είναι, με αναπηρικές συντάξεις «μαϊμούδες» κι ένα σωρό άλλα παρόμοια. Αλλά περί τίνος ομιλούμε, αν όχι περί πολιτικής ευθύνης; Τα ακούμε σήμερα; Ασφαλώς όχι. Τα ακούμε για ολόκληρα χρόνια. Το ερώτημα που παραμένει είναι : Ποιες ασφαλιστικές δικλείδες υπάρχουν για τον έλεγχο της πολιτικής δραστηριότητας, όταν αυτή εκδηλώνεται με τρόπο που δημιουργεί παρόμοια προβλήματα; Μπαίνει συνεπώς ευθέως το συνολικό ερώτημα. Έστω ότι εάν υιοθετηθούν οι προτάσεις της έκθεσης, λύνονται κάποια τωρινά προβλήματα. Με τα παραπάνω άλυτα αίτια δημιουργίας των προβλημάτων των Ασφαλιστικών Ταμείων, πώς μπορεί κάποιος να μιλήσει για βιώσιμη λύση; Πώς ένα δυνατόν, ένα πρόβλημα με διαπλεκόμενα αίτια δημιουργίας του, να θεωρείς ότι μπορείς να το λύσεις αγνοώντας αυτά τα αίτια; Ποια υπόθεση γίνεται εδώ; «Των λοιπών παραγόντων παραμενόντων αμεταβλήτων», τόσο οικεία σε πολλά μοντέλα τεχνοκρατικά; Λοιπόν, δυστυχώς γι’ αυτά τα μοντέλα, κανένας «λοιπός» παράγων δεν παραμένει αμετάβλητος. Έχουν την τάση να εξελίσσονται, να κινούνται, να αντιδρούν.



Φυσικά, το άρθρο αυτό δεν φιλοδοξεί να παράσχει καμία λύση. Δεν μπορεί άλλωστε. Εκείνο όμως που μπορεί, είναι να επισημάνει πως το πρόβλημά μας είναι ότι αποφεύγουμε να ασχοληθούμε με ένα θέμα συνολικά. Βλέπουμε το ασφαλιστικό πρόβλημα όπως και την οικονομία : στη ταμιακή του και όχι την αναπτυξιακή του λογική και προοπτική. Και απαντώντας κανείς για το ασφαλιστικό μας πρόβλημα, δεν μπορεί να μην απαντήσει προηγούμενα σε ζητήματα όπως τα παραπάνω, διότι αν κάνει πως δεν τα βλέπει, είναι τα ίδια αίτια που θα μετατρέψουν την όποια παρέμβαση εξυγίανσης που επιχειρείται σαν τη χορήγηση ασπιρίνης σε ένα ασθενή που από ώρα σε ώρα τον χάνουμε και που φυσικά, χρειάζεται μάλλον ηλεκτροσόκ παρά ασπιρίνη.



Από την άλλη, η απάντηση των πιο πάνω προβλημάτων δεν είναι εφικτή ούτε από μόνη της, τουλάχιστον ως την ώρα που θα αντιληφθούμε ότι δεν υπάρχει «μερικός» σχεδιασμός κάπου, αλλά, πρώτα απ’ όλα, υπάρχει ένας συνολικός σχεδιασμός, στα πλαίσια του οποίου αναπτύσσονται οι επιμέρους. Αυτό δηλαδή που αποτελεί το ιστορικό ζήτημα στη χώρα μας. Και το μεγάλο ζητούμενο είναι η ανάπτυξη.



Ακόμα, είναι εθνική ανάγκη, επιτέλους, να επιχειρηθεί σύγκλιση των προοπτικών πολίτη-κράτους και φαινόμενα σαν τα παραπάνω, δεν βοηθούν σ’ αυτό. Στη χώρα μας η διάσταση πολίτη-κράτους, δεν είναι απλά μια «φυσιολογική» συνέπεια της διαφοράς που μπορεί να διαπιστωθεί -και αιτιολογηθεί- σε κάθε κοινωνία, αλλά, είναι, ή τείνει να καταστεί διαφορά πλέον προοπτικών. Αυτή η επικίνδυνη τάση, δημιουργεί ένα πολίτη, που βλέποντας ότι δεν μπορεί την επιβεβαίωσή του να την στηρίξει στο κράτος, θεωρεί πια πολύ φυσικό να το θεωρεί όχι σαν το πλαίσιο στήριξης των προσπαθειών του, αλλά σαν ένα ανταγωνιστικό εταίρο, τον οποίο πρέπει να αντιπαλέψει και ανταγωνιστεί για την δική του πλέον επιβίωση.



Να είναι άραγε τυχαίο, ότι αυτό που ως κοινή αντίληψη επικρατεί, είναι «ο σώζων εαυτόν σωθήτω»; Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πολλά: μην περιμένεις να σπουδάσουν τα παιδιά σου χάρις στην κρατική φροντίδα. «Δωρεάν» παιδεία, σημαίνει ο γονιός να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη του. Παρακάλα να μην αρρωστήσεις σοβαρά. «Δωρεάν» υγεία, σημαίνει ότι ο ασθενής ή η οικογένειά του, πρέπει να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη του. Μην περιμένεις «ποιότητα» υπηρεσιών από το δημόσιο τομέα : η λέξη δεν έχει ανακαλυφθεί ακόμα -πρόσθετη πρόταση ποιότητας παρεχόμενης υπηρεσίας : ο φορολογούμενος να υπολογίζει μόνος του το φόρο, ε, ας μην επιβαρυνθεί κι άλλο μια δημόσια υπηρεσία, αρκετή εξυπηρέτηση παρέχει.



Δεν είναι άραγε όλα αυτά, και πολλά ακόμα, «καθημερινά», «μίζερα» -πλην δικαιολογημένα- παράπονα των πολιτών; Όχι «μίζερων» πολιτών, αλλά πολιτών διψασμένων για μια μη μίζερη πραγματικότητα που του επιβάλλουν.



Ας αναφερθεί σ’ αυτό το λαό, στον μαθητή, στον φοιτητή, τον μισθωτό, τον επιχειρηματία, τον απλό πολίτη, ένας καλός λόγος για τον οποίο θα μπορούσε να ήταν περήφανος : για τη βιομηχανική μας ανάπτυξη μήπως; για την οικονομική μας ανάπτυξη μήπως; για την τουριστική μας ανάπτυξη μήπως; για την αγροτική μας ανάπτυξη μήπως; για το εκπαιδευτικό μας σύστημα μήπως; για την αξιοκρατία στο Δημόσιο μήπως; για τις επιδόσεις των δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών μας μήπως; για την άνοδο της ευημερίας μας μήπως;



Δυστυχώς στη χώρα μας, μιλάμε πολύ για «προοπτικές», για «στρατηγικές» και άλλα παρόμοια. Όμως η επιβίωση, από μια υπόθεση προοπτικής, από ένα στρατηγικό ερώτημα, που θα’ πρεπε ολοκληρωμένα ν’ απαντά σε ολοκληρωμένες ερωτήσεις, υποβιβάστηκε σε μια αντίληψη τρέχουσας σημασίας, η φιλοσοφία του «όπως-όπως», αποσπασματικές τοποθετήσεις σε αποσπασματικά ερωτήματα, που κι εδώ η ιστορική κεκτημένη δύναμη τα αναστρέφει σε «ολοκληρωμένες προσεγγίσεις».



Και πάντα με την εξής μίζερη νοοτροπία : πάντα επιλαμβανόμαστε στη φάση ωρίμανσης του προβλήματος. Τίποτα το περίεργο σ’ αυτό, όταν η καθιερωμένη φιλοσοφία δημόσιας διοίκησης δεν είναι άλλο παρά ένα τεράστιο σύστημα «ελέγχων», δομημένο στην ως φαίνεται «αδήριτη» πραγματικότητα πως δεν έχει με τίποτα άλλο ν’ ασχοληθεί παρά με ύποπτες καταστάσεις. Έλεγχοι, παντού έλεγχοι, πολλοί έλεγχοι. Ο ένας ελέγχει τον άλλον. Η πρόληψη; Ακόμα κι όταν μιλάμε για πρόληψη, πάλι έλεγχο εννοούμε.



Κλείνοντας, ας επαναλάβω : το ασφαλιστικό μας πρόβλημα, είναι συνέπεια ιστορικών προβλημάτων κακοδιαχείρισης, συνέπεια της έλλειψης στη χώρα μας μιας συνολικής εθνικής στρατηγικής σε ό,τι μπορεί να αποκληθεί «ανάπτυξη» -κι εδώ παρακαλώ, προτάξτε τα μη μετρούμενα στοιχεία της, τα ποιοτικά - στα πλαίσια της οποίας, το κάθε ζήτημα, δεν θα αντιμετωπίζεται μεμονωμένα, αλλά συνδυαζόμενο και με όλες τις άλλες επιλογές του συνολικού αυτού εθνικού στρατηγικού σχεδίου.



Έχουμε ξαναγράψει για το θέμα. Ας υπογραμμίσουμε μόνο, πως τα κυριότερα οφέλη από μια τέτοια προσέγγιση, θα είναι ότι θα τεθούν σε λειτουργία οι πραγματικές καθοδηγούσες δυνάμεις της ανάπτυξης, που είναι οράματα ενεργά και προσδιορισμένα, θα είναι αξίες ενεργές και προσδιορισμένες, θα είναι συστήματα ηγεσίας από τα οποία πάσχουμε, και όχι απλά διαχείρισης από τα οποία έχουμε πολλά και αναποτελεσματικά, θα είναι ο καθορισμός και η περιγραφή μιας κουλτούρας ανάπτυξης, που ούτε την έχουμε ούτε ποτέ θεωρήσαμε ότι έπρεπε να κάνουμε τον κόπο να την αναζητήσουμε, να έχουμε στόχους από την έλλειψη των οποίων πάσχουμε και όχι συνθήματα και σλόγκαν τα οποία αφθονούν, να έχουμε στρατηγικές ολοκληρωμένες και όχι τακτικές που βαφτίζουμε σε στρατηγικές, να έχουμε δυνάμεις που δεν φοβούνται την αλλαγή, αλλά να την επιδιώκουν και όχι να την επικαλούμαστε περίπου σαν τον μπαμπούλα του παραμυθιού, να γνωρίζουμε τι αλλαγή θέλουμε και όχι γενικά μα μιλάμε γι’ αυτή, να φύγουμε επιτέλους από τη μίζερη αντίληψη ότι το πρόβλημα λύνεται, πολλά θ’ αλλάξουν, όταν τούτος ο αριθμός αν τούτο το ποσοστό πάει λίγο πάνω, λίγο κάτω, λίγο δεξιά, λίγο αριστερά, αλλά να διαποτιστούμε από την βεβαιότητα, πως αυτοί οι αριθμοί και αυτοί οι δείκτες, δεν είναι «νοήμονες» μεταβλητές, αλλά προϊόντα νοημόνων ανθρώπων, και αυτή η μικρή αλλά τόσο ουσιαστική αλήθεια λέγει : μη διαχειρίζεστε το αποτέλεσμα, τους αριθμούς, διαχειριστείτε αυτό που τους δημιουργεί.



Φυσικά, δεν ευελπιστώ σε ιδιαίτερη κατανόηση…



Και φυσικά, δεν μπορώ να μη υπογραμμίσω ιδιαίτερα κάποια πτυχή του όλου προβληματισμού μου (και όχι μόνο δικού μου), μια πτυχή που δεν θίχτηκε εν τούτοις ιδιαίτερα στο παρόν άρθρο παρά τη κρισιμότητά της. Μήπως πίσω απ’ ό,τι αποκαλούμε «ασφαλιστικό πρόβλημα» βρίσκεται η διακαής επιθυμία να «αποκοινωνικοποιηθεί» και τούτη η δημόσια υπηρεσία, με άλλα λόγια να ιδιωτικοποιηθεί σταδιακά η κοινωνική, στα πλαίσια της τρεχόντως κυρίαρχης ιδεοληψίας που ευαγγελίζεται το όσο δυνατόν μικρότερο (κοινωνικό) κράτος, αρχικά μερικά και ακολούθως πλήρως; Μάλιστα, τούτη τη «προγραμματισμένη» «προβληματοποίηση» σχεδόν κάθε δημόσιας υπηρεσίας, από την δημόσια ασφάλεια ως ακόμα και την είσπραξη των δημοσίων εσόδων, δεν είναι καθόλου δύσκολο κανείς να τη διαγνώσει, να την εντοπίσει. Και βεβαίως, το καλύτερο «άλλοθι» για να καταστεί «απαραίτητη» η ιδιωτικοποίηση της κάθε δημόσιας υπηρεσίας, δεν είναι άλλο από το να προβάλλουμε πραγματικά ή υποθετικά προβλήματα του δημόσιου χαρακτήρα των υπηρεσιών αυτών, κι ακόμα καλύτερα, να κάνουμε ό,τι μπορούμε ώστε όχι μόνο να μη λύνονται τα προβλήματα στη δημόσια διοίκηση, μα και να υποθάλπουμε αυτά τα προβλήματα. Νοσηρός προβληματισμός; Πείτε τε τον κι έτσι. Έτσι κι αλλιώς, μέσα σε μια γενικότερα νοσηρή κατάσταση, τι το ποιο ταιριαστό να λειτουργείς «γάντι» με το περιβάλλον… Έστω και το νοσηρό…