Παλαιοκώστας: Ο τελευταίος αξιόπιστος επαγγελματίας

Γράφει ο Αλέξανδρος Πισοφίδης

Ο όρος Επάγγελμα, στα Ελληνικά αλλά και σε άλλες γλώσσες, σημαίνει Υπόσχεση προσφοράς για κάτι και Δέσμευση προς αυτό που επαγγέλεται = υπόσχεται (βλέπε Λεξικό Ν. Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη) κάποιος. Ο τίτλος του επαγγέλματος, όπως και ο οποιοσδήποτε τίτλος αναγνώρισης δημιουργεί κοινωνικές υποχρεώσεις-δεσμεύσεις. Όταν λες αυτό είναι το επάγγελμά μου και βάσει αυτού αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας αυτό που θα μου αναθέσουν άλλοι ή εγώ στον εαυτό μου, σημαίνει, ότι με μια τυπική ή άτυπη«Συμφωνία Κυρίων, υπόσχεσαι , σε άλλους ή στον εαυτό σου, να φέρεις σε πέρας ένα έργο. Αν δεν τηρηθούν αυτές οι υποσχέσεις-δεσμεύσεις, δεν μπορούμε να μιλάμε για επαγγελματισμό. Οπου, αυτές οι δεσμεύσεις είναι χαλαρές ή ελαστικές μιλάμε για έλλειμμα επαγγελματισμού.

Βάσει των παραπάνω σύντομων εννοιολογικών προσδιορισμών και των τεκταινόμενων στη χώρα της νοτίου Βαλκανικής, που οι κάτοικοί της εικάζουν ότι κατάγονται από τους αρχαίους έλληνες, οι μοναδικοί επαγγελματίες είναι οι ληστές. Είναι οι μόνοι που ασκούν το επάγγελμά τους με αξιοπιστία, με δέσμευση και με μεγάλο ρίσκο παρακαλώ. Είναι οι μοναδικοί που σέβονται το επάγγελμά τους, την υπόσχεσή τους δηλαδή γι αυτό, για το οποίο έχουν ταχθεί να κάνουν.

Η διαμαρτυρία «όλων εναντίον όλων» για έλλειμμα επαγγελματισμού, του στιλ «τι να κάνω ρε φίλε αφού όλοι έτσι είναι, εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα», τις περισσότερες φορές υποκρύπτει μια ατομική δικαιολογία ή μια συλλογική βλακεία. Το να προσπαθούν κάποιοι να ρίξουν ευθύνες στην αστυνομία για την απόδραση του Παλαιοκώστα, δίχως να κοιτούν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, δείχνει τον βαθμό διάβρωσης της κοινωνίας μας. Θα βγουν πάλι οι συνήθεις ύποπτοι, ο καθείς από την ιδεολογική σκοπιά του και τις εμμονές του και θα ανακαλύπτουν τι έφταιξε. Οι μεν (ακροδεξιοί) θα λένε ότι φταίει το γεγονός, ότι οι αστυνομικοί δεν έχουν δικαίωμα να πυροβολήσουν, η ΝΔ θα λέει ότι φταίει το ΠΑΣΟΚ και τανάπαλιν και ο Γιανναράς θα λέέι ότι φταίει ο Αλαβάνος και οι κουκουλοφόροι του. Το γελοίο είναι ότι όλοι γνωρίζουν πως όλος ο κοινωνικός ιστός της χώρας και του δικού τους περιβάλλοντος νοσεί και μάλιστα βαριά. Εγώ ξεκινάω από τον εαυτό μου και ισχυρίζομαι πως φταίω κι εγώ. Γνωρίζω στο χώρο της δουλειάς μου πως πολλοί παίρνουν δουλειές του δημοσίου με μίζες, δεν μπορώ όμως να το αποδείξω. Ακόμη όμως κι αν μπορούσα, δεν θα το έκανα γιατί γνωρίζω πως πίσω από αυτά τα λαμόγια κρύβονται πολιτικά και όχι μόνο πρόσωπα και πως αν έκανα μια τέτοια πράξη το μόνο που θα πετύχαινα θα ήταν η καταστροφή μου και το σημαντικότερο, η καταδίκη του παιδιού μου. . Αυτή είναι η αλήθεια. Όλα τα άλλα είναι ΜΑΛΑΚΊΕΣ. Όταν μια πολιτεία δεν μπορεί να σου εγγυηθεί το ελάχιστο αξιοπρεπούς και έντιμου βίου, όλα τα περί δημοκρατίας, ελευθερίας και ισονομίας είναι λόγια του κ…ου.

Αν δεν αντιληφθούμε ότι το πρόβλημα είναι γενικό και αφορά σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής μας και σε όλα τα επαγγέλματα, και αν δεν αντιληφθούμε ότι οι πολιτικές, πνευματικές, θρησκευτικές, κ.α. ηγεσίες φέρουν πρωτίστως την ευθύνη, το παιχνίδι το χάσαμε. Σε κοινωνίες που έχουν πέσει στο τέλμα, ισχύει η αρχή, πως «κάποιοι πρέπει κάνουν την αρχή» και αυτοί είναι συνήθως αυτοί που πιστεύουν οι ίδιοι ότι είναι «η αρχή», διότι αυτοί δημιουργούν πρότυπα και αξίες. Όταν, με επιπολαιότητα και χωρίς στοιχεία, ικανά για νομική τεκμηρίωση αδικήματος, αλληλοκατηγορούνται πολιτικοί, θρησκευτικοί ή πνευματικοί ηγέτες και δεν μπαίνει κανένας στη φυλακή ούτε καν παραιτείται, θα έπρεπε, τουλάχιστον να μπουν αυτοί που κατηγορούν. Αλλιώς, είναι ευκολότερο «να πείσεις ένα νεκρό λαγό για την αναγκαιότητα της τέχνης», από το να πείσεις ένα νεολαίο με «ιδανικά», πως υπάρχουν καλύτερα επαγγέλματα από αυτά που μπορείς να τα «κονομήσεις γρήγορα και με κάθε τρόπο» χωρίς να ρισκάρεις απολύτως τίποτα, ( πέρα από το να σου βγει το όνομα, «του μάγκα»). Η χώρα αυτή έχει γεμίσει μάγκες, πολλούς βλάκες, γιατί οι μάγκες χορεύουν εκεί όπου υπάρχουν πολλοί βλάκες, ενώ αναζητούνται ματαίως επαγγελματίες.

Για μένα προσωπικά, ο Παλαιοκώστας είναι ένας από τους τελευταίους επαγγελματίες, που πριν 80 χρόνια τους αποκαλούσαν, «οι λεβέντες των ορέων».