Το έλλειμμα στρατηγικής στην εξωτερική μας πολιτική με την Τουρκία

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Στη διαδικασία χάραξης μιας οποιασδήποτε στρατηγικής, φτάνουμε στη διατύπωσή της, αφού προηγούμενα έχουν αναλυθεί και διερευνηθεί πλήρως τα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν το εξωτερικό και εσωτερικό περιβάλλον όχι μόνο του «εξωτερικού στόχου» της στρατηγικής –η κάθε στρατηγική κάπου «στοχεύει»-, μα και του αντίστοιχου περιβάλλοντος του οργανισμού – φορέα της στρατηγικής, (της χώρας δηλαδή), και με βάση τα πορίσματα της μελέτης, καθορίζονται οι στόχοι τους οποίους καλείται η στρατηγική να υλοποιήσει –και ως προς τους δύο οργανισμούς (χώρες) –τον «στοχεύοντα» και τον «στοχευόμενο».


Βέβαια, μετά τη διατύπωση της στρατηγικής, έχει μεγάλη σημασία η χάραξη της υπόλοιπης διαδικασίας του στρατηγικού σχεδίου, που είναι η εξειδίκευση των στρατηγικών μέσω πολιτικών και τακτικών στις λεπτομέρειες της συνολικής δράσης, ο προγραμματισμός των πόρων, η διαρκής επαναπληροφόρηση που θα οδηγεί στις αναγκαίες διορθώσεις, διευθετήσεις ή συμπληρώσεις όπου και όταν απαιτείται, κ.λπ. Όμως, στη προκείμενη περίπτωση, αυτό δεν μας ενδιαφέρει, διότι όπως θα ισχυρισθώ, μάλλον στερούμεθα ουσιαστικής εθνικής στρατηγικής στην εξωτερική μας πολιτική με την Τουρκία, έτσι ώστε τα επόμενα στάδια της σχετικής διαδικασίας μάλλον περιττεύει να τα διερευνήσουμε.


Πρώτον και σπουδαιότερο, αυτό που μπορώ να κάνω ως διαπίστωση, είναι ότι αμφισβητώ και τον όρο «εθνική» στρατηγική στην εξωτερική μας πολιτική με την Τουρκία. Τι είδους «εθνική» είναι η στρατηγική μας στην εξωτερική πολιτική με την Τουρκία, όταν για την επίλυση των όποιων μας προβλημάτων μ’ αυτή, οι ελπίδες μας έχουν εναποτεθεί στις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης («και των άλλων διεθνών οργανισμών» -οι οποίοι «ευαισθητοποιούνται» κατά παραγγελία των μεγάλων προστατών τους), τη στιγμή κατά την οποία η κυρίαρχη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν στηρίζει (τουλάχιστον πάντα και τουλάχιστον ξεκάθαρα) τη δική μας «στρατηγική» η οποία είναι μονοσήμαντη και χωρίς άλλη εναλλακτική πρόταση : «εξευρωπαϊσμός» της Τουρκίας, κάτι που φαντάζει σαν η .......
.θεραπεία δια πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν (Συγνώμη! Δεν φταίω εγώ! Αυτή είναι η πλήρης έκφραση... ) Το ότι ενίοτε πίσω απ’ αυτή την άποψη (ή και όχι πάντα «πίσω») αναπτύσσεται και μια φιλολογία περί του Διεθνούς Δικαίου, στο οποίο επίσης εναποθέτουμε τις ελπίδες μας, αυτό δεν χρειάζεται καν ιδιαίτερο σχολιασμό, όσο αυτό το «διεθνές δίκαιο» όταν δεν είναι ένα νέφος επιθυμιών και ελπίδων, είναι η γυμνή επιθυμία του τι θέλει ο «άρχων» (ο «παγκόσμιος άρχων» εν προκειμένω, είτε αυτός είναι π.χ. οι ΗΠΑ, είτε οι μεγάλες δυνάμεις της Ένωσης). Επιπλέον δε, τι σόι «εθνική στρατηγική» είναι αυτή, όταν δεν είναι αποσαφηνισμένοι οι στρατηγικοί μας στόχοι με την Τουρκία : τι θέλουν αυτοί, ΤΙ ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ (τολμήσαμε ποτέ να απαιτήσουμε ορισμένα πράγματα που αν είναι στοιχειωδώς ΑΝΑΛΟΓΑ από άποψη βαρύτητας με αυτά τα εκτός τόπου και χρόνου και ανιστόρητα, τολμά να διεκδικεί η Τουρκία απ΄ την Ελλάδα;)


Δεύτερον, η ίδια η Τουρκία, πέρα από τη ρητορεία της για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ποτέ δεν κρύβει τις «αυτοκρατορικές» της βλέψεις, στα πλαίσια ενός ρόλου περιφερειακού χωροφύλακα στη Μέση Ανατολή, χωρίς από την άλλη, να αμελεί να «αρμέξει» όσο μπορεί και όσα μπορεί περισσότερο απ’ την γαλακτοφόρο αγελάδα που καλείται «Ευρωπαϊκή Ένωση», χωρίς εν τούτοις να φτάνει στο σημείο της επαιτείας ή της ικεσίας προκειμένου να πετύχει την εισδοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό το τελευταίο ακόμα κι αν γίνει, όπως έχει το πράγμα, θα γίνει με τους όρους της Τουρκίας, και βεβαίως, τότε θα καταστεί απολύτως εμφανής ο ρόλος της μέσα στην Ένωση, μια Ένωση, που ποτέ βεβαίως δεν θα αντικαταστήσει στα ενδιαφέροντα και τις προτεραιότητές της και κυρίως στη «καρδιά» της, την «Πατρίδα Τουρκία», κι ούτε από την άλλη οι Ευρωπαίοι θα έχουν να κάνουν με μια χώρα «πρόθυμη» να συνυπογράφει το οτιδήποτε δεν θα συμφέρει τη χώρα τους, ή το καθαρά εθνικό της συμφέρον, ή, πλήρες μέλος ούσα, να μη συνεχίσει να διεκδικεί απ’ την Ελλάδα ό,τι και πριν, και τολμώ να πω : ίσως με περισσότερες αξιώσεις!! Αυτό το τελευταίο, δεν γνωρίζω καν αν πέρασε απ’ το μυαλό των ευρωπαϊστών μας, ότι δηλαδή, ίσως η Τουρκία μέσα απ’ την Ένωση να έχει τη δυνατότητα να πετύχει περισσότερα απ’ όσα διεκδικεί απ’ την Ελλάδα (απ’ το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της οικονομικής εκμετάλλευσης του Αιγαίου, έως τα ζητήματα για τις δήθεν «γκρίζες ζώνες» και τις «μειονότητες» και τη Κύπρο…) απ’ ότι εκτός Ένωσης. Άλλωστε, με τη προοπτική της πλήρους ένταξης στην Ένωση και σχεδόν όλων των υπόλοιπων Βαλκανικών χωρών, η Τουρκία αναμφίβολα θα εδραιώσει το ισλαμικό της τόξο στη βόρεια σύνορά μας, κάτι που εκτός Ένωσης, φαίνεται δύσκολο γι’ αυτή να το πετύχει, ή έστω δυσκολότερο…)


Συνεπώς, οι ελληνικές φαντασιώσεις ότι είναι δυνατόν να πιέσεις την Τουρκία εκεί που καθόλου δεν την πονά, μέσω «κατευναστικών στρατηγικών» -απέναντί της- και με το πέταγμα της μπάλας σε μια Ευρώπη αδιάφορη να εμπλακεί στα διμερή προβλήματα Ελλάδος – Τουρκίας, ας μου επιτραπεί να πω, ότι αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, πόσο εκτός τόπου και χρόνου είναι μια τέτοια στρατηγική. Αυτό είναι η γυμνή πραγματικότητα, κι αυτή είναι που μας τρομάζει, και περισσότερο τρομάζει η προοπτική να ακολουθήσεις άλλου είδους στρατηγικές, που να στοχεύουν πράγματι τα προβλήματά μας με την γείτονα, παρά να τα φέρνουμε γύρω-γύρω λες και ευελπιστούμε ότι κάποτε θα ζαλιστεί ο αντίπαλος –και λέω εγώ : γιατί να μη ζαλιστούμε εμείς;



Ψάχνω να βρω τα τελευταία 30 χρόνια, κάποιες κερδισμένες αψιμαχίες έστω στον διπλωματικό μας πόλεμο με τη γείτονα (όχι μόνο ως Ελλάδα μα και ως Ελληνισμός (Κύπρος π.χ.)) Ψάχνω ακόμα να βρω μια στρατηγική σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, όχι «ρωμαλέα» (τέτοιες αξιώσεις δεν έχω!), μα στοιχειωδώς μη φοβική, μη ενδοτική, πέρα από κάποιους λεονταρισμούς, αλλά, πολύ φτηνούς!



Τέλος, και ας κλείσουμε το παρόν σημείωμά μας μ’ αυτό, ας αναλογισθούμε το αυτονόητο. Στρατηγική σημαίνει στόχευση σε βάθος χρόνου. Η Τουρκία έχει τέτοια σταθερή στόχευση σε σχέση με την Ελλάδα, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ του ποιος κυβερνά. Εμείς διαθέτουμε τέτοια στόχευση σε βάθος χρόνου, σε βάθος δεκαετιών και εικοσαετιών; Διότι η εξωτερική πολιτική, δεν είναι «εποχικό» είδος στις εθνικές της στοχεύσεις. Όχι ότι οι στοχεύσεις είναι από μπετόν αρμέ, μα δεν είναι και σούπα…