Ο εκφυλισμός του πρωθυπουργικοκεντρικού μας συστήματος (κάποιες σκέψεις με αφορμή μια πολιτική διαφήμιση)

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Τα νέα διαφημιστικά spots του ΠαΣοΚ εστιάζουν στο πρόσωπο του ίδιου του πρωθυπουργού. Άλλοι αυτό το βλέπουν θετικά, άλλοι αρνητικά.

Με σεβασμό προς κάθε άλλη αντίθετη άποψη, σε ό,τι με αφορά, θα ξεκαθαρίσω απ’ την αρχή τη θέση μου, σημειώνοντας το κατ’ εμέ αυτονόητο : η πολιτική δεν είναι μια αφηρημένη δραστηριότητα. Στο επίπεδο της «εφαρμοσμένης» πολιτικής, δηλαδή της πολιτικής που παράγει πολιτικό έργο και επομένως παράγει και συνέπειες, και ακόμα ειδικότερα, στο επίπεδο της κυβερνητικής πολιτικής που παράγει υποχρεωτικούς κανόνες συμπεριφοράς και δράσης ολόκληρης της κοινωνίας και επομένως επιφέρει και ουσιαστικές συνέπειες (θετικές ή αρνητικές) απ’ αυτές τις συμπεριφορές, το προσωπικό στοιχείο όσων παράγουν αυτές τις πολιτικές δεν είναι μόνο δεδομένο, μα είναι και κρίσιμο.

Συνεπώς, η κριτική, η πολιτική κριτική, δεν μπορεί να είναι αφηρημένη. Η αφηρημένη κριτική, είναι για μένα πολιτικά «ανούσια», (θα έλεγα και πολιτικά «ύποπτη»), υπό την έννοια ότι κριτικάρει εν κενώ, κριτικάρει πράξεις αλλ’ όχι αυτούς που παράγουν τις πράξεις.

Στη χώρα μας, το πολιτικό σύστημα είναι, για όσους το έχουν ξεχάσει ή θέλουν να το ξεχνούν, πρωθυπουργικοκεντρικό. Η πολιτική κριτική του κυβερνητικού έργου, συνεπώς υπόκειται κι αυτή στην κυβερνητική ιεραρχία. Ο πρωθυπουργός βρίσκεται στη κορυφή αυτής της ιεραρχίας, αποτελεί την «καρδιά» της συνολικής κυβερνητικής μηχανής, είναι ο τελικός υπεύθυνος για όσα καλά ή άσχημα γίνονται στη κυβέρνηση.

Την ίδια στιγμή, είναι εξίσου αληθές, πάντα αναφερόμενοι στη χώρα μας, ότι ο εκάστοτε πρωθυπουργός, διαφυλάσσονταν όχι ως πολιτικό, μα ως ........

κομματικό κεφάλαιο. Πράγματι, οι Έλληνες πρωθυπουργοί, που ως εκ της θέσεώς τους, ως πρωθυπουργοί όλων των Ελλήνων, έπρεπε να αποτελούν εθνικό πολιτικό κεφάλαιο, εν τούτοις, συχνά, αποκόπτονταν από το ουσιαστικό κυβερνητικό έργο, η δε λειτουργία όλης της κυβερνητικής μηχανής, μεταβάλλονταν σε υπόθεση των υπουργών, εξ ου και η δημιουργία των βαρονιών, ήτοι των κυβερνητικών τομέων δράσης που φέρεται να οριοθετούνταν μεταξύ των διαφόρων «μεγαλοϋπουργών», ενίοτε δρώντας και ανταγωνιστικά μεταξύ τους μέσα στην ίδια τη κυβέρνηση. Εξάλλου, ποιος δεν θυμάται τις μομφές του κυβερνώντος σήμερα κόμματος κατά του πρώην πρωθυπουργού όταν τον κατηγορούσε ότι είχε κλειστεί σε γυάλινο πύργο, για να εισπράξει από την νυν αντιπολίτευση τις ίδιες ακριβώς κριτικές, σχεδόν για τους ίδιους λόγους. Απευθυνόμενος δε στους αναγνώστες της «κλάσεώς» μου («κλάση» του ΄54), τους καλώ να θυμηθούν μια περιβόητη πρωθυπουργική δήλωση του παρελθόντος : «εγώ απλώς προεδρεύω!»). Έτσι το πρωθυπουργικοκεντρικό σύστημα υποβαθμίζεται στο επίπεδο των ανταγωνιστικών υπουργικών βαρονιών, κι ο πρωθυπουργός από εθνικό πολιτικό κεφάλαιο που θάπρεπε να ήταν, γίνεται απλά ένα πολύτιμο κομματικό κεφάλαιο, που δεν πρέπει κατά την κυβερνητική κομματική λογική να αναλώνεται στην τρέχουσα και φθοροποιό καθημερινή πολιτική, στο καθημερινό «πολιτικό γίγνεσθαι», αναλώσιμα δε πολιτικά κεφάλαια σ’ αυτή τη περίπτωση γίνονται οι υπουργοί, ενώ ο πρωθυπουργός διαφυλάσσεται ως «κόρη οφθαλμού» για την απευκταία εκείνη στιγμή, που θα τον έχει ανάγκη το κυβερνητικό κόμμα.

Όμως, εγώ ως πολίτης που δεν παρακολουθώ και εν πάσει περιπτώσει δεν με ενδιαφέρουν οι όποιες (σημερινές ή προηγούμενες) κυβερνητικές κομματικές σκοπιμότητες, (επιμένω στην εστίαση του κυβερνητικού κόμματος, διότι μ’ αυτό είναι συνδεδεμένο το πρόσωπο του πρωθυπουργού, άρα δεν μιλάμε για τον οποιοδήποτε πολιτικό αρχηγό), πολύ λίγο με ενδιαφέρει ο στόχος του «άφθαρτου» κομματικά πρωθυπουργού, για να μη πω ότι το θεωρώ και πολιτικά (όχι όμως κομματικά) εκφυλιστικό αυτό το στόχο, διότι ο κόσμος βασικά, δεν ψηφίζει καν κόμμα, μα πρωθυπουργό (ή έτσι εν πάει περιπτώσει νομίζει). Ψηφίζει ποιος θέλει να είναι ο ηγέτης. Αλλά ηγέτης που να τίθεται στα μετόπισθεν του αγώνα, για λόγους ασφαλείας, δεν είναι ηγέτης. Οι Έλληνες πρωθυπουργοί, λειτουργούν μέσα σ΄ένα πολύ περίεργο πλαίσιο. Ενώ έχουν όλη την εξουσία στα χέρια τους, αυτή διαρρέει στις υπουργικές βαρονίες και οι ίδιοι σχεδόν τείνουν να καταστούν ένα δεύτερο είδος ανεύθυνου Ανώτατου Άρχοντα. Γι αυτό άλλωστε και βλέπουμε πως όταν δημιουργούνται δυσάρεστες καταστάσεις στο κυβερνητικό έργο, που δεν αφορούν το έργο ενός μόνο υπουργείου μα τη συνολική κυβερνητική δράση, αμέσως ενεργοποιείται ένας ολόκληρος μηχανισμός που επιχειρεί να εκτρέψει την κριτική απ’ το πολιτικά «άφθαρτο» πρόσωπο του –εκάστοτε- πρωθυπουργού, (για όλα τα πρόσωπα των πρωθυπουργών καταβάλλονταν τεράστια προσπάθεια να διατηρούν το πολιτικά «άφθαρτο» προσωπείο τους), να «υπουργοποιήσει» τις όποιες πρωθυπουργικές ευθύνες, και βεβαίως αν η σκοπιμότητα το απαιτεί, κάποιος ή κάποιοι υπουργοί θα θυσιαστούν –αυτοί είναι όντως τα αναλώσιμα κυβερνητικά κεφάλαια, αν βέβαια δεν μπορούν πειστικά να μετακυλήσουν τις ευθύνες προς άλλους υπηρεσιακούς παράγοντες.

Τέλος, επίσης λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, ενίοτε τείνει να ταυτιστεί η προσωποποιημένη αναφορά με την αρνητική ή γκρίζα διαφήμιση. Αρνητική ή γκρίζα διαφήμιση, δεν είναι να αναγνωριστεί και υπογραμμιστεί η προσωπική πολιτική ευθύνη ενός (πολιτικού) προσώπου, που εξ ορισμού είναι και θα πρέπει να είναι στο επίκεντρο της δημόσιας κριτικής. Είναι η διαφήμιση που διαστρεβλώνει, που παραποιεί την πραγματικότητα που έχει σχέση με το πρόσωπο που κριτικάρεται και το έργο του, και βεβαιότατα, είναι η αναφορά σε πτυχές του καθαρά ιδιωτικού και οικογενειακού του βίου, που δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική και εν γένει δημόσια δραστηριότητα του κρινόμενου προσώπου. Ούτε είναι η έλλειψη θετικής αντιπρότασης. Το ότι επισημαίνω ένα πρόβλημα χωρίς να αντιπροτείνω λύση, αυτό δεν αναιρεί την πραγματικότητα της ύπαρξης του προβλήματος, ενώ σαφώς, είναι κάτι που μετράει σε βάρος μου, όταν εγώ εμφανίζομαι ως ένας καλύτερος διαχειριστής των πραγμάτων. Έτσι όμως, λειτουργώ εις βάρος εμού του ιδίου, και δεν ξέρω γιατί, μ’ αυτά τα δεδομένα, το αυτογκόλ που βάζω να μου καταλογίζεται ως «γκρίζα» ή «αρνητική» διαφήμιση. Άλλωστε, σε μια συνολική διαφημιστική πολιτική καμπάνια, δεν θα περιληφθούν όλα τα μηνύματα σε ένα spot. Σε άλλα εστιάζω σε άλλα θέματα (π.χ. στα «μείον» του πολιτικού αντιπάλου, σε άλλα προβάλω τις θέσεις μου, κ.λπ.)

Επομένως : η κριτική του κυβερνητικού έργου, είναι και θα πρέπει να είναι προσωποποιημένη. Διότι με τις εκλογές εκλέγουμε, το επαναλαμβάνω, πρόσωπα. Το κυβερνητικό έργο των προσώπων αυτών κρίνεται. Δεν κρίνεται το έργο του κανενός. Και βεβαίως, mutatis mutandis, το ίδιο ισχύει και για τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο, όχι δηλαδή μόνο τη κυβέρνηση. Κρίνεται και το έργο των λοιπών πολιτικών αρχηγών, όπως και των λοιπών γενικότερα πολιτικών προσώπων, όσων μετέχουν στο πολιτικό γίγνεσθαι.