ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΝ - ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Με νοσταλγία, αν όχι και με κάποια συγκίνηση, διάβασα το μικρό αφιέρωμα του «ΚΑΦΕΝΕΙΟΥ» στη φετινή εκδήλωση του «ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΝ».

Η πρώτη μου επαφή με το «ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΝ» ήταν το 1985. Τότε ο Τάσος Λοΐζος, από τα πιο παλιά μέλη του συνδέσμου και διευθυντής μου –τότε- μου πρότεινε να μετάσχω ως κριτής στον αγώνα.

Δεν είχα μέχρι τότε ακούσει τίποτα περί «ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΝ». Όταν μου εξήγησε περί τίνος πρόκειται, εκείνο που αμέσως μου έκανε εντύπωση και συνέβαλε ώστε να ανταποκριθώ άμεσα στο κάλεσμα, ήταν το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα υπεραγώνισμα, που πρώτον, αποτελούσε αναβίωση ενός αρχαίου γεγονότος (την αποστολή του Φειδιππίδη στη Σπάρτη να ζητήσει βοήθεια για την αντιμετώπιση των Περσών), δεύτερον, ότι οι αθλητές ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία από ξένες χώρες (Ασία, Ευρώπη, Αμερική, κ.λ.π), κάτι που ως Έλληνα με περιποιούσε και τιμή, και τρίτο και σπουδαιότερο, όλοι αυτοί οι άνθρωποι έρχονταν από τα πέρατα του κόσμου για να μετάσχουν σε ένα επίπονο αγώνα δρόμου 250 χιλιομέτρων ΧΩΡΙΣ κανένα οικονομικό όφελος. Στους νικητές δίνονταν ένα αναμνηστικό «δίπλωμα» και ένα στεφάνι ελαίας.

Έτσι, ξεκίνησα σαν κριτής στο check point που ήταν αμέσως πριν την Νεστάνη (που ήταν master point με επικεφαλής τον Τάσο Λοΐζο), λίγο πιο κάτω από τη σήραγγα του Αρτεμισίου, και ακριβώς στον προς δυσμάς παράλληλο δρόμο με την εθνική οδό, στη πρώτη γέφυρα μετά τη σήραγγα. Εκεί, με τη γυναίκα μου, στήναμε ένα τραπεζάκι με δυο-τρεις καρέκλες όπως και μια φορητή λάμπα (το μέρος ήταν θεοσκότεινο και δεν έβλεπες πέρα από τα λίγα μέτρα που φώτιζε η λάμπα, εκτός αν ήμασταν τυχεροί και πέφταμε σε πανσέληνο) που κουβαλούσαμε με το αυτοκίνητό μας από την Αθήνα, και βέβαια αυτός ο «εξοπλισμός» ήταν δικός μας, όπως εξ ιδίων ήταν αγορασμένα και άλλα είδη που παρείχαμε στους αθλητές όταν διέρχονταν από το δικό μας «point», εκτός από κάποια είδη που προέρχονταν από διάφορες χορηγίες εταιρειών (αναψυκτικά, νερά, σοκολάτες, κ.λπ.) Στο «point» συνήθως εγκατασταινόμασταν κατά τις 8-9 το βράδυ, περίπου δηλαδή 1-2 ώρες πριν φτάσει εκεί ο πρώτος αθλητής, που είχε ήδη ...........ξεκινήσει από την Αθήνα (μαζί με όλους τους άλλους) κατά τις 7.30 το πρωί της ίδιας μέρας, ενώ οι τελευταίοι αθλητές περνούσαν από το δικό μου σημείο ελέγχου, κατά τις 7.30 το πρωί της επόμενης μέρας. Ας σημειωθεί ακόμα, ότι από τους γύρω 180-200 ίσως και παραπάνω αθλητές (ο αριθμός κυμαίνονταν από χρονιά σε χρονιά), σε μένα έφταναν περίπου 75-85 (οι άλλοι έχοντας δώσει το άπαν των προσπαθειών τους, είχαν ήδη εγκαταλείψει τον αγώνα). Από τις 8-9 το βράδυ της Παρασκευής (ο αγώνας ξεκινά πάντα την τελευταία Παρασκευή του Σεπτέμβρη), ως τις 7.30 το πρωί της επομένης (Σάββατο), εγώ με τη γυναίκα μου μέναμε ξάγρυπνοι αφού υπήρχε συνεχείς ροή αφίξεων αθλητών (αν και ο περισσότερος όγκος, πέρναγε συνήθως ανάμεσα στις 4-7.30 το πρωί του Σαββάτου). Η δουλειά η δική μου εκεί ήταν να προσφέρω αυτά τα στοιχειώδη στους αθλητές και ταυτόχρονα να σημειώνω τον αριθμό του αθλητή, την ώρα άφιξης και ώρα αναχώρησης από το point. Τούτη την εργασία την μοιραζόμουνα με τη γυναίκα μου τη Πολυτίμη. Σχεδόν πάντα, λίγο πριν φτάσει ο πρώτος αθλητής στο δικό μου σημείο ελέγχου, έρχονταν από τη Νεστάνη παρέες νεαρών, που μας κράταγαν συντροφιά μέχρι και τις 12 τα μεσάνυχτα, και μετά, πήγαιναν στο χωριό όπου ήταν το master point του Τάσου Λοΐζου, που ήταν και πολυπληθές ενώ πλαισιώνονταν και από άλλους εθελοντές –αρκετοί συνάδελφοι επίσης. Για να βγάλουμε το βράδυ, εγώ κι η γυναίκα μου, ήμασταν ντυμένοι σαν κρεμμύδι. Όσοι γνωρίζουν το μέρος, ξέρουν πολύ καλά τέτοια εποχή (αν και τις άλλες δεν είναι καλύτερα) το τι υγρασία πέφτει το βράδυ, και το πόσο πέφτει η θερμοκρασία.

Να σημειώσω, ότι την Παρασκευή, και πριν «ανοίξουν» τα points εκεί στη Νεστάνη και τα δυο τρία που ήταν πριν και μετά απ’ αυτή (όπως και το δικό μου), όλα τα μέλη μαζευόμασταν στο master point του Τάσου Λοΐζου που ήταν εγκατεστημένο στην αυλή της ταβέρνας στη κεντρική πλατεία του χωριού, ενώ η ταβέρνα έμεινε ανοιχτή και τη νύχτα για τη περίσταση. Εκεί λοιπόν, πριν πάει καθείς στο πόστο του τρώγαμε και καλαμπουρίζαμε ενώ με την τηλεσυνενόηση (από χορηγία κι αυτή) που διέθετε ο Λοΐζος πληροφορούμασταν που βρίσκονταν ο πρώτος δρομέας. Βασικά τα points της Νεστάνης «άνοιγαν» κάπου 1-2 ώρες πριν ο πρώτος δρομέας κατέβει το βουνό (το Αρτεμίσιο) και φτάσει στο χωριό Σάγκας. Η μάζωξη αυτή επαναλαμβάνονταν και το επόμενο πρωινό στη Νεστάνη, κατά τις 8.30, μετά το κλείσιμο κι αυτού του σταθμού ελέγχου, όπου τρώγαμε άλλος πατσά, άλλος σούπα, αυγά ντόπια με τυρί, κ.λπ. Στη συνέχεια, ο καθένας, άλλος με τη γυναίκα του όμως εγώ (οι περισσότεροι εκεί ήμασταν ζευγάρια, και μερικοί είχαν και τα παιδιά τους, αν ήταν βέβαια αρκετά μεγάλα), άλλος με τον ή τη σύντροφό του, αναχωρούσαμε για τη Σπάρτη, όπου το βράδυ του Σαββάτου γίνεται παρουσία όλων των τοπικών πολιτικών και στρατιωτικών αρχών αλλά και βουλευτών του Νομού η τελετή βράβευσης των νικητών (ξεχωριστά για τους άντρες και τις γυναίκες), και ακολουθούσε πρόγραμμα μα τραγουδιστές. Φεύγοντας από τη Νεστάνη για τη Σπάρτη, στο δρόμο συναντούσαμε τους δρομείς που ήδη είχαν περάσει από τη Νεστάνη. Πολλές φορές, εκεί κοντά στη Σπάρτη, προλαβαίναμε κατά τις 10 η ώρα το πρωί τους πρώτους που πλησίαζαν στη πόλη και θα τερμάτιζαν στο άγαλμα του Λεωνίδα. Οι περισσότεροι όμως θα έφτανα πολύ αργότερα, ενώ οι τελευταίοι θα φτάνανε ακόμα και το απόγευμα. Στο δρόμο, με τη γυναίκα μου θυμόμασταν τους δρομείς που είχαν ήδη περάσει από εμάς. «Να ο Γιαπωνέζος» (οι Ιάπωνες ήταν, τουλάχιστον τότε, η πολυπληθέστερη ομάδα αθλητών), «να η Γερμανίδα», «εκείνος δεν είναι ο Βραζιλιάνος;», «να ο Γάλλος», «να η Ιταλίδα», ενώ άλλες φορές σχολιάζαμε αθλητές που δεν είδαμε στο δρόμο (αφού, μετά από εμάς, υπήρχαν και εγκαταλείψεις σε επόμενα σημεία ελέγχου). Στη Σπάρτη μέναμε σε ξενοδοχείο, και το βράδυ του Σαββάτου, μετά τη λήξη των εκδηλώσεων στη Σπάρτη, αργά το βράδυ, η παρέα από όλα τα points της Νεστάνης, με επικεφαλής πάντα τον Τάσο Λοΐζο, πηγαίναμε για φαγητό, άλλοτε στο Μυστρά, αλλά πιο συχνά σε μια ταβέρνα στη Τρύπη. Και την επόμενη μέρα, Κυριακή, αναχωρούσαμε ο καθένας για τον τόπο του (από την Αθήνα ήμασταν όλοι, εξόν από ένα ζευγάρι που ήταν κάπου από Αίγιο –δεν θυμάμαι καλά).

Αργότερα, μου έγινε η τιμή να εκλεγώ και στο διοικητικό συμβούλιο του «ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΝ», δυστυχώς όμως συνέπεσε τότε να πεθάνει ο πατέρας μου, και τούτο σε συνδυασμό με άλλες έκτακτες υποχρεώσεις μου δεν με επέτρεψαν με παραμείνω για πολύ και αποχώρησα, αφού είχα συμπληρώσει τότε πάνω από 12-13 χρόνια συνεχών συμμετοχών μου στις εκδηλώσεις του και στο point εκεί 2 χιλιόμετρα πριν τη Νεστάνη. Όμως, έστω κι αυτή η βραχύβια συμμετοχή μου στο διοικητικό συμβούλιο, μου έδωσε την ευκαιρία να δω το πόσο αυτοί οι άνθρωποι μοχθούν να κρατήσουν ζωντανή μια προσπάθεια, τρέχοντας να βρουν χορηγούς και επιδιώκοντας καμιά κρατική χορηγία (θυμάμαι λίγο πριν αποχωρήσω, ότι η κρατική χορηγία –πενιχρή για τις ανάγκες του αγώνα- ήταν εν αμφιβόλω η συνέχισή της –δεν ξέρω τι έγινε). Μια εκδήλωση που θάπρεπε να έχει την αμέριστη στήριξη του Κράτους, δυστυχώς, δεν την είχε. Θυμάμαι ακόμα το πόσο οι άνθρωποι του διοικητικού συμβουλίου τρέχανε για να εξασφαλίσουν κάποια προβολή από τα ΜΜΕ, κάτι που άλλοτε γίνονταν δυνατό σε μεγαλύτερο και άλλοτε σε μικρότερο βαθμό. Σκεφθείτε ότι στην Ιαπωνία, υπάρχει όπως πληροφορήθηκα πόλη που προβάλλει ξεχωριστά την εκδήλωση αυτή.

Αυτές είναι σε γενικές γραμμές οι αναμνήσεις μου από το «ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΝ». Προτρέπω κάθε ένα που θέλει να αποκτήσει εμπειρία σε μια ευγενική προσπάθεια, να έρθει σε επαφή με τον σύνδεσμο και να δηλώσει ότι επιθυμεί να βοηθήσει. Ο επόμενος αγώνας θα γίνει τον επόμενο Σεπτέμβρη, και θα είναι μια πρωτόγνωρη και πολύ ευχάριστη εμπειρία για όποιον συμμετάσχει έστω και για ένα χρόνο στις εκδηλώσεις του «ΣΑΡΤΑΘΛΟΝ». Αξίζει ακόμα να γίνει και μέλος του.