Ενα σύνθετο φαινόμενο!

Γράφει ο Τάσος Παππάς

Για διασταύρωση του πολιτικού εγκλήματος με το ποινικό κάνουν λόγο κυβερνητικοί αξιωματούχοι και ελπίζουν, μέσω της εξάρθρωσης της συμμορίας των δολοφόνων, να οδηγηθούν σε επιτυχίες και στην περιοχή της τρομοκρατίας.

Είναι γνωστό, από την ευρωπαϊκή κυρίως εμπειρία, ότι ανάμεσα στους δύο χώρους αναπτύχθηκαν ποικίλες σχέσεις. Η απόκτηση τεχνογνωσίας ήταν ο ένας λόγος. Η ριζοσπαστικοποίηση τμήματος των εγκλείστων προκειμένου να τροφοδοτηθεί με ένοπλα χέρια το εξεγερμένο κομμάτι του κινήματος ήταν ο άλλος λόγος.

Οεκ των ιδρυτών των Ερυθρών Ταξιαρχιών Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι το επιβεβαιώνει: «Χρειαζόμασταν σπίτια, δομές, όπλα. Συνεπώς χρήματα, τόσα που μόνον οι ληστείες μπορούσαν να μας δώσουν. Δεν είχαμε ούτε τις δυνάμεις, ούτε τις ικανότητες που ήταν απαραίτητες. Ετσι, δάσκαλοί μας έγιναν οι φίλοι μας του υποκόσμου, οι οποίοι μας εξήγησαν τις τεχνικές τους και αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε την κλασική: τα πιστόλια στα χέρια και "αυτό είναι ληστεία"». Αυτά έχει περιγράψει ο ίδιος.

Το 1972 δημοσιεύθηκε από την οργάνωση «Λότα Κοντίνουα» η συλλογή μαρτυριών από τις ιταλικές φυλακές στην οποία προτεινόταν ένα .........μεθοδολογικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο «η παρέμβαση στις φυλακές έπρεπε να έχει ως άξονα την πολιτικοποίηση και την ταξική συνειδητοποίηση των κρατουμένων» (Σοφία Βιδάλη «Η τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του '70», Σάκκουλας).

Ανάλογες μεθόδους χρησιμοποίησαν όλες οι παράνομες οργανώσεις παντού στον κόσμο, η «17 Νοέμβρη», οι Τουπαμάρος στην Ουρουγουάη, η Φράξια Κόκκινος Στρατός στη Γερμανία, η Αξιόν Ντιρέκτ στη Γαλλία, ακόμη και οι μπολσεβίκοι πριν από την Επανάσταση. Μάλιστα, σε ληστεία χρηματαποστολής το 1915 στη Ρωσία συμμετείχε ο ίδιος ο Στάλιν. Ουδέποτε, όμως, αναλάμβαναν την ευθύνη, γιατί θεωρούσαν ότι αυτού του τύπου οι πρακτικές (απαλλοτρίωση είναι ο ευφημιστικός όρος) σκόνταφταν στην αντίληψη περί νομιμότητας της εργατικής ηθικής.

Οπως γράφαμε «το όριο στις σχέσεις μεταξύ της τρομοκρατίας και των ποινικών το έθεταν πάντα οι οργανώσεις για λόγους ασφαλείας, κι αυτό επειδή ο υπόκοσμος είναι ευάλωτος σε συναλλαγές, εκβιασμούς και ευεπίφορος σε καρφώματα, άρα δεν προσφέρεται για μια πιο στενή επικοινωνία στο επιχειρησιακό επίπεδο».

Το ότι κάτι έχει αλλάξει και οι επαφές φαίνεται να έχουν γίνει πυκνότερες και έχουν περάσει σε άλλη ποιοτική φάση προκύπτει από τη φρασεολογία ορισμένων οργανώσεων, από τα χτυπήματα (η εμμονή σε αστυνομικούς στόχους), αλλά και από την απουσία ιδεολογικού και πολιτικού στίγματος στα ντοκουμέντα τους.

Πράγματι, το περιεχόμενο κάποιων προκηρύξεων παραπέμπει σε ανθρώπους που δεν θέλουν να είναι τίποτα άλλο από πολεμικές μηχανές, που δεν επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν μια άλλη μορφή εξουσίας: «Είναι απογοητευμένοι, γεμάτοι μνησικακία, χωρίς σχέδιο και ιδεολογία, δεν συγχωρούν τη ζωή, τον κόσμο, την ανθρωπότητα για το γεγονός ότι δεν αντιστοιχούν στις προσδοκίες που είχαν δημιουργήσει, είναι μισθοφόροι του κενού» (Α. Κοντ Σπονβίλ «Το πνεύμα του αθεϊσμού», Κέδρος).

Ωστόσο, η προεκτεθείσα περιγραφή δεν αφορά το σύνολο των οργανώσεων που δρουν στην Ελλάδα από το 2003. Για παράδειγμα ο «Επαναστατικός Αγώνας» -η εμβληματικότερη των ομάδων ένοπλης πάλης- έχει επιχειρήσει να αρθρώσει έναν πολιτικό λόγο. Ανάμεσα στο παραλήρημα, τις κακοχωνεμένες αναφορές στους θεωρητικούς της αριστεράς και τα απαξιωτικά σχόλια κατά των κομμάτων, διακρίνει κανείς μια προσπάθεια σκιαγράφησης ενός κοινωνικού μοντέλου και μια απόπειρα να εμφανιστεί η συγκεκριμένη οργάνωση ως τμήμα μιας ιστορικής παράδοσης με προτάγματα την άμεση δημοκρατία και τη λαϊκή αυτοδιαχείριση: «Από την Παρισινή Κομμούνα του 1871, τα σοβιέτ του 1905 και του 1917 προτού τα ευνουχίσουν οι μπολσεβίκοι, τα εργοστασιακά συμβούλια στη Γερμανία το 1918 και στην Ιταλία το 1920, οι εργοστασιακές επιτροπές και οι αγροτικές κομμούνες στην Ισπανία το 1936-37, τα ουγγρικά εργατικά συμβούλια του 1956, οι συνελεύσεις φοιτητών και εργατών στη Γαλλία τον Μάη του 1968» (Προκήρυξη 15-1-2009, «Ποντίκι»).

Ησύγχρονη τρομοκρατία είναι σύνθετο φαινόμενο. Το άγχος της κυβέρνησης να παρουσιάσει αποτελέσματα μπορεί να την οδηγήσει σε γκάφες, κυνήγι μαγισσών και παρακρατικές μεθόδους. Άλλωστε το παρελθόν της είναι βεβαρημένο. Οι αισιόδοξες προβλέψεις ότι «βρισκόμαστε κοντά», «σύντομα θα φτάσουμε στην άκρη», θυμίζουν τον Α. Δροσογιάννη και το περίφημο «τους ακουμπάμε». Χρειάστηκε να περάσουν άλλα 15 χρόνια για να «ακουμπήσει» το κράτος τη «17 Νοέμβρη»
Τάσος Παππάς