ΧΤΥΠΗΜΑ ΣΤΟΥΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΕΣ ή ΣΤΗ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ;

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Δεν είναι η σφαίρα με τ΄ όνομά μου πάνω της που με φοβίζει. Είναι εκείνος που λέει «σε όποιον τον αφορά»» (Ανώνυμος κάτοικος του Μπέλφαστ – εις : London Guardian, 1991) «Όταν η ελευθερία έρχεται με τα χέρια βουτηγμένα στο αίμα είναι δύσκολο να ανταλλάξεις χειραψία μαζί της.» Oscar Wilde

Η σύλληψη των νεαρών τρομοκρατών αναβίωσε γι’ ακόμα μια φορά τη συζήτηση για τη τρομοκρατία στη χώρα μας. Και γι’ ακόμα μια φορά, φοβάμαι ότι ταυτίζουμε τους τρομοκράτες με την τρομοκρατία, γι’ αυτό και η χωρίς διάκριση αναφορά ανάμεσα στις δυο αυτές καταστάσεις : «επιτυχία κατά της τρομοκρατίας» και «επιτυχία κατά των τρομοκρατών», χρησιμοποιούνται χωρίς διάκριση. Αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αν η τρομοκρατία είναι ο εγκέφαλος που παράγει τη νόσο, ο τρομοκράτης είναι το πύον που η πληγή παράγει. Καθαρίζουμε το πύον, αλλά όσο η πληγή δεν κλείνει, το πρόβλημα δεν έχει θεραπευτεί. Και βεβαίως, το πύον πρέπει να απομακρύνεται, όμως, τι γίνεται με τη νόσο την ίδια; Τι γίνεται με τα αίτια που την παράγουν; Καλό να «ακουμπά» η αστυνομία τους τρομοκράτες, αλλά ποιος και πόσο αποτελεσματικά «ακουμπά» η πολιτεία τα αίτια που παράγουν την τρομοκρατία; Εδώ φυσικά δεν έχει ρόλο η αστυνομία. Αυτό είναι πιστεύω τόσο αυτονόητο, όσο αυτονόητο είναι πως άλλο πράγμα ο εξατομικευμένος εγκληματίας και άλλο πράγμα η εγκληματικότητα. Άλλο πράγμα είναι μια επιτυχία στο επίπεδο της καταστολής και άλλο πράγμα το ζήτημα της επιτυχίας στο ζήτημα της πρόληψης υπό την έννοια της αντιμετώπισης των αιτίων που παράγουν παραβατικές συμπεριφορές.

Πόσο όμως έχουμε προχωρήσει στο τελευταίο αυτό ζήτημα; Πόσο είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε ότι τα αίτια που παράγουν το έγκλημα στις ποικίλες τους αποχρώσεις και ιδιαιτερότητες, τα αίτια που παράγουν τρομοκράτες έχουν αρχίσει να αντιμετωπίζονται με τρόπο που θα μας επέτρεπαν να αναφερόμαστε και σε ανάλογες «επιτυχίες» στο τομέα αυτό; Και κυρίως, ποια είναι αυτά τα αίτια; Κι ακόμα πιο σημαντικό : πόσο είμαστε έτοιμοι να τα ονοματίσουμε «χωρίς φόβο και πάθος»;

Παρόλα αυτά, το άρθρο αυτό, δεν σκοπεύει να τοποθετηθεί στο ζήτημα της διερεύνησης των αιτίων. Αφήνω αυτό να το κάνουν άλλοι πιο ειδικοί. Αν ίσως σε ένα επόμενο άρθρο μου επιχειρήσω να κάνω και τη δική μου τοποθέτηση, δεν θα είναι φυσικά η τοποθέτηση ενός ειδικού, αλλά μάλλον η τοποθέτηση ενός που επιχειρεί να καταλάβει τι οι ειδικοί τέλος πάντων λένε πάνω σ’ αυτό.

Στο παρόν άρθρο, παρόλα αυτά, θα μου επιτραπεί μια ........
μικρή αναδρομή. Τότε που είχαμε τη σύλληψη των μελών της 17 Νοέμβρη (ή για την ακρίβεια : μελών και όχι «των» μελών), είχα εκφράσει κάποιες σκέψεις μου για όσα ήδη ανέφερα στον άνω πρόλογό μου (βλέπε το άρθρο μου : 17N : Το τέλος (;) ενός επεισοδίου. Τρομοκρατία : το ανοικτό σενάριο. Ή πώς άλλο η τακτική και άλλο η στρατηγική», εις εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 23/7/2002). Τι έλεγα τότε; Πόσα από εκείνα που τότε ισχυριζόμουνα μπορεί να θεωρηθεί ότι έχουν ένα ακέραιο ενδιαφέρον και σήμερα; Στις ερωτήσεις αυτές, φυσικά δεν μπορώ να απαντήσω εγώ, αλλά ο αναγνώστης των σκέψεων και ισχυρισμών μου.

Παραθέτω κατωτέρω αυτούσιο εκείνο του άρθρο μου, αφήνοντας στον αναγνώστη να κάνει τις όποιες αναγωγές με το σήμερα.

«Διαφαίνεται (εξ ού και το ερωτηματικό στον τίτλο), ότι φτάνουμε στο τέλος ενός τρομοκρατικού επεισοδίου, με πρωταγωνιστή την 17Ν. Μια τρομοκρατική οργάνωση που ξεκίνησε τη δράση της πριν 25 περίπου χρόνια και φαίνεται να τερματίζεται -η δράση της- σήμερα. Οι δίκαιοι πανηγυρισμοί μιας συντεταγμένης Πολιτείας που σ’ όλη αυτή τη μακρά περίοδο τα αρμόδια όργανά της είχαν κατηγορηθεί ότι αδυνατούσαν -και σε πιο ακραίες εκδοχές : ότι δεν υπήρχε η αναγκαία πολιτική βούληση προς τη κατεύθυνση αυτή- να πατάξουν τη δράση της τρομοκρατικής αυτής ομάδας, είναι κατανοητοί, όπως κατανοητές θα είναι και οι ενδεχόμενες πολιτικές «αξιοποιήσεις» του «συμβάντος» -αναλόγως.

Η παραπάνω λέξη «συμβάντος» τίθεται σε παρένθεση ακριβώς για να διαχωρίσουμε την θέση μας από την τρέχουσα θυμική -επαναλαμβάνω : παρ’ όλα αυτά κατανοητή- αντιμετώπιση του ζητήματος. Όμως, η δική μας θέση είναι ότι θα πρέπει από τούδε να θέσουμε το ζήτημα στα ορθά του πλαίσια.

Δεν χτυπήθηκε παρά μονάχα ένα τρομοκρατικό επεισόδιο, πράγμα πολύ σημαντικό, όχι όμως και το ίδιο το γενικότερο σενάριο της τρομοκρατίας. Για να το πούμε διαφορετικά, είναι το ίδιο σαν να εξαρθρώθηκε μια συμμορία κακοποιών με πλούσια όσο και μακρόχρονη δράση στο χώρο της παρανομίας, με ένοπλες ληστείες, βιασμούς, φόνους, κ.λπ., πράγμα απολύτως επαινετό όσο και επιθυμητό, μα, που σε καμία περίπτωση δεν θα μας κάνει να συγχέουμε τα πράγματα. Δηλαδή, ότι τούτο μπορεί να συνέβη στα πλαίσια ενός μακροχρόνιου πλάνου για την πάταξη του εγκλήματος, μπορεί όμως να συνέβη και τελείως τυχαία, οπότε η σημασία του ζητήματος διαφοροποιείται αναλόγως.

Την ίδια στιγμή, κάθε «επαφή» της συντεταγμένης Πολιτείας, που ταυτόχρονα δρα στο παρόν μα και στο «προγραμματικό μέλλον», με κάθε κοινωνικό, πολιτικό ή οικονομικό φαινόμενο, δεν είναι μονάχα μια ευκαιρία για μια τρέχουσα επέμβαση -«λύση» θα την ονόμαζαν πολλοί, όπως μερικοί μίλησαν για το «τέλος της τρομοκρατίας» επειδή φαίνεται ότι εξάρθρωσαν την 17Ν- σ’ ένα ad hoc ζήτημα - πρόβλημα, όσο σοβαρό κι αν είναι, μα επίσης, κάθε τέτοια επαφή αποτελεί μια ευκαιρία για τον «εμπλουτισμό» της συλλογικής γνώσης του οργανισμού -και το κράτος υπ’ αυτήν την διοικητική έποψη δεν είναι παρά ένας τέτοιος οργανισμός-, μια ευκαιρία να «δει» πράγματα νέα ή να διορθώσει προηγούμενες αντιλήψεις της -ακόμα και να τις επιβεβαιώσει : και τούτο όφελος είναι-, να εντάξει αυτή τη νέα γνώση και τούτη τη νέα εμπειρία στους ανάλογους μακροχρόνιους σχεδιασμούς, ώστε η διαρκής διερεύνηση των αιτίων να γίνει πιο αποτελεσματική, γινόμενη σχετικά πιο πλήρης, αφού θα διευρύνει τον ορίζοντα της σχετικής της γνώσης.



Και ιδού λοιπόν το ερώτημα που ήδη ανακύπτει. Τι σημαίνει για την συντεταγμένη μας Πολιτεία η νέα αυτή γνώση, πέραν βεβαίως από το ότι θα γίνει κατορθωτό να καταλογισθούν δίκαια οι ευθύνες στον καθένα και να βρουν δικαίωση οι αδικοχαμένες ψυχές - θύματά τους, ή πέραν του ότι θα εμπλουτισθεί η εμπειρία των διωκτικών αρχών σε ζητήματα καταδίωξης της τρομοκρατίας; Αναφερόμενος δε στην «συντεταγμένη Πολιτεία», αναφέρομαι σε όλα τα μέλη που την συγκροτούν, και ιδίως σ’ εκείνα, που είτε ως άτομα είτε ως ομάδες πίεσης μπορούν να έχουν μια καθοριστική επέμβαση και επιρροή -για να μην μείνουμε μονάχα στο επίπεδο της κυβέρνησης, πράγμα που θα οδηγούσε σε αδιέξοδα τον όποιο μας προβληματισμό, αφού κοινωνιολογικά μα και πολιτικά, η κάθε κυβέρνηση, στο οποιοδήποτε κράτος, είναι και η ίδια όχι μόνο φορέας μέσων βίας μα και παραγωγός βίας, και το ζήτημα της νομιμοποίησης αυτής της βίας, όταν εκδηλώνεται, είναι κάτι που πάντα ταλάνιζε και ταλανίζει όχι μόνο την επιστήμη μα και τις ίδιες τις κοινωνίες και τα μέλη τους.

Υπάρχει ακόμα και το ζήτημα, αν τελικώς το τρομοκρατικό επεισόδιο της 17Ν ξετυλιχτεί μέχρι τις απώτατες αρχές του πράγμα που θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στη συλλογική κοινωνική γνώση, ή ενδεχόμενα να μην εκταθεί πέραν του αναγκαίου σημείου της κατανομής των όποιων ποινικών ευθυνών, με ενδεχόμενες προεκτάσεις σε ζητήματα διακεκριμένων κομματικών εμπλοκών -όσο τούτο το σενάριο θα εξακολουθεί να αιωρείται- ιδίως σε παλαιότερες χρονικές στιγμές της καθόλου δράσης της οργάνωσης αυτής. Όμως, όσο όλη τούτη η υπόθεση δεν θα μετουσιώνεται σε ουσιαστική ευρύτερη κοινωνική παραγωγική γνώση -κι όχι γνώση ελιτίστικη τύπου κάποιων forum στα οποία διεξάγονται ομιλίες στις οποίες ο πλέον καταφρονημένος προσκεκλημένος μπορεί να είναι «απλώς» ένα μεγαλοδιευθυντής κάποιου οργανισμού- κι από εκεί και πέρα σε μια παραγωγική κοινωνική πίεση μέσα πάντα στα όρια των κοινά αποδεκτών δημοκρατικών μέσων αγώνα για πάταξη των αιτίων της κάθε βίας, τότε, το επαναλαμβάνω, ίσως το μόνο που θα μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε είναι ότι το παιχνίδι θα το ξαναδούμε, μόνο δεν ξέρουμε ακριβώς πότε. Διότι, το σενάριο είναι πάντα σε ισχύ, διότι η βία αποτελεί μια διαρκή απαξία, μέλος ενός υπαρκτού στο διηνεκές συνόλου απαξιών, η κάθε μία των οποίων πάντα απειλεί μια αντίστοιχή της (θετική) αξία. Εδώ δεν υπάρχει τέλος, και τέλος δεν υπάρχει σε κανένα τύπο διαχείρισης κανενός πράγματος. Ποτέ η «αποτελεσματικότητα», η «παραγωγικότητα», η «ευταξία», η «νομιμότητα», η «ειρήνη», η «έλλειψη βίας», ο «σεβασμός», κ.λπ., δεν μπορούν ποτέ να φτάσουν σ’ ένα τέλος, διότι τάχα η αντίστοιχη απαξία που απειλεί την κάθε συγκεκριμένη αξία εξαλείφθηκε. Μια μακροχρόνια -και πάντα βεβαίως καλοδεχούμενη- επικράτηση μιας θετικής αξίας, δεν σημαίνει ότι η απαξία που την απειλεί εξαλείφθηκε, μα ότι διαρκώς διαχειρίζεται αποτελεσματικά, αναγνωρίζεται η διαρκής δυνητική της παρουσία και «επίθεση», και η εγρήγορση είναι ανάλογη. Τούτο έχει την ίδια ισχύ, τόσο στο επίπεδο του μάνατζμεντ ενός μικρο-οργανισμού, όσο και ενός μακρο-οργανισμού.

Για λόγους που δεν είναι του παρόντος ν’ αναλυθούν παραπέρα, οι ιδεολογικοφανείς τρομοκρατίες είχαν και θα έχουν τους δικούς τους οπαδούς και συμπαθούντες. Πρέπει να δει κανείς το ζήτημα σ’ ένα καθαρά πρακτικό επίπεδο -η καθαρή θεωρητική προσέγγιση έχει το δικό της ενδιαφέρον που μπορεί να βοηθήσει εδώ. Όσο οι θεσμοί της Δημοκρατίας και της κοινωνίας γενικότερα λειτουργούν καλύτερα, τόσο οι εξτρεμιστικές δυναμικές «λύσεις» βρίσκουν μικρότερο έδαφος ανάπτυξης, λιγότερους οπαδούς. Ο «μέσος» άνθρωπος «φύσει» ρέπει προς το μέσον, θα τολμούσα δε να πω ότι είναι και «φύσει συντηρητικό» ον : αναζητά την ασφάλεια, τη γαλήνη, την καλή ζωή, σε όλα τα επίπεδα που τον αφορούν, όπως ατομικά, οικογενειακά, κ.λπ. Το άκρο αποτελεί «εκτροπή» -ακόμα κι όταν είναι θετική : ακόμα και τότε, δεν διαρκεί για πολύ λόγω συνήθως της μεγάλης «ενέργειας» που καταναλώνει.

Στα πλαίσια μιας μακροχρόνιας στρατηγικής για τη πάταξη της τρομοκρατίας, θεμελιώδης μέριμνα θα αποτελεί -όπως σε κάθε άλλη στρατηγική σχεδίαση- η όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστη αποτύπωση της «αλυσίδας αξίας» του προγραμματιστέου στρατηγικά ζητήματος, η όσο το δυνατότερο καλύτερη γνώση του. Από την «παραγωγή» ως την «διάθεση». Εν προκειμένω, η εστίαση θα είναι κυρίαρχα μια : πώς θα απαξιωθεί αυτή η αλυσίδα, πώς θα καταπολεμηθούν τα αίτιά της, ώστε στο μέτρο που τούτο εξαρτάται από την Πολιτεία να έχει επιχειρηθεί το μέγιστο. Αν και δεν είναι του παρόντος, εν τούτοις, ας υπογραμμίσουμε ότι για κάθε τι που επιχειρείται ή αποφεύγεται, η γνώση των ιδιοτήτων και των χαρακτηριστικών του σκοπούμενου αποτελέσματος, είναι ένα κυρίαρχο ζήτημα. Η κοινωνία στο σύνολο της -και όχι κάποιες διανοουμενίστικες ελίτ- θα πρέπει να γνωρίζει τι προσφέρει η κάθε ιδεολογική πρόταση, ώστε η όποια νομιμοποίηση υπάρχει για τη καθεμία απ’ αυτές, πράγματι ν’ αντανακλούν μια απομυθοποιημένη γνώση της κοινωνίας γι’ αυτές. Τούτο δεν είναι ήσσονος σημασίας που εδώ υπογραμμίζουμε. Δεν θα πρέπει να κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάκτυλό μας. Όχι μονάχα εδώ στην Ελλάδα, μα και διεθνώς όπου είχαμε παρόμοιας μορφής τρομοκρατικές δραστηριότητες, πριν αρχίσουν να στρέφουν εναντίον τους την κοινή γνώμη, στην αρχή είχαν ένα είδος κοινωνικής ανοχής -ας μείνουμε σ’ αυτό τον ήπιο χαρακτηρισμό. Οι «νόμιμοι θεσμοί» όταν αρχίζουν να χάνουν το έρεισμά τους στην κοινωνική βάση, όταν η κοινωνία αρχίζει να αισθάνεται περιθωριοποιημένη και ότι το «παιχνίδι» που παίζεται είναι για λίγους και η ίδια δεν έχει πια πολλά κοινά με ό,τι «διοικεί» τις κοινωνικές υποθέσεις, όταν η δυσαρέσκειά της δεν λαμβάνεται υπ’ όψη, τότε πρέπει πάντα να φοβούμαστε ότι κάποιοι «άλλοι» θα επιδιώξουν να εκμεταλλευτούν τούτη τη διάσταση, τούτο το ρήγμα στη δημοκρατική λειτουργία.

Οι πανηγυρισμοί λοιπόν κατανοητοί, η σωφροσύνη όμως προτιμότερη… Κι επειδή τούτη η θέση παράγει το εύλογο ερώτημα αν οι συνθήκες ΤΟΤΕ που άρχισε την πρωτοσταδιοδρομία της η 17Ν, πριν 25 και πλέον έτη δικαιολογούσαν την παραγωγή ενός τέτοιου μακρόχρονου τρομοκρατικού επεισοδίου, είναι φανερό ότι τούτο το ερώτημα δεν μπορεί ν’ απαντηθεί στο άρθρο αυτό, αλλά και ούτε είμαι ο αρμοδιότερος να το απαντήσω. Ευχαρίστως θ’ άκουγα την απάντηση κάποιου πιο ειδικού αναλυτού…»

Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά από τα γεγονότα που με οδήγησαν τότε στο να γράψω το παραπάνω άρθρο, το ερώτημα των αιτίων που παράγει το φαινόμενο της τρομοκρατίας, εξακολουθεί να υπάρχει. Ίσως μάλιστα να ήταν περίεργο να μην υπάρχει, αφού αναφερόμαστε σε ένα φαινόμενο που ταλανίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες χιλιάδες χρόνια. Και δεν θα αποτελούσε «προφητεία» ολκής αν κάποιος στοιχημάτιζε ότι τη τρομοκρατία θα την βρίσκουμε μπροστά μας για πολλά ακόμα χρόνια –(ή και αιώνες;). Αυτή όμως η ιστορική «αντοχή» του φαινομένου, επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για ένα συστημικό χαρακτηριστικό, μια συστιμική παράμετρο της δομής και λειτουργίας των κοινωνιών και των εξουσιών, και όχι ένα φαινόμενο που προβάλλει περιστασιακά. Τι είναι αυτό που παράγει το τρομοκρατικό φαινόμενο, ποιες οι πτυχές του και οι αλληλοσυνδέσεις και αλληλοεπιδράσεις τους, τι φαίνεται να καταστέλλει το φαινόμενο και γιατί δεν υπάρχει διάρκεια στην καταστολή, ποιος είναι τελικά ο ίδιος ο ορισμός της τρομοκρατίας; Είναι ερωτήματα, που βέβαια, μαζί με άλλα, έχουν απασχολήσει τους ανθρώπους του πνεύματος και ειδικούς επιστήμονες που έχουν διατυπώσει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες –όσο και αποκλίνουσες, ανάλογα με την ιδεολογικο-πολιτική κοσμοθεωρία του καθενός-, όμως, εκτός από τη θεωρία υπάρχει και η πραγματικότητα, στο επίπεδο της οποίας, φοβούμαι, ότι δεν είναι τόσο εύκολες οι λύσεις, όσο εύκολα αποτυπώνονται στα βιβλία, όσο κι αν οι πολιτικοί επαίρονται ότι αντιπροσωπεύουν τη τέχνη του εφικτού, ου μην αλλά, το εφικτό είναι συχνά τόσο δυσεύρετο στη δεξαμενή των ικανοτήτων και δεξιοτήτων των πολιτικών, όσο και η αρετή.