In memoriam… (για τη παγκόσμια φτώχεια…)

καφετζής2
Γράφει ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ
Πάντα ο χώρος της διεθνούς οικονομικής ανάπτυξης προσωπικά τουλάχιστον με γοήτευε (ως φοιτητής μάλιστα, προ 35ετίας περίπου, ήταν το αγαπημένο μου μάθημα με επίδοση «10» [με καθηγητή τον αείμνηστο Αθανάσιο Κανελλόπουλο]). Θυμάμαι ότι το θέμα αυτό, με εστίαση στη παγκόσμια φτώχεια, ήταν από τα πρώτα που είχα αποτολμήσει, να τοποθετηθώ αρθρογραφικά στο εξαιρετικό –τότε, δυστυχώς σήμερα δεν κυκλοφορεί- οικονομικό περιοδικό «Οικονομικός Ταχυδρόμος» (σημείο συνάντησης όλης σχεδόν της τότε έγκυρης πανεπιστημιακής διανόησης, με άρθρα διεθνούς φήμης καθηγητών, Ελλήνων και ξένων, μα και άλλων επίσης εγνωσμένου κύρους διανοητών και επιστημόνων). Το να δημοσιευτεί ένα άρθρο σ’ εκείνο το έντυπο, ήταν οπωσδήποτε κάτι, τουλάχιστον όταν ο αρθρογράφος ήταν ακόμα ένας φοιτητής…
Έτσι, διαβάζοντας την τελευταία είδηση για την επερχόμενη έκρηξη της παγκόσμιας φτώχειας, (βλέπε «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ», (http://kafeneio-gr.blogspot.com/) (7/7/2009)) το μυαλό μου πήγε ακριβώς 32 χρόνια πριν, όταν για πρώτη φορά καταπιάστηκα πιο «συστηματικά» με τη...... προσέγγιση του φαινόμενου, 3ετής μόλις φοιτητής του οικονομικού Τμήματος της τότε ΑΒΣΠ (νυν Πανεπιστήμιο Πειραιώς), στα πλαίσια του άρθρου μου «Πλούσιες και φτωχές χώρες : μια επικίνδυνη ταξική διαίρεση σε παγκόσμια κλίμακα» (6/1/1977, εις ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ). Τούτη τη «νεανική» ματιά, σ’ ένα τόσο σοβαρό θέμα, έρχομαι να επανεπικαιροποιήσω, επιλέγοντάς την, από άλλες μετέπειτα προσεγγίσεις μου, ίσως πιο «ώριμες», όμως, όπως και να το κάνουμε, το νεανικό πάθος, δεν υποκαθίσταται με κανένα από τα καθωσπρεπικά προτάγματα που τόσο πολύ ως κώδικες καθοδηγούν τη συμπεριφορά των ενηλίκων (ή πιο ορθά : πολλών ενηλίκων). Όμως, υπάρχει κι ένα πρόσθετο ενδιαφέρον σε μια αναφορά, τόσο μακρινή. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στο ερώτημα : άραγε, πόσο πολύ προς το καλύτερο έχουν μεταβληθεί τα πράγματα; Πόσο πολύ αλήθεια; Θα προκαταλάβω την απάντηση λέγοντας : πάρα πολύ λίγο…, απελπιστικά λίγο…, απαράδεκτα λίγο…
Ιδού λοιπόν η «ματιά» ενός νέου φοιτητή, πάνω στο ζήτημα αυτό, 32 χρόνια πριν… (είναι αυτονόητο, ότι τα στατιστικά στοιχεία, αναφέρονται στις τότε πηγές, δηλαδή, είναι ακόμα παλιότερα κι απ’ το 1977). Έγραφα λοιπόν τότε…
Σκοπός του παρόντος άρθρου, δεν είναι να κομίσει γλαύκας στην Αθήνα. Δεν θα εκθέσουμε γεγονότα άγνωστα σε πολλούς. Αντίθετα, τα όσα θα λεχθούν είναι γνωστά στους περισσότερους (αν όχι σε όλους). Σκοπός μας είναι, αφ’ ενός να εκπληρώσουμε ένα χρέος απέναντι στα δισεκατομμύρια των ανθρώπων, που με τη μιζέρια τους μας υπενθυμίζουν, ότι θα έπρεπε να αναφερόμαστε με περισσότερη συστολή όταν μιλάμε για τα «αγαθά» του περιβόητου διαστημικού πολιτισμού μας, και αφ’ ετέρου, να συμβάλουμε, όσο περνά απ’ το χέρι μας, στην ενίσχυση των δίκαιων αγώνων τους.
Ο Γκούναρ Μύρνταλ, έγραφε ότι : «…κατά βάση, η αντίθεση μεταξύ υποαναπτύκτων και πλουσίων χωρών μπορεί να συγκριθεί με το μαρξιστικό δυαδισμό προλεταριάτου-μπουρζουαζίας» (Οικονομικός Ταχυδρόμος, Φ. 1105, σελ. 20, άρθρο του Ζοσυέ ντ’ Ερρεζάϊν). Το κατά πόσο ο Μύρνταλ έχει ή όχι δίκαιο, θα φανεί από τα αμέσως πιο κάτω παρατιθέμενα στοιχεία, τα οποία, όπως θα δειχθεί, επαληθεύουν πλήρως αυτή τη ταξική διαίρεση των κρατών.
Σημειωτέον, ότι τα παρατιθέμενα στοιχεία, δεν καλύπτουν πλήρως όλες τις υφιστάμενες διαφορές μεταξύ των αναπτυγμένων και υπαναπτύκτων κρατών. Κάτι τέτοιο, θα απαιτούσε εκτενή μελέτη, πράγμα όμως που θα μας οδηγούσε στην κατάχρηση της φιλοξενίας, την οποία ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» μας παρέχει. Τα στοιχεία αυτά, όχι μικρότερης σημασίας απ’ αυτά που παραλείφθηκαν, (όπως λ.χ., το ποσοστό -και οι όροι- συμμετοχής των υπαναπτύκτων χωρών στο διεθνές εμπόριο, η λεηλασία του Τρίτου Κόσμου από μέρους των αναπτυγμένων χωρών, μέσω των πολυεθνικών εταιρειών, κ.λπ.), είναι ωστόσο ικανά, να μας δώσουν μια αρκετά ικανοποιητική εικόνα του μεγέθους της φτώχειας των υπαναπτύκτων χωρών.
Α΄ Τα δεδομένα
Κι ας αρχίσουμε εξετάζοντας -και συγκρίνοντας- το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) των πλουσίων και φτωχών χωρών. Ας δούμε τα στοιχεία του Πίνακα 1.

Πηγή : Αγγ. Αγγελόπουλος : Ο Τρίτος Κόσμος και οι Πλούσιες Χώρες, σελ. 38.

Θα σταθούμε λίγο σ’ αυτόν τον πίνακα. Οι αναπτυγμένες χώρες, καπιταλιστικές και κομμουνιστικές, αντιπροσωπεύουν το 84,6% του ΑΕΠ σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ οι υπανάπτυκτες μόλις και μετά βίας το 15,4%. Τούτο, σε συνάρτηση με το ότι οι αναπτυγμένες χώρες, αντιπροσωπεύουν το 31% του παγκόσμιου πληθυσμού, νομίζω ότι μας δίνει μια πρώτη ιδέα για το μέγεθος της διαφοράς μεταξύ των πλουσίων και υπαναπτύκτων χωρών, ενώ ταυτόχρονα πιστοποιεί σε πρώτη φάση το γεγονός της ταξικής διαιρέσεως σε επίπεδο κρατών.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως μετά το 1973, το κατά κεφαλή ΑΕΠ είχε ως εξής στα ακόλουθα κράτη (P. Samuelson : Οικονομική, τόμος 1, εκδ. Παπαζήσης, σελ. 140) :
 Ηνωμένες Πολιτείες 5.980 δολ.
 Καναδάς 4.920 δολ.
 Σουηδία 4.910 δολ.
 Δανία 3.860 δολ
 Δ. Γερμανία 3.830 δολ
 Γαλλία 3.750 δολ.
 Νορβηγία 3.720 δολ.
 Ην. Βασίλειο 2.670 δολ.
 Ιαπωνία 2.610 δολ.
 Ιταλία 2.110 δολ.
 Ισραήλ 2.080 δολ.
 Τσεχοσλοβακία 1.920 δολ.
 Σοβ. Ένωση 1.800 δολ.
 Πορτογαλία 830 δολ.
 Βραζιλία 530 δολ.
 Κίνα (Ταϊβάν) 520 δολ.
 Τουρκία 370 δολ.
 Νότια Κορέα 310 δολ.
 Αίγυπτος 230 δολ.
 Ινδία 110 δολ.

Οι αριθμοί αυτοί, που φανερώνουν το σχετικό βιοτικό επίπεδο των μεν και των δε, οπωσδήποτε, από το 1973 μέχρι σήμερα, έχουν διαφοροποιηθεί. Μια διαφοροποίηση όμως, η οποία τείνει να διευρύνει την υπάρχουσα διαφορά, παρά να την ελαττώσει. Ο καθηγητής κ. Αγγ. Αγγελόπουλος, αναφερόμενος στην υπάρχουσα διαφορά του κατά κεφαλή ΑΕΠ μεταξύ αναπτυγμένων και μη χωρών, λέγει ότι τούτο : «…στις πλούσιες χώρες αυξάνει κάθε χρόνο κατά 150 δολάρια κατά κεφαλήν, ενώ στις πτωχές η αύξηση αυτή είναι μόνο 10 δολάρια. Έχει υπολογιστεί, ότι οι υπανάπτυκτες χώρες θα χρειασθούν συνολικά 80 χρόνια για να φθάσουν το σημερινό εισόδημα κατά κεφαλήν της Δυτ. Ευρώπης, ενώ για τις πιο πτωχές από αυτές θα χρειασθούν 200 χρόνια» (Αγγ. Αγγελόπουλος : Ο Τρίτος Κόσμος και οι Πλούσιες Χώρες, εκδ. Παπαζήσης, σελ. 47).
Οι προβλέψεις αυτές, έγιναν λαμβάνοντας υπ’ όψη ως ποσοστό ετησίας αυξήσεως του ακαθαρίστου εθνικού προϊόντος, 5% (αυτόθι), ποσοστό, το οποίο σημειωτέον ισχύει για όλες τις χώρες του κόσμου. Το ποσοστό αυτό, το μόνο που υπόσχεται, είναι η διαιώνιση της καταστάσεως αυτής, πράγμα το οποίο αποτελεί νάρκη στα θεμέλια της παγκόσμιας ειρήνης.
Ο επισιτισμός
Σοβαρός επίσης συντελεστής, στη διαμόρφωση «τάξεων» σε παγκόσμια κλίμακα, είναι ο επισιτισμός των υπανάπτυκτων λαών. Ενώ όπως μας διαβεβαιώνει ο Γκαλπραίηθ, στις Ηνωμένες Πολιτείες «…οι άνθρωποι που πεθαίνουν από την πολυφαγία είναι πιο πολλοί από κείνους που πέφτουν θύματα της ανεπάρκειας της τροφής τους» (J. K. Galbraith : Η Κοινωνία της Αφθονίας, εκδ. Παπαζήσης, σελ. 152), στις φτωχές χώρες, αντίθετα, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν δυνατόν να το διανοηθεί ούτε η πιο τολμηρή φαντασία.
Για να γίνει όμως πλήρως αντιληπτό το μέγεθος του υποσιτισμού που μαστίζει τις υπανάπτυκτες χώρες, παραθέτουμε τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία είναι αρκετά διαφωτιστικά. Εν πρώτοις, επί ενός συνόλου 132 χωρών, οι 29 απ’ αυτές (στο σύνολό τους χώρες της Ευρωπαϊκής Ηπείρου και της Βορείου Αμερικής), έχουν 2.700 και άνω -ανά ημέρα και ανά κάτοικο- κατανάλωση θερμίδων, σε άλλες 39 χώρες ανά ημέρα και ανά κάτοικο κατανάλωση θερμίδων κυμαίνεται μεταξύ 2.200 και 2.700 θερμίδων, ενώ για τις υπόλοιπες 62 χώρες, το αντίστοιχο ποσό θερμίδων είναι κατώτερο από τις 2.200 θερμίδες ή ακόμα και άγνωστο (F. Beer-Poitevin : Μεγάλη Ιατρική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 1, σελ. 253). Τα ανωτέρω στοιχεία αφορούν την μετά το 1973 χρονική περίοδο.
Το μέγεθος όμως της πείνας που μαστίζει τις υπανάπτυκτες χώρες, θα κατανοηθεί καλύτερα αν παραθέσουμε στοιχεία που αφορούν συγκεκριμένες χώρες. Ο καθηγητής Jacques Moricau-Seauchant, υπολογίζει ως εξής την διαφορά από τις πραγματικές ανάγκες περί το 1956, σε ποσοστό επί τοις εκατό, όσον αφορά την ημερησία ανά κάτοικο κατανάλωση θερμίδων στις ακόλουθες χώρες.
 Περού (-18,1)
 Ινδία (-17,8)
 Κεϋλάνη (-14,6)
 Φιλιππίνες (-12,1)
 Μεξικό (-8,8)
 Πακιστάν (-5,2)
 Χιλή (-5,7)

ενώ για την Γαλλία, Ηνωμ. Βασίλειο, ΗΠΑ, Νέα Ζηλανδία και ΕΣΣΔ, η διαφορά αυτή ήταν κατά μέσο όρο «συν» 9,1 (Jacques Morichau-Beauchant : Η Υγεία ανά τον Κόσμο, σελ. 29).
Όλα όμως τα ανωτέρω στοιχεία, δεν αποτελούν παρά στατιστικές εκτιμήσεις. Για τον λόγο αυτό, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει η σημείωση του Richet, ότι δηλαδή, «εάν μια στατιστική δείχνει ημερήσια κατανάλωση θερμίδων 2.000, το 10, 20, 30% του πληθυσμού δεν παίρνουν παρά μονάχα 1.500. Η μέση διατροφή, για να είναι ικανοποιητική, πρέπει να ξεπερνά πολύ το άριστο» (αυτόθι). Αν και τα ανωτέρω αναφέρονται στο 1956, σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, η εις βάρος των φτωχών χωρών υφιστάμενη διαφορά δεν έχει αλλάξει αισθητά και ο αγώνας για την επιβίωση των λαών αυτών συνεχίζεται το ίδιο έντονος όσο και αβέβαιος. Κατά το 1970, το ποσοστό (επί του παγκόσμιου πληθυσμού) των λαών οι οποίοι αντιμετώπιζαν ποσοτικά προβλήματα διατροφής ανέρχονταν σε 10 έως 15%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους ποιοτικά ανεπαρκώς διατρεφόμενους λαούς, ήταν 30 ως 50% (Αγγ. Αγγελόπουλος : ό.π., σελ. 44). Ο καθηγητής A. J. Brown, αναφερόμενος στην ποιοτικά ανεπαρκή δίαιτα των φτωχών λαών, επισημαίνει : «Τα διαιτολόγια των φτωχών χωρών συνίστανται σχεδόν εξ ολοκλήρου από φυτικάς τροφάς, πολλάκις μονοτόνους και αγεύστους… Τα διαιτολόγια περιλαμβάνουν ολίγον λίπος ή κρέας και πολλάκις υστερούν εις συστατικά απαραίτητα δια την υγείαν. Αντιθέτως, αι τροφαί των πλουσίων πληθυσμών προέρχονται κυρίως από ζώα είτε υπό μορφήν κρέατος, είτε υπό μορφήν γάλακτος και γαλακτομικών προϊόντων και είναι γενικώς μεγαλυτέρας ποικιλίας» (A. J. Brown : Παγκόσμια Οικονομία, σελ. 14).
Θα μπορούσαμε, μετά τα ανωτέρω, να πούμε κι εμείς μαζί με τον Ζαν Μεγιέρ, ότι το φάσμα της πείνας απειλεί όλο τον κόσμο, κυρίως επειδή «οι ευημερούντες αδιαφορούν, όπως οι οδηγοί αυτοκινήτων που τρέχουν με ταχύτητα γιατί πιστεύουν ότι το κακό συμβαίνει μόνο στους άλλους!» (Οικονομικός Ταχυδρόμος, Φ. 1117, σελ. 4).
Η εκπαίδευση
Υπό παρόμοιες άθλιες συνθήκες, βρίσκεται και η εκπαίδευση των υπαναπτύκτων χωρών. Οι χώρες αυτές, κατέχουν το επικίνδυνο ρεκόρ του αναλφαβητισμού. Επικίνδυνο, τόσο για τις ίδιες, όσο και για ολόκληρο τον κόσμο. Κατά το 1957, η UNESCO έδινε τα ακόλουθα (επί τοις εκατό) ποσοστά αναλφαβητισμού στις ακόλουθες χώρες : Αφγανιστάν, Σαουδική Αραβία και Υεμένη 95-99, Ινδία 80-85, Βολιβία 67, Βραζιλία 50, Πορτογαλία 44, Γαλλία 3 (Jacques Morichau-Beauchant : ό.π., σελ. 27). Ωρισμένοι αριθμοί, αναφερόμενοι σε αφρικανικά κράτη, είναι εύγλωττοι : «Μέχρι το 1958, όλες οι χώρες νοτίως της Σαχάρας διέθεταν μόλις 8.000 Αφρικανούς αποφοίτους γυμνασίων, κι άλλοι 10.000 σπούδαζαν σε πανεπιστήμια, οι πιο πολλοί τους στην Γκάνα και τη Νιγηρία… Λίγες ήσαν οι αφρικανικές χώρες όπου μπόρεσαν να αποφοιτήσουν το 1962 από τα γυμνάσια περισσότεροι των διακοσίων μαθητών. Όταν έγινε ανεξάρτητη η Δημοκρατία του Κονγκό διέθετε λιγότερους από 25.000 αποφοίτους γυμνασίων και μόλις μια τριανταριά πτυχιούχους πανεπιστημίων. Το πρώτο της πανεπιστήμιο, του Λοβάνιουμ, άνοιξε το 1954 και το 1960 είχαν αποφοιτήσει απ’ αυτό μόλις 13 Αφρικανοί» (J. K. Galbraith : Οικονομία και Ειρήνη, σελ. 192).
Η κατάσταση αυτή χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Το 1970, οι αναλφάβητοι έφθασαν τα 800 εκατομμύρια σ’ όλο τον κόσμο, αυξήθηκαν δηλαδή κατά 100 εκατομμύρια μέσα στην εικοσαετία 1950-1970 (Αγγ. Αγγελόπουλος : ό.π., σελ. 44), δηλαδή, ποσοστό αυξήσεως του αναλφαβητισμού 12,5% κατά την προαναφερθείσα εικοσαετία.
Το βιοτικό επίπεδο
Την άνιση κατανομή του ΑΕΠ μεταξύ πλουσίων και μη χωρών, ακολουθεί η άνιση κατανομή του παγκόσμιου εθνικού εισοδήματος, μεταξύ των ιδίων χωρών. Με βάση τον Πίνακα 2, θα παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της κατανομής του παγκόσμιου εθνικού εισοδήματος κατά κράτη και περιοχές.


Πηγή : Α. Π. Κανελλόπουλος : Η Οικονομική της Αναπτύξεως, Τόμος 1, σελ. 140

Κατά το 1949, όπως προκύπτει απ’ τον πίνακα 2, οι τρεις πρώτες περιοχές συγκέντρωναν το 65,8% του παγκόσμιου πληθυσμού, το 16,6% του παγκόσμιου εισοδήματος, με ένα μέσο κατά κεφαλή εισόδημα για τις περιοχές αυτές 98,3 δολ. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τις υπόλοιπες περιοχές ήταν 34,2% και 83,4%, με μέσο κατά κεφαλή εισόδημα 587,5 δολάρια.
Κάνοντας μια σύγκριση μεταξύ των πινάκων 1 και 2, παρατηρούμε μια θαυμαστή και καθόλου τυχαία ομοιότητα. Ότι δηλαδή, το 1970, η κατανομή του ΑΕΠ, μεταξύ των πλουσίων και μη χωρών, παρουσιάζει την αυτή ανισοκατανομή, με την κατανομή του παγκοσμίου εισοδήματος, μεταξύ των ιδίων περιοχών το 1949, που σημαίνει ότι κατά την μεσολαβήσασα εικοσαετία, το χάσμα μεταξύ των πλουσίων και φτωχών χωρών παρέμεινε το αυτό, ενώ σε πολλά σημεία, όπως θα διαπιστώσουμε κατωτέρω διευρύνθηκε.