Η ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Ο κόσμος που ζούμε, είναι το δημιούργημα «ρεαλιστικών» πολιτικών… Είναι ο κόσμος των τεχνοκρατών και των «ρεαλιστών» πολιτικών. Δεν είναι τυχαίος. Όχι! Είναι ο κόσμος ΤΟΥΣ. Είναι αυτός, διότι τον θέλησαν να είναι έτσι. Κάθε άλλος κόσμος, κάθε κόσμος με ανθρώπινο περιεχόμενο και ανθρώπινη μορφή, δεν είναι, σύμφωνα με την ερμηνεία τους, παρά μια χίμαιρα! Όχι ότι αντικρούουν έναν ανθρώπινο κόσμο, μα ένας τέτοιος κόσμος θα σήμαινε την αποκαθήλωση απ’ το θρόνο τους εκείνου του κυρίαρχου 20% που ελέγχει το 80% του παγκόσμιου πλούτου, αυτό το 20% που ελέγχει το 99% της παγκόσμιας δύναμης. Και το 1%; Α! αυτή είναι η κερκόπορτα απ’ την οποία εισβάλει που και που η ουτοπία, η φαντασία, το όνειρο αυτού του 80% που αποφασίζει να αποδείξει ότι τα όνειρά του αποτελούν κι αυτά μιαν άλλη πραγματικότητα, το ίδιο πραγματική μ’ αυτή που δεν μπορούν να ανεχθούν.



Αυτό που ζούμε σήμερα, σκεφθείτε το, κάποτε ήταν «φαντασία», «όνειρο», και μάλιστα «τρελή» φαντασία. Εάν π.χ., 2-3 αιώνες πριν τολμούσατε να πείτε ότι «φαντάζεστε», ότι «ονειρεύεστε» πως ο εργαζόμενος πρέπει και μπορεί να δουλεύει όχι απ’ την ανατολή ως τη δύση του ήλιου, μα 8 ή και λιγότερες ώρες, θα σας πέρναγαν σίγουρα για τρελό! Πόσο μάλλον αν «ονειρευόσασταν» ο εργαζόμενος να αναπαύεται ένα μήνα το χρόνο και μάλιστα να πληρώνεται γι’ αυτό! Πόσο μάλλον, αν «ονειρευόσασταν» ότι ο βασιλιάς ή ο αυτοκράτορας δεν ήταν «ελέω Θεού», και πολύ περισσότερο δεν χρειάζονταν καν κι ότι θάπρεπε να εκλέγονται με ψήφο όλου του λαού οι κυβερνήτες του, δεν θα είσασταν απλά «τρελοί», μα θα «παρμένοι» απ’ τον Σατανά, και μόνο η πυρά θα μπορούσε να αποκαταστήσει τούτη τη «διαταραχή» σας! Αυτά και άλλα περισσότερα που σήμερα είναι αυτονόητα, τότε, δεν ήταν καθόλου αυτονόητα. Ήταν καθαρή «φαντασία» τρελό «όνειρο», ήταν το 1% μιας παραγνωρισμένης πραγματικότητας, που άλωσε το 99% της τότε «κρατούσας» πραγματικότητας. Σήμερα ζούμε ό,τι χτες θεωρούνταν φαντασία, όνειρο, ουτοπία. Μια προσεκτική ματιά ωστόσο, πείθει ότι το χτες δεν έχει..... νικηθεί. Το χτες έχει τους εραστές του, και δεν είναι λίγοι εκείνοι που φαντάζονται (να που φαντάζονται κι αυτοί!) ότι είναι δυνατό η παλιά πραγματικότητα να ξαναεπανέλθει στα πράγματα! Εκείνη η «υπέροχη» εποχή των ιπποτών, της «ελεημοσύνης» των πλουσίων, της «ηρωικής» εποχής! Όμως ο κόσμος του ονείρου των πολλών, αντιστέκεται, και μαζί του ο Ποιητής θα πει :



«Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει : εξόριστε ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;

- Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.

- Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.

- Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.

- Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.

Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν…» (Οδυσσέας Ελύτης : Το Άξιον Εστί, εκδ. Ίκαρος, 13η έκδοση, σελ. 65)



Ο Νίκος Καζαντζάκης, έλεγε : ««Δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε την πραγματικότητα» λέει ένας αγαπημένος μου Βυζαντινός μυστικός, «ας αλλάξουμε τότε το μάτι που βλέπει την πραγματικότητα». Αυτό έκανα όταν ήμουν παιδί,, αυτό κάνω τώρα στις πιο δημιουργικές στιγμές της ζωής μου» (Νίκος Καζαντζάκης : Αναφορά στον Γκρέκο, 6η έκδοση, εκδ. Ελένη Καζαντζάκη, Αθήνα, σελ. 54). Τι να σημαίνει άραγε αυτό; Πολύ ώρα, πολλές μέρες κρατήθηκα σε τούτη τη σημείωση, ενός απ’ τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς. Προς στιγμή σκέφτηκα μήπως σημαίνει δραπέτευση απ’ τη πραγματικότητα : αλλάζουμε εμείς, μα όχι και η πραγματικότητα, που είναι το πραγματικό ζητούμενο της αλλαγής. Όμως, ο Καζαντζάκης, δεν είναι ένας δραπέτης της πραγματικότητας. Είναι ένας πολεμιστής ατρόμητος που επιτέθηκε στη σάπια πραγματικότητα. Ίσως αυτό που θέλει να υπογραμμίσει, είναι το αίτημα να προσεγγίσουμε και διαχειριστούμε τη πραγματικότητα, ή να την πολεμήσουμε και την αλλάξουμε εκεί όπου χρειάζεται τέτοιος πόλεμος (και στις μέρες μας δεν ξέρω πού δεν χρειάζεται), αλλάζοντας τα όπλα. Και ποιο μπορεί να είναι το μεγαλύτερο όπλο; Την απάντηση τη δίνει ο…. Σον Κόνερι! «Ο Σον Κόνερι, σε μια ταινία με θέμα την Κούβα της εποχής του δικτάτορα Μπατίστα, υποδύεται έναν Άγγλο μισθοφόρο. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή, ο αρχηγός του στρατού του τυράννου λέει : «Ταγματάρχη, πες μου ποιο είναι το αγαπημένο σου όπλο και θα σου το φέρω». Κι ο Κόνερι απαντάει : «Μυαλά»» (Άλβιν Τόφλερ : Νέες Δυνάμεις, εκδ. Κάκτος, σελ. 43). Μυαλά, για να μπορέσουν να φανταστούν τρόπους διαχείρισης και καταπολέμησης της ανεπιθύμητης πραγματικότητας. Το να φανταστούμε κάτι, είναι το πρώτο σκαλί, προκειμένου να φτάσουμε σε πολύ απτές στρατηγικές, πολιτικές, τακτικές, κανόνες. Πρώτα φαντάζομαι, κι ύστερα σχηματοποιώ δίνοντας σάρκα και οστά σε ενέργειες, σε συμπεριφορές. Αλλά για να έχω μια τέτοια δημιουργική ματιά, όπως το θέτει ο Καζαντζάκης, πρέπει να διαθέτω «μυαλά» : όχι όπλα χωρίς μυαλά, διότι το πιο ισχυρό όπλο είναι η σκέψη, και η φαντασία είναι το πρώτο βήμα του κάθε πράγματος που μας απασχολεί. Αν έχω ένα πρόβλημα, κλείνω τα μάτια «και φαντάζομαι» τι πρέπει να κάνω, ή τι θα έπρεπε να είχα κάνει (κι αυτό είναι ωφέλιμο να το γνωρίζουμε). Ποια είναι η πραγματικότητα για ένα επιχειρηματία π.χ., που πουλά παπούτσια σε μια περιοχή όπου κανείς δεν τα φορά; Αυτό ήταν πράγματι μια «πραγματικότητα» που είχε αντιμετωπίσει ο Βάτα : «Κάποτε ο ΒΑΤΑ έστειλε ένα στέλεχός του στην Αφρική για να δει και να εκτιμήσει αν οι συνθήκες εκεί σηκώνουν πώληση και εξάπλωση των παπουτσιών του. Ο άνθρωπός του επέστρεψε με αρνητική εισήγηση : «Όχι, εκεί είναι όλοι ξυπόλητοι! Δεν υπάρχει δουλειά για παπούτσια». Ο ΒΑΤΑ όμως επέμεινε και έστειλε έναν άλλο για να εκτιμήσει την κατάσταση. Το μήνυμα του τελευταίου : «Εδώ είναι όλοι ξυπόλητοι! Να, η ευκαιρία να πουλήσουμε παπούτσια...»» (Ιωάννης Γεωργακάς : Γεωργακάς, Η Ιστορία μίας Ζωής, ΜΙΝΙΟΝ, η Ιστορία ενός Καταστήματος, εκδ., Εξάντας, Αθήνα, 1994, σελ. 188).



Δεν πρέπει όμως να παρεξηγηθούμε με το να θεωρηθεί ότι μιλάμε για αφηρημένη φαντασία. Όχι! Δεν μιλώ για τη φαντασία που συναρτάται με μια ανύπαρκτη πραγματικότητα, όπως π.χ. συμβαίνει με τις ιστορίες επιστημονικής φαντασίας. Η φαντασία που εδώ αναφερόμαστε, ΔΕΝ είναι κάτι το αφηρημένο, ΔΕΝ είναι νοητικές ασκήσεις επί υπερφυσικών θεμάτων, ΔΕΝ είναι «ασκήσεις επί χάρτου». Είναι μια διαλεκτική άσκηση με μια αναζητούμενη πραγματικότητα, που προσπαθούμε να προσεγγίσουμε και να διαχειριστούμε, είτε με βάση τα όσα γνωρίζουμε γι’ αυτή, είτε επιχειρώντας να βρούμε εντελώς νέα πράγματα. Είναι ακόμα η μήτρα, όπου θα χτιστεί μια νέα πραγματικότητα : η πραγματικότητα που θα θέλαμε. Για παράδειγμα, όταν μιλάμε για το «όραμα» που έχουμε για τη ζωή μας, τη πατρίδα μας, τον κόσμο συνολικά, την επιχείρησή μας, δεν μιλάμε για κάτι «γενικώς και αορίστως», όσο κι αν όχι λίγοι μιλούν πράγματι «γενικώς και αορίστως» για το όραμα, και ακόμα περισσότερο νομίζουν ότι μιλάν γι’ αυτό ενώ στην πραγματικότητα μιλάν για κάποια όνειρα που έχουν ή για κάτι που φαντάζονται χωρίς να έχουν επαφή με την πραγματικότητα. Από την άλλη πάλι, είναι εξίσου αληθές, πως όταν κι αυτά τα «όνειρα» ή η «φαντασία» πληρούν τα στοιχεία που πρέπει να χαρακτηρίζουν -ή συμφωνείται ότι πρέπει να χαρακτηρίζουν- ένα «όραμα», τότε προφανώς μιλάμε για το ίδιο πράγμα. Γνωρίζουμε ότι δεν αρκεί να λες ότι έχεις κάποιο όραμα, σημασία έχει πόσο τελικώς είσαι δεσμευμένος σ’ αυτό, πόσο το πιστεύεις. Εκεί βρίσκεται το κουμπί. Ο Καζαντζάκης π.χ., περιγράφει τον πατέρα του ως έναν τραχύ και μάλλον άξεστο άνθρωπο. Σημειώνει : ««Τι θα πει φαντασία; ρώτησα τον πατέρα μου.» «-Αέρας κοπανιστός, μου αποκρίθηκε.»» (Ν. Καζαντζάκης : Αναφορά στον Γκρέκο, 6η έκδοση, εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, σελ. 93). Πόσοι άραγε άνθρωποι δεν θα έδιναν μια παρόμοια απάντηση; Πόσα στελέχη οργανισμών, ιδίως εκείνα που «είναι προσανατολισμένα στην «ορθολογική» πραγματικότητα» δεν πιστεύουν το ίδιο πράγμα; Τι συνέπειες μπορεί να έχουν τέτοιες αντιλήψεις για τα ίδια τα άτομα, ή για τους ίδιους τους οργανισμούς;



Για παράδειγμα, ο Gary Hamel θα σημειώσει αναφερόμενος στο στρατηγικό πρόγραμμα, (δηλαδή σε μια κατεξοχήν «πραγματιστική» τενχοκρατική ενασχόληση, ότι : Το κυριότερο πρόβλημα στους οργανισμούς σήμερα είναι η αποτυχία να διακρίνουν τον προγραμματισμό από την παραγωγή στρατηγικής [strategizing]. O προγραμματισμός είναι περίπου πρόγραμμα, όχι ανακάλυψη. Ο προγραμματισμός είναι για τους τεχνοκράτες, όχι για τους ονειροπόλους. Δίνοντας εξουσία στους προγραμματιστές να δημιουργήσουν στρατηγική, είναι σαν να ζητάς από έναν χτίστη να δημιουργήσει την Pieta του Μιχαλάγγελου. Τα περισσότερα στελέχη γνωρίζουν μία στρατηγική όταν δουν μία...» (Gary Hamel : Strategy as Revolution, Harvard Business Review, July-August 1996, σελ. 70-71). Αλλά, πόσοι διαχειριστές εξουσίας, σε μια επιχείρηση, ή στο κράτος αν προτιμάτε, μπορούν να διαλογισθούν πάνω σε τέτοιες «λεπτές» πριν ουσιαστικές αποχρώσεις της «τέχνης» της διακυβέρνησης, του μάνατζμεντ;



Η φαντασία, όπως εδώ τη προσεγγίζουμε, η διαλεκτική δηλαδή επικοινωνία του νου με το περιβάλλον που γνωρίζουμε και με το περιβάλλον που επιχειρεί να κατασκευάσει, είναι μια παράμετρος του φαινομένου της διακυβέρνησης, και μάλιστα μια παράμετρος στρατηγικής σημασίας. Είναι μια παράμετρος, που σε αρμονία με την ύπαρξη και άλλων αναγκαίων παραμέτρων που συνθέτουν το φαινόμενο του μάνατζμεντ, κατατάσσεται στις θεμελιώδεις στρατηγικές συνιστώσες, που ως «όπλο» διοίκησης είναι ταγμένο στο να αποτελεί το ισχυρό αντίσωμα στην στο σκόρο που ροκανίζει τις προοπτικές, προβάλλοντας έναντι των προοπτικών ένα σωρό από «τρέχοντα επείγοντα ζητήματα, που απαιτούν άμεση «λύση» -και φυσικά, μια και «σήμερα» θα εισπράξουμε τα «εύσημα», αποτελούν μια πραγματικότητα για πολλούς μάνατζερ και για πολλούς οργανισμούς. Είναι πράγματι ενδεικτική η αναφορά επί του θέματος αυτού των Hamel και Prahalad : «…Με βάση την εμπειρία μας, γύρω στο 40% του χρόνου του μάνατζμεντ του ανωτέρου επιπέδου δαπανάται εξετάζοντας τον έξω κόσμο, και απ’ αυτόν τον χρόνο, περίπου 30% δαπανάται διερευνώντας εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις των επομένων τριών, τεσσάρων, πέντε ή περισσοτέρων ετών στο μέλλον. Και από τον χρόνο που δαπανάται κοιτάζοντας προς τα μπρος, αφιερώνεται όχι περισσότερο από το 20% για την προσπάθεια κτισίματος μίας συλλογικής άποψης για το μέλλον (το άλλο 80% δαπανάται κοιτάζοντας το μέλλον των ιδιαίτερων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του μάνατζερ). Συνεπώς κατά μέσο όρο, το ανώτερο μάνατζμεντ αφιερώνει λιγότερο από το 3% (40%Χ30%Χ20% = 2,4%) της ενεργείας του για το χτίσιμο μίας επιχειρησιακής προοπτικής για το μέλλον. Σε μερικές επιχειρήσεις ο δείκτης είναι μικρότερος από το 1%. Σαν ένα σημείο αναφοράς, η εμπειρία μας δείχνει ότι για να αναπτύξουμε μία προγνωστική και διακριτή άποψη του μέλλοντος, μία ομάδα του ανώτερου μάνατζμεντ πρέπει να έχει τη θέληση να δαπανά γύρω στο 20 έως 50% του χρόνου της, σε μία περίοδο αρκετών μηνών. Πρέπει έπειτα να έχει τη θέληση να επανέρχεται σ’ αυτή την άποψη, επεξεργάζοντας και τροποποιώντας αυτή την άποψη καθώς το μέλλον ξετυλίγεται. Αυτό απαιτεί πλούσια και βιώσιμη ενέργεια για να αναπτύξει υψηλής ποιότητας, ανθεκτικές απαντήσεις σε ερωτήσεις όπως τι είδους νέες θεμελιώδεις ικανότητες θα χρειαστεί να δημιουργήσουμε, σε ποιά νέα σχέδια προϊόντων θα έπρεπε να πρωτοπορήσουμε, ποιές νέες συμμαχίες χρειάζεται να σχηματίσουμε, ποιά αρτιγενή προγράμματα που αναπτύξαμε θα έπρεπε να προστατεύσουμε, και ποιές μακροχρόνιες ρυθμιστικές πρωτοβουλίες θα έπρεπε να επιδιώξουμε. Πιστεύουμε ότι τέτοιες ερωτήσεις έχουν συγκεντρώσει πάρα πολύ μικρή προσοχή σε πολλές επιχειρήσεις…» (Gary Hamel and C. K. Prahalad : Competing for the Future, Harvard Business School Press, Boston, Mass., 1994, σελ. 3-5) Περαιτέρω, είναι πάλι ο Gary Hamel (Strategy as Revolution, Harvard Business Review, July-August 1996, σελ. 76) που κάνει τη παρατήρηση ότι είναι αναγκαίο «Για να βοηθήσουν τις επαναστατικές στρατηγικές να αναδυθούν, τα ανώτερα στελέχη πρέπει να συμπληρώσουν την ιεραρχία της εμπειρίας με την ιεραρχία της φαντασίας.»



Ο Walter P. Blass επίσης, (Organizing for Planning, εις : James R. Gardner, Robert Rachlin, H. W. Allen Sweeny (eds) : Handbook Of Strategic Planning, John Wiley & Sons, 1986, σελ. 2.11) αναφερόμενος στα προσόντα των ηγετών εκείνων που σχεδιάζουν τις στρατηγικές των οργανισμών τους, θα σημειώσει τη σημασία της ικανότητά του «…να αντιλαμβάνεται σειρές δραστηριοτήτων, κατευθύνσεων και να επανασυγκροτεί την επιχείρηση πέραν των συνήθων εικασιών αυτής ή της άλλης γραμμής παραγωγής. Ο πραγματικός στρατηγικός προγραμματισμός απαιτεί ένα σάλτο της φαντασίας, δεν μπορούν όλα τα άτομα να κάνουν τέτοιο σάλτο...Οι ψυχολόγοι David Keirsey και Marilyn Bates ξεχωρίζουν τον τύπο του ηγέτη που σκέφτεται διαισθητικά σαν έναν που «πρέπει να αντιλαμβάνεται κάτι που αισθάνεται καλό για τον εαυτό του στον οργανισμό. Πρέπει να σχεδιάζει, κι έτσι καλείται Ενοραματικός ηγέτης... Ο Ενοραματικός ηγέτης είναι ο αρχιτέκτονας της αλλαγής. Ενδιαφέρεται για τις αρχές πάνω στις οποίες είναι θεμελιωμένες ή θα θεμελιωθούν... Είναι ικανός να δει τις διαστάσεις και τους άξονες των συστημάτων σαν να είχε «ακτινογραφικό» όραμα κι έτσι μπορεί να προγραμματίσει και να δημιουργήσει ικανοποιητικά.». Και βέβαια, επεκτείνοντας την έννοια του «οργανισμού» στο κράτος, στη κρατική εξουσία, δεν μπορούμε παρά να δούμε πόσο συχνά τυχαίνει να βλέπουμε να διοικείται το κράτος από ηγεσίες τέτοιας ποιότητας.



Δυστυχώς, έχοντας πει πολύ λίγα και πολύ γενικά για το θέμα που μας απασχόλησε στο παρόν άρθρο, και αφήνοντας έξω απ’ την οπτική μας ένα σωρό πτυχές που θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να αναφέρουμε, πρέπει, εν τούτοις, να «κλείσουμε», με την ελπίδα ότι τουλάχιστον υπενθυμίσαμε ένα ζήτημα που ο αναγνώστης μπορεί να το προσεγγίσει παραπέρα. Και ας μου επιτραπεί αυτό το κλείσιμο να γίνει με τη παρατήρηση που ακολουθεί : «Οι υψιπετείς θεωρητικοί είναι τόσο απασχολημένοι με τις συντακτικές τους έννοιες και τόσο στερημένοι φαντασίας γύρω απ’ τις σημαντικές αναφορές, τόσο ανελαστικά προσκολλημένοι στα υψηλά επίπεδα αφαίρεσης, ώστε οι “τυπολογίες” που κατασκευάζουν -και η δουλειά που κάνουν για να τις κατασκευάσουν- μοιάζουν συχνότερα μ’ ένα άγονο παιχνίδι εννοιών παρά με μία προσπάθεια να οριστούν συστηματικά -που σημαίνει, μ’ έναν τρόπο καθαρό και τακτικό- τα προβλήματα που μας απασχολούν και να καθοδηγηθούν οι προσπάθειές μας για τη λύση τους. Ένα μεγάλο μάθημα που μπορούμε να πάρουμε απ’ τους θεωρητικούς αυτούς, ακριβώς επειδή λείπει συστηματικά απ’ το έργο τους, είναι πως κάθε συνειδητός στοχαστής πρέπει κάθε στιγμή να έχει υπόψη του -και συνεπώς να είναι σε θέση να ελέγχει- το επίπεδο αφαίρεσης πάνω στο οποίο εργάζεται. Η ικανότητα να μεταπηδήσει από το ένα επίπεδο αφαίρεσης στο άλλο, με άνεση και ευκρίνεια, είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ευρηματικού και συστηματικού στοχαστή.» (C. Wright Mills : Η Κοινωνιολογική Φαντασία, Παπαζήσης, Αθήνα, 1985, σελ.61)