"Να γκρεμισθεί η Αθήνα" ;


Του ιστορικού συγγραφέα Ματθαίου Χ. Ανδρεάδη

Η κρίση της Ιστορίας πάντοτε είναι αυστηρή- και σωστά-όταν ασχολείται με τις συνέπειες των πράξεων των πολιτικών ηγετών, ιδίως όταν πρόκειται να κρίνει αδικαιολόγητες παραλείψεις, οποιασδήποτε άτολμης πολιτικής ηγεσίας, η οποία, ενώ οι περιστάσεις επιβάλλουν τη λήψη των αναγκαίων μέτρων, για την ουσιαστική λύση σοβαρών κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων του λαού, διστάζει, από μικροκομματικούς υπολογισμούς, να πράξει το χρέος της. Η έλλειψη τόλμης, την κρίσιμη ώρα, δημιουργεί για τους μεταγενέστερους, οι οποίοι, κατά κύριο λόγο, υφίστανται τ΄ αποτελέσματα από αυτού του είδους τις παραλείψεις, καταλυτικές συνέπειες.
Σήμερα, την παράλειψη αυτή επιτελέσεως του καθήκοντος τους, οι υπεύθυνοι πολιτικοί ηγέτες, είτε είναι στην εξουσία, είτε στην αντιπολίτευση, την ονομάζουν, αδίστακτα, «πολιτικό κόστος», το οποίο δεν σημαίνει τίποτε άλλο, ειμή φόβο της πολιτικής ηγεσίας, να λάβει, όπου και όταν χρειάζεται, «αντιδημοτικά», προς στιγμήν, μέτρα, τα οποία όμως οι συνθήκες απαιτούν, επί του κοινωνικού και οικονομικού βίου και τα οποία μέτρα, μακροπρόθεσμα, μπορούν ν΄ αποβούν σωτήρια για τον τόπο και ν΄ αποτελέσουν δημιουργική τομή, ενδεχομένως, σε μία ανορθωτική προσπάθεια.
Το τελευταίο καιρό, έχουν πληθυνθεί οι κραυγές απογνώσεως, για πολλά θέματα. Απ΄τις δημοσιογραφικές στήλες της, τις .......
μέρες αυτές, «Η Καθημερινή», με επώνυμους αρθρογράφους της (βλ.Νικ. Βατόπουλο και Δημ. Ρηγόπουλο) αλλά και με ειδικούς αριχτέκτονες κ.ά, ασχολείται με τον εφιαλτικό τρόπο ζωής των Αθηναίων και την ανάγκη ν΄αρχίσουν κατεδαφίσεις κτιρίων ώστε «ν΄ανοίξει δειλά-δειλά η Αθήνα».
Ουσιαστικά δηλαδή, αναφέρονται στο, από μακρού χρόνου, άλυτο χωροταξικό πρόβλημα της Αθήνας, που αφετηρία του έχει τη δεκαετία του 1950.
Ασχολούμενος ο ιστορικός με το θέμα αυτό, ανάγεται, κατ΄ ανάγκη, στην «παράνομη και παράλογη συγκέντρωση αρμοδιοτήτων ( η οποία άρχισε αμέσως μετά τον καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο), στην Αττική και τη Θεσσαλονίκη, και συνεχίσθηκε, με επιταχυνόμενους ρυθμούς κατά τις επόμενες δεκαετίες», όπως σημείωνε απ΄το 1991, ο διευθυντής της «Καθημερινής» (πάλι), Αντ. Καρκαγιάννης.
Όταν δηλαδή «όλα τότε, αφέθηκαν στην τύχη τους και στη φυσική ροπή»,ενώ ο πρόσθετε: « Ο μόνος απ΄ τους πολιτικούς ηγέτες ο οποίος κάτι υποπτεύθηκε, ήταν ο Σπ. Μαρκεζίνης που προβλέποντας ο ίδιος, με τη μεταρρύθμιση του 1953, το βασικό θεσμικό πλαίσιο, θέλησε να εντάξει σε αυτό και τις απαραίτητες χωροταξικές ρυθμίσεις». Κατέληγε δε: «Και να σκεφθούμε από τώρα, όπως επιχείρησε να κάνει ο Σπ. Μαρκεζίνης πριν σαράντα χρόνια, τη χωροταξική ρύθμιση των νέων αυτών δραστηριοτήτων. Να μην την αφήσουμε στην αυθαίρετη τύχη της».
Έκτοτε δεν έγινε τίποτα. Τα πράγματα χειροτέρευσαν εφιαλτικά. Έχει γράψει ο Σπ. Μαρκεζίνης για την πολιτική ηγεσία:
«Οι δημόσιοι άνδρες, δεν είναι ιστορικοί, οι οποίοι ενδιαφέρονται να εισπράξουν, γι΄ατομικό ή κομματικό τους όφελος, το αντίτιμο των όσων καταβάλουν στο παρόν, αλλά δημιουργοί και κατά συνέπειαν, θεμελιωταί του μέλλοντος του Λαού και ένα είδος προφήτη στον τομέα αυτόν («Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», τομ.6, σελ.200).
Οι δημιουργικοί πολιτικοί άνδρες, είναι αλήθεια, ότι οφείλουν να ακούουν «την μυστικήν βοήν των πλησιαζόντων γεγονότων, ενώ εις την οδόν έξω ουδέν ακούουν οι λαοί», κατά τον ποιητή και, έτσι, πρέπει να προγραμματίζουν το μέλλον.
Έχει εκτιμηθεί αντικειμενικά, ανεξάρτητα απ΄ τη γνώμη του καθενός για την πολιτική δράση του Σπ. Μαρκεζίνη, ότι, κατά την αναφερόμενη στο άρθρο αυτό περίοδο, ο πολιτικός αυτός ηγέτης, είχε μελετήσει βαθειά και εμπερίστατα, το όλο πρόβλημα της χώρας. Το πρόγραμμά του, μπορεί να λεχθεί, ότι ήταν προορισμένο να λειτουργήσει έκτοτε, ως η σύγχρονη αστική δύναμη, με πρωταρχικούς στόχους, την ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη, την ελεύθερη αγορά και τον καθορισμό του εξισορροποιητικού ρόλου του κράτους, στην πρώτη φάση, με την υγιή επιχειρηματική δραστηριότητα κ.λπ. Ιδιαίτερα, με το προγραμμά του, σκόπευε στην αποτελεσματική εναρμόνιση της εθνικής οικονομίας με τις οικονομίες των χωρών της Ενωμένης Ευρώπης (Ε.Ο.Κ.,τότε) την οποία έβλεπε συντελούμενη. Προς τούτο, και χωρίς να υπολογίζει, βέβαια, το πολιτικό κόστος τότε, είχε εξαγγείλει, μεταξύ άλλων μέτρων για την καταπολέμηση του υδροκεφαλισμού της Πρωτεύουσας και τον αγροτικό εκσυγχρονισμό, με την ελεγχόμενη αστυφιλία και τη δημιουργία των αγροτοπόλεων και των δορυφόρων πόλεων. Και αυτό, όταν το 1951 ο αγροτικός πληθυσμός της χώρας ήταν 48.7% (ενώ το 1960 έπεσε μόλις στο 45%) και όταν η Αθήνα, την ίδια χρονιά, είχε τα 18% του πληθυσμού, καθ΄ ον χρόνο το Λονδίνο μόνο τα 14-15% και η Νέα Υόρκη τα 4 - 5%.
Με το σχέδιο του Σπ.Μαρκεζίνη, έμπαινε φραγμός μεταξύ χωριού και Αθηνών, αφού, με τον θεσμό των αγροτοπόλεων, οι επαρχιακές πόλεις αποκτούσαν οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική αυτοδυναμία.
Δεν είναι του παρόντος, η λεπτομερής ανάλυση του προγράμματος αυτού. Η εφαρμογή, πάντως, του σχεδίου του, για την κα-ταπολέμηση της αντιοικονομικής και αναχρονιστικής, πολεοδομικής, τότε, διαρθρώσεως της χώρας, θα περιόριζε στα φυσιολογικά όρια την τερατώδη, την εποχή εκείνη, ανάπτυξη της Αθήνας και θα έβαζε τέρμα στον ασυνάρτητο και, βεβαίως, παράνομο οικοδομικό οργασμό στην πρωτεύουσα και ιδιαιτέρως στα προάστιά της, όπου, χωρίς φως, νερό και άλλες αναγκαίες ευκολίες μιας ευπρεπούς ζωής, συσ σωρευόταν, όπως-όπως, ο κόσμος που εγκατέλειπε τα χωριά του.
Ειδικότερα, όπως προεβλεπόταν, στην ύπαιθρη χώρα όπου ζούσαν 800 χιλ. αγροτικές οικογένειες, με την προτεινόμενη δημιουργία σννθηκών, αναγκαίων για τα οικιστικά συγκροτήματα, δεν θα βελτιώνονταν, μόνο, οι παρεχόμενες απ΄τό κράτος υπηρεσίες, όπως παιδεία, πρόνοια, υγεία, γενικά νοσοκομειακή και ιατρική περίθαλψη, αλλά, θα μεταφέρονταν εκεί όλα τ΄ αγαθά του πολιτισμού, όπως βιβλιοθήκες, κινηματογράφος, θέατρο κ.λπ. Ακόμη, με τον προβλεπόμενο αναδασμό της γης και τη δημιουργία έργων υποδομής, όπως οδοποιίας, υδρεύσεως, συγκέντρωση της κατατεμαχισμένης γης σε μεγάλες μονάδες αγροτοβιομηχανικής παραγωγής και την εντεύθεν ανάπτυξη νέων κλάδων απασχολήσεως, με την δραστηριοποίηση και μετακίνηση κεφαλαίων, ανθρώπων και ιδεών και τέλος, με την ανάπτυξη του εμπορίου, με νέες επενδύσεις, θ΄ αναμορφωνόταν η ύπαιθρη χώρα, ώστε το ρεύμα της αστυφιλίας, να περιοριζόταν σημαντικά (βλ., αναλυτικά, Ματθαίου Χ.Ανδρεάδη: «Η σκιαγραφία ενός πολιτικού.Σπ.Μαρκεζίνης»,Αθήνα 1977,σελ. 362 επ.).
Το πρόγραμμα αυτό του Σπύρου Μαρκεζίνη, που αποτέλεσε την πλέον ριζοσπαστική λύση στα προβλήματα του τόπου, κατά τη μεταπολεμική περίοδο, και το οποίο απασχόλησε ειδικούς και ερευνητικά κέντρα, η υπεύθυνη πολιτική ηγεσία το αγνόησε παντελώς, μόνο δε ο κρατικός οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, αργότερα, άρχιζε να μιλάει για την προοπτική θεμελιώσεως οικιστικών μονάδων κατά το πρότυπο των δορυφόρων πόλεων και ο Ανδρέας Παπανδρέου, προεκλογικά, μιλούσε στη Λάρισα (24 Μαρτίου 1967) για τη δημιουργία αγροτοπόλεων (τις οποίες είχε μετονομάσει σε κεφαλοχώρια), ως άρτιων πολιτιστικών και οικονομικών κέντρων για την εξυπηρέτηση ενός μεγάλου αριθμού χωριών. Αυτά δε, όταν η διεθνής πρακτική, εφάρμοζε την ιδέα όπως στην Αγγλία, όπου έχουν ολοκληρωθεί νέες πόλεις σε αγροτικές η βιομηχανικές ζώνες, στη Γαλλία του 1965, όπου κατασκευάσθηκαν πόλεις γύρω απ΄ τό Παρίσι και στη Γερμανία, όπου, πλησίον γιγαντιαίων βιομηχανικών κέντρων, κτίσθηκαν οι πρώτες αγροτοπόλεις, στην Ουγγαρία του Καντάρ και στη Ρωσσία του Χρουτσώφ, όπου, επί των ημερών του, έγιναν τα εγκαίνια των πρώτων αγροτοπόλεων, στην Αυστρία και στη Σουηδία, όπου δημιουργήθηκαν πόλεις-δορυφόροι, οι οποίες αποτέλεσαν την πολεοδομική απάντηση στις ανθρωπιστικές απαιτήσεις που δημιουργεί ο σύγχρονος βίος.
Στην Ελλάδα, όπου, κατά την παροιμία «η πόρτα κλείνει, όταν τα βόδια, πια, έφυγαν», ή επί το Ελληνικώτερο, «κατόπιν εορτής», δηλαδή όταν έχει απολεσθεί τόσος πολύτιμος χρόνος και έχουν εγκαταλειφθεί έκτοτε, ολοσχερώς πλέον, τα χωριά στη μοίρα τους, ενώ έχουν μεταβληθεί, ριζικά,οι συνθήκες, το κολοσσιαίο αυτό πρόβλημα έχει επιδεινωθεί, απελπιστικά, αφού απαιτούνται, στις πολύ δύσκολες μέρες μας, δυσβάστακτες δαπάνες για ν΄ αρχίσει το «γκρέμισμα», όπως τώρα γράφει «Η Καθημερινή». Και ηχεί, τόσο δυσάρεστα στους καιρούς μας η, «κατόπιν εορτής», βέβαια, γνωστή ωστόσο αλλά στο «ξόδι» του, φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή: «Η Αθήνα, για να γίνει πόλις, πρέπει να γκρεμισθεί η μισή και να κτισθεί απ΄ την αρχή»!