Μισθολογικές ανισότητες σε εποχή λιτότητας

Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Δε νομίζω να υπάρχουν πολλοί, λογικοί άνθρωποι, που να μην αποδέχονται την άποψη ότι το δίκαιο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο σε όλα τα συστήματα ηθικής και οργάνωσης της κοινωνίας.

Για έναν από τους γνωστότερους φιλοσόφους σε θέματα δικαιοσύνης της εποχής μας, τον Τζον Ρόουλς, καθηγητή πολιτικής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, μια δίκαιη κοινωνία πρέπει να πληροί τρεις προϋποθέσεις:

Πρώτον, πρέπει να προσφέρει σε όλους τους πολίτες βασικές ελευθερίες. Δεύτερον, όλοι οι πολίτες πρέπει να έχουν το δικαίωμα των ίσων ευκαιριών. Τρίτον, οι τεράστιες διαφορές στο εισόδημα θα πρέπει να δικαιολογούνται μόνο όταν ωφελούν όλα τα μέλη μιας κοινωνίας.

Η Τρίτη προϋπόθεση είναι ιδιαιτέρως σημαντική διότι πολύ συχνά ακούγεται το αυθάδες νεοφιλελεύθερο επιχείρημα:«εγώ είμαι εξυπνότερος ή ρισκάρω περισσότερο, βάζω το κεφάλαιό μου, δεν έχω ανάγκη κανέναν και δεν δέχομαι κανόνες στο πόσα θα κερδίζω». Το επιχείρημα είναι αφελές διότι δεν λαμβάνει υπόψη του ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον. «Αν νομίζει κάποιος ότι δεν χρειάζεται την υπόλοιπη κοινωνία και δεν επιθυμεί να υποκύπτει στους κανόνες της, ας πάει σε αν νησί σαν τον Ροβινσώνα Κρούσο να γίνει επιχειρηματίας ή μάνατζερ»

Με την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου, οποιαδήποτε αναφορά σε μια δικαιότερη κατανομή του πλούτου που παράγει μια κοινωνία, αυτομάτως, ταυτιζόταν με το σοσιαλισμό ή τον κομμουνισμό. Ετσι, από την δεκαετία του 80 και μετά είχαμε μια έκρηξη στην ανισότητα εισοδημάτων, στις ΗΠΑ στην αρχή και στον υπόλοιπο κόσμο μετά. Τα στελέχη των δήθεν καλών πανεπιστημιακών σχολών ΜΒΑ, στηριζόμενα και σε θέσεις όπως του διάσημου «γκουρού» στο Organizational Management, του Peter Drucker ότι, «ζούμε σε μια εποχή, όπου η γνώση και όχι τα κτίρια ή τα μηχανήματα αποτελούν τη βασική πηγή ανάπτυξης, εκτόξευσαν τις αμοιβές τους στο 100 πλάσιο και 1000πλάσιο ενός εξειδικευμένου εργάτη. Αυτές οι μυθικές αμοιβές έγιναν γνωστές στους περισσότερους ανθρώπους μετά την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Αυτή την εποχή, με αφορμή την οικονομική κρίση, που ως ένα βαθμό χρεώνεται σε αυτά τα καλοπληρωμένα στελέχη, ζούμε μια αντίστροφη εξέλιξη. Σε ολόκληρο τον κόσμο μειώνονται οι αμοιβές και τα μπόνους των μεγαλοστελεχών, όχι όμως και στην Ελλάδα. Σε μια εποχή, όπου όλοι οι έλληνες καλούνται να σφίξουν το ήδη σφιγμένο ζωνάρι τους, κάποια στελέχη δημοσίων οργανισμών συνεχίζουν να έχουν μυθικές αμοιβές και κάποια μάλιστα τις ανεβάζουν προκλητικά αυξάνοντας παράλληλα τα τιμολόγια των οργανισμών που διευθύνουν.

Ακουγα χθες στο «αποκαλυπτικό δελτίο» του “EXTRA” δήμαρχο να προσπαθεί να δικαιολογήσει τις αμοιβές του προέδρου του ΟΠΑΠ και αναρωτιόμουν αν ακούει ειδήσεις ή διαβάζει εφημερίδες, όπου στελέχη, όπως π.χ. ο πρόεδρος αεροπορικής εταιρείας της Ιαπωνίας, μειώνουν τις αμοιβές τους και παραιτούνται από μπόνους και άλλου είδους παροχές. Για το δήμαρχο, η μηνιαία αποζημίωση των 6 εκατομυρίων δραχμών του Κ. Μητσοτάκη στην ηλικία των 28 ετών από την ασφαλιστική εταιρεία του δημοσίου, σίγουρα θα ήταν πολύ χαμηλή, αφού είχε τελειώσει το Χάρβαρντ. Εγώ γνωρίζω κάποιους που έχουν τελειώσει το ίδιο πανεπιστήμιο με μεταπτυχιακό και επαγγελματική εμπειρία αλλά δεν κερδίζουν παραπάνω από 3000 ευρώ. Στο παραμύθι, ότι όποιος σπούδασε, «έφαγε τα νιάτα του και οφείλει να κερδίζει πολλαπλάσια από ένα εξειδικευμένο εργάτη», μπορεί να αντιτάξει κανείς το επιχείρημα ότι «όταν εσύ σπούδαζες μέχρι τα 30, εγώ είχα ήδη δουλέψει 10 χρόνια συνεισφέροντας στο ΑΕΠ και στα ταμεία». Οσοι από εμάς έχουν σπουδάσει και είναι ειλικρινείς, ξέρουν ότι κανείς δεν μας έβαλε το περίστροφο στον κρόταφο να το κάνουμε. Το κάναμε γιατί μας άρεσε και στο κάτω-κάτω της γραφής τα φοιτητικά χρόνια είναι και τα πιο ευτυχισμένα και σχετικώς ξέγνοιαστα. Όλα τα άλλα είναι για αφελείς. Τίποτα δεν δικαιολογεί δεκαπλάσιες πόσο μάλλον 100πλάσιες αμοιβές από τον μέσο εργαζόμενο.

Αλέξανδρος Πιστοφίδης