Ο Αγώνας του Ανθρώπου Να Έχει Μια Ανθρώπινη Ζωή

Γράφει ο Βασίλης Δημ. Χασιώτης :

Είναι η Ζωή του Ανθρώπου μια Μεγάλη Πορεία. Μια Διαρκής Πορεία, χωρίς σταματημό. Δεν υπάρχει λεπτό για χάσιμο, το κάθε λεπτό μετρά. Προχωρά, κι όλη του η έννοια είναι, σε τούτη τη Πορεία που τη συνοδεύουν εξόν απ’ τον ήλιο και τη καθαρή ατμόσφαιρα, (που επιτρέπουν το μάτι με ασφάλεια να εντοπίζει τους κινδύνους που παραμονεύουν στο Δρόμο αυτό της Ζωής του), και η Διαρκής Έγνοια (επίσης τη συνοδεύουν) μη και τυχόν παραστρατήσει, χάσει το προσανατολισμό του, κι αντί για Εμπρός πηγαίνει προς τα πίσω, όταν ο ήλιος κι η........
καθαρή ατμόσφαιρα δίνουν τη θέση τους στο αφέγγαρο σκοτάδι και στην ομίχλη και στη καταιγίδα, που συχνά πυκνά και τούτα τα φαινόμενα επίσης τον συνοδεύουν σε τούτο το Μεγάλο Ταξίδι της Ζωής.

Είναι μαζί και μια Διαρκής Εξέγερση, και μια διαρκής προσπάθεια Επανάστασης η Ζωή του, όταν ο Άνθρωπος ξεσηκώνεται ενάντια στην Αδικία και στην Ανάγκη και φωνάζει : «Όχι άλλο, ίσαμε εδώ!», όταν ο Άνθρωπος παίρνει το ξίφος και κόβει αυτή την Αδικία κι αυτή την Ανάγκη, όταν πια δεν παίρνουν άλλο από λόγια κι από άλλες φωνές. Είναι Διαρκής αυτή η Εξέγερση, είναι διαρκής η ετοιμότητα για Επανάσταση, είναι Διαρκής ο Αγώνας του Ανθρώπου, διότι καμιά νίκη του δεν είναι οριστική πάνω σε ό,τι τον απειλεί, κι ό,τι τον απειλεί δεν έχει ηττηθεί οριστικά στη μέχρι τώρα Μεγάλη Πορεία του.

Εμπρός!

Είναι η Φωνή του Πεπρωμένου του, της Μοίρας του, του μόνου αληθινού Πεπρωμένου, της μόνης αληθινής Μοιραίας εξέλιξης των πραγμάτων. Η Φωνή που προστάζει «Εμπρός», είναι η μόνη αληθινή Φωνή.

Τη ζωή μας δεν πρέπει να την εμπιστευόμαστε σ’ εκείνους τους αλήτες, που σε οδηγούν μέσα σε τούνελ που τάχα «τυχαία» και «αιφνίδια» εμφανίστηκαν στο δρόμου κι έπειτα σε καλούν σε θυσίες για να βρεθεί η «έξοδος», που όμως είναι τούτο το τούνελ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ δημιούργημα, μα στους άλλους Αλήτες πρέπει να δώσουμε την εμπιστοσύνη μας, σ’ εκείνους που απεργάζονται τη Μεγάλη Έξοδο.

Λοιπόν, «Τις μέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δόμους και σε πλατείες με το νόμο πράγμα που τους είχε απομείνει : μια παλάμη τόπο κάτω  από τ’ ανοιχτό πουκάμισο με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη… Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σα σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντας οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν… Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σα να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη, για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ’ απ’ την άκρη της απελπισιάς, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα στήσανε στον τοίχο τριάντα.» (Οδυσσέας Ελύτης : Το Άξιον Εστί, εκδ. Ίκαρος, 13η έκδοση, σελ. 45)

Είναι η Ώρα της Νέας Μυστικής Σύναξης στην οποία ο Άνθρωπος θα πρέπει να πάρει σοβαρές αποφάσεις για τούτο το Θηρίο που έχει αποθρασυνθεί, κι ολοένα πιο συχνά κι ολοένα πιο πολύ απειλεί την Ζωή του Ανθρώπου.

Είναι η Ώρα, η Σημαία της Αφοβιάς να βγει απ’ τα σεντούκια και ν’ ανεμίσει στον αγέρα της Αποφασιστικότητας η Αρρώστια να πολεμηθεί, το Σάπιο Παλιό να πεταχτεί, κι η Ελπίδα μαζί με τις Αρχαίες και Νέες Αρετές, να έρθουν ξανά στο φως του ήλιου.

Η Ώρα της Χωρίς Νόημα Αναμονής, φτάνει στο τέλος της, ΠΡΕΠΕΙ να φτάνει στο τέλος της.

Το Θηρίο μας πήρε μέσα σε λίγες ώρες, όλα μας τα χρόνια!

Είναι η Ώρα να πολεμήσουμε να ξαναπάρουμε πίσω τα κλεμμένα μας χρόνια.
Είναι η Ώρα των Νέων Αλητών!

Είναι η Ώρα να διεκδικήσουμε την κλεμμένη Άνοιξη, τις κλεμμένες Ανοίξεις της Ζωής μας, κλεμμένη κι αυτή.

Ζήτω η Επανάσταση της 11ης Απριλίου, η Επανάστασης της Άνοιξης, για τη Κατάκτηση της Άνοιξης.

Α!

Ξεχάσατε τούτη την Επανάσταση;

Να σας τη θυμίσω, ή μάλλον, ας παρακολουθήσουμε πώς εξεράγη από τη πρώτη στιγμή.

Ήταν 11 Απριλίου, όταν εκείνος ο επί 27 χρόνια υπαλληλάκος ενός υπουργείου με τη ρουτινιάρικη ζωή του, προσωπική και υπηρεσιακή, Σωτήριος Αλεξανδρίδης το χωρίς καμία σημασία για τον οποιοδήποτε άλλο –ίσως ούτε και για τον ίδιο- όνομά του, κήρυξε την Επανάσταση της Άνοιξης. Στο υπουργείο οι πάντες τον ήξεραν ως «ο Αρχειοφύλαξ», από τη θέση που κατείχε, και το γεγονός ότι έτσι τον γνώριζαν έδειχναν και τι είχε μεγαλύτερη σημασία : ο τίτλος της θέσης του ή αυτός. Όλα άρχισαν με ένα φύσημα του αέρα, που είχε σαν αποτέλεσμα να «πετάξουν» απ’ το ανοιχτό παράθυρο του γραφείου του έγγραφα υπηρεσιακά στο δρόμο, παρά τη ρητή εντολή του εξαιρετικά αυστηρού Γενικού Προσωπάρχη του υπουργείου, κ. Ιωάννη Καραπάνου, ότι το παράθυρο έπρεπε να παραμένει πάντα κλειστό ακριβώς για την αποφυγή τέτοιων «ατυχημάτων». Κι εδώ ακριβώς, ο υπαλληλάκος μεταμορφώνεται από ανθρωπάκι σε επαναστάτη, κι ακόμα περισσότερο κηρύσσει και την επανάστασή του, τη κάνει πράξη κι όχι λόγια. Αρνείται να κλείσει το παράθυρο, κι ακόμα πιο φοβερό, δεν δίνει δεκάρα τι έγιναν τα υπηρεσιακά έγγραφα! Να η επανάστασή του τούτη την ανοιξιάτικη μέρα της 11ης Απριλίου. Από το ανοιχτό παράθυρο του γραφείο του, δεν πήρε ο αέρας και πέταξε στο δρόμο κάποια υπηρεσιακά έγγραφα, μα τούφερε και τη ξεχασμένη μυρουδιά της Άνοιξης, έμπασε και το φως στο γραφείο του, έμπασε κυρίως την ακαταμάχητη επιθυμία, για πρώτη φορά στη ζωή του μίζερου Αρχειοφύλακα, να νιώσει μ’ όλο του το Είναι, τη ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΖΩΗ. Προτίμησε την Άνοιξη απ’ τη μίζερη ζωή του, μια ζωή, όπου ούτε καν το όνομά του είχε κάποια ειδική σημασία για τον οποιοδήποτε. Κι ορμά, μάλιστα χωρίς «άδεια εξόδου», έξω στους δρόμους της Αθήνας. «Το πρωινό ήτανε αθηναϊκό ανοιξιάτικο πρωινό : κόσμος πολύς, αυτοκίνητα πολλά, φασαρία πολλή, και πάνω απ ‘όλα ήλιος πολύς… Και το σύνολο : μαγεία. Και μέσα σ’ όλα αυτά πήγαινε αυτός, ο Αρχειοφύλαξ του υπουργείου Βιομηχανίας, που ένιωθε πως ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ζούσε αληθινά. Κοίταζε βαδίζοντας τα πάντα : τις βιτρίνες, τ’ αυτοκίνητα, τις γυναίκες…» Πέρασε από την Ομόνοια, όπου μπήκε και σ’ ένα κουρείο και ζήτησε να τον ξυρίσουν, παρ΄ ότι ήταν ήδη ξυρισμένος, και ακολούθως, μπήκε σ’ ένα κατάστημα νεωτερισμών : ««Ο κύριος;…» είπε μια πολύ νόστιμη και πολύ μελαχρινή κοπέλα. «Παρακαλώ, ήθελα ένα μαντιλάκι… ένα μαντιλάκι για το τσεπάκι». Ίσαμε τότε δεν είχε βάλει ποτέ μαντιλάκι στο τσεπάκι του σακακιού, τώρα είχε ξαφνικά τη διάθεση να βάλει… Αλλά τώρα ήταν η Επανάστασις… Η κοπέλα του έφερε να διαλέξει, τον βοήθησε στην εκλογή, το μαντήλι που διάλεξε του τόβαλε η ίδια στο τσεπάκι…» Το μάτι του έπεφτε σε μια ρεκλάμα που την έβλεπε παντού : «ΠΡΟΤΙΜΑΤΕ ΤΑ ΕΜΠΛΑΣΤΡΑ ΤΙΚ» Προχωρώντας στο δρόμο, στη Σταδίου, έπεσε πάνω σ’ ένα παλιό του συνάδελφο και ήδη συνταξιούχο, και τα είπανε λίγο, και ακολούθως ο Αρχειοφύλαξ συνέχισε τη βόλτα του. Στη πλατεία Κλαυθμώνος στάθηκε να γυαλίσει τα παπούτσια του σ’ ένα γέρο λούστρο, κοντά στο υπουργείο Ναυτικών έπεσε πάνω σε μια ομάδα περαστικών που παρακολουθούσε κάποιον που στο τραπεζάκι που είχε στήσει στο δρόμο διαφήμιζε ένα υγρό καθαριστικό λεκέδων, προσπαθώντας να πουλήσει τη πραμάτεια του, ένα «θαυματουργόν ραδιενεργόν καθαριστικόν». Ο Αρχειοφύλαξ, προσφέρεται να δοκιμαστεί το προϊόν στο σακάκι του, σ’ ένα λεκέ, που όμως δεν υπήρχε, διότι στην υπηρεσία του δεν έπρεπε να έχει λεκιασμένο σακάκι, όμως, τώρα, η Επανάστασις το επιτρέπει. «…Πλησίασε πιο πολύ, πήγε δίπλα στον άνθρωπο με το καθαριστικό : «Παρακαλώ, αυτός εδώ ο λεκές…», είπε δείχνοντας στο δεξί μανίκι τον ανύπαρκτο λεκέ. Ο άνθρωπος έσκυψε, είδε πως δεν υπήρχε εκεί κανένας λεκές, δεν είπε τίποτα, προς το συμφέρον του ήτανε, να κάνει πως είδε τάχα λεκέ… «Δώστε ολίγην προσοχήν, κύριοι…. Δώστε ολίγην βάσιν παρακαλώ… Εδώ, κύριοι, βλέπετε πώς επιδρά η ραδιενέργεια του καθαριστικού εις το δεξί μανίκι…», φώναξε ο άνθρωπος ρίχνοντας δυό σταγόνες από το μπουκαλάκι που είχε και τρίβοντας με δύναμη το ύφασμα με μια μικρή ξεδοντιασμένη βούρτσα. «Εδώ βλέπετε την ραδιενέργειαν εις το δεξί μανίκι του κυρίου…» «Αλεξανδρίδης… Σωτήριος Αλεξανδρίδης», είπε δυνατά σαν να συσταινότανε. Μερικοί χαμογέλασαν, δεν υπήρχε βέβαια κανένας λόγος να δώσει τα στοιχεία του, να πει έτσι όνομα και επώνυμο, να συστηθεί, το ήξερε κι αυτός πως δεν υπήρχε κανένας λόγος, τόκανε όμως γιατί επιτέλους ένιωθε τώρα πως δεν ήτανε πια «ο Αρχειοφύλαξ»…, άνθρωπος ήτανε, άνθρωπος με όνομα και επώνυμο, η Επανάστασις του είχε ξαναδώσει την προσωπικότητά του, το αληθινό το πρόσωπο που είχε χάσει 27 ολόκληρα χρόνια, η Επανάστασις του είχε ξαναδώσει τ’ όνομά του, είχε ξαναγίνει αυτός ο ίδιος, είχε ξαναγίνει ο εαυτός του…» Ο Αρχειοφύλαξ, συνέχισε την περιήγησή του, και λίγο μετά, στάθηκε να βγάλει μια φωτογραφία από ένα υπαίθριο φωτογράφο με τη τρίποδη μηχανή του, και με φόντο πίσω του τη ζούγκλα με μια νεκρή τίγρη που υποτίθεται ότι σκότωσε, και για το λόγο αυτό, ο φωτογράφος του έδωσε να κρατά και μια καραμπίνα που διέθετε για το λόγο αυτό. Έφτασε έτσι στο Μοναστηράκι, και πήγε στα εκδοτήρια του ηλεκτρικού, όπου αφού συστήθηκε με το όνομα και το επώνυμό του στον υπάλληλο, έβγαλε ένα εισιτήριο για τον Πειραιά. Εκεί αφού έφαγε σ’ ένα ταβερνάκι, προχώρησε και πήγε στο τηλεγραφείο, όπου αφού συστήθηκε και πάλι με το όνομα και το επώνυμό του στον υπάλληλο, ζήτησε να στείλει ένα τηλεγράφημα που θα έφτανε στον προορισμό του σε λιγότερο από μισή ώρα. Πήρε το έντυπο που του έδωσε ο υπάλληλος και έγραψε : «Υπερεπείγον – Αμέσου επιδόσεως, Κύριον Ιωάννην Καραπάνον, Γενικό Προσωπάρχην υπουργείου Βιομηχανίας Αθήνας : ΠΡΟΤΙΜΑΤΕ ΕΜΠΛΑΣΤΡΑ «ΤΙΚ» Σωτήριος Αλεξανδρίδης». («Η Επανάστασις της 11 Απριλίου» Διήγημα στη συλλογή του Αντώνη Σαμαράκη : Αρνούμαι, εκδ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ, Αθήνα 1977)

Είναι η Ώρα να μετρήσουμε τι μας έχει απομείνει απ’ όσα σαν Άνθρωποι δικαιούμαστε να έχουμε, να κατέχουμε, να εξουσιάζουμε, ήρθε η ώρα της Καταγραφής και της Αξίωσης να μας δοθούν πίσω τα Κλεμμένα, και πρώτα απ’ όλα οι Κλεμμένες μας Ζωές.

Ήρθε η Ώρα ν’ ασχοληθούμε με τους Κλέφτες των Ζωών μας, που είναι περισσότερο εγκληματίες και από τον μεγαλύτερο κλέφτη δημοσίου χρήματος.

Σε τούτους η Φωνή του Πεπρωμένου μιλά, και τους καλεί σε νέες ΦΑΝΕΡΕΣ πια συνάξεις να λάβουν τις Μεγάλες Αποφάσεις, διότι και σήμερα, έχουν εξουσία και δύναμη τα κακά μαντάτα.

Σε τούτους η Φωνή του Πεπρωμένου μιλά, και τους καλεί να υπερασπιστούν το μόνο που τους έχει απομείνει : αυτή τη «μια παλάμη τόπο» κάτω απ’ το πουκάμισο και το «σταυρουδάκι του ήλιου».

Σε τούτους η Φωνή του Πεπρωμένου μιλά, και τους καλεί να υπερασπιστούν την Άνοιξη. Δεν είναι εποχή του χρόνου η Άνοιξη, είναι η Γη της Επαγγελίας που καλούνται να εγκαθιδρύσουν. Δεν είναι τούτη η Γη της Άνοιξης ετοιμοπαράδοτη απ’ τη Φύση, ούτε κι από την Ιστορία, εδώ, πρέπει ο Άνθρωπος να πάρει τα σύνεργα τα οικοδομικά του και να χτίσει μια εντελώς νέα Γη, πρέπει να πάρει το μολύβι στα χέρια του και να αρχίσει να γράφει ο ίδιος την Ιστορία : όχι μερικοί, όπως γίνονταν ίσαμε σήμερα, μα όλοι, κι όχι τούτοι οι «όλοι» ν’ αποτελούν στις σελίδες της Ιστορίας τις θλιβερές υποσημειώσεις και τις υπενθυμίσεις ότι πιότερο και από άνθρωποι, ως «εργαλεία» στα χέρια των λίγων είχαν παρουσία σε τούτη τη Ζωή του Ανθρώπου.

Ακούς το Τραγούδι των Μεταξουργών της Lyon – εκεί γύρω στα 1831;

«Για να κυβερνάς, πρέπει να φοράς / πανωφόρια και κορδέλες γύρω στο λαιμό. / Εμείς τα υφαίνουμε για σας, αρχόντοι, / κι εμάς τούς φουκαράδες τους μεταξουργούς μας θάβουν δίχως ούτε ένα σεντόνι. / Είμαστε οι μεταξουργοί / και γυρίζουμε γυμνοί (δις). / Μα σαν έρθει η δική μας βασιλεία, / η δική σας βασιλεία θα ‘χει τελειώσει. / Τότε κι εμείς θα υφάνουμε το σάβανο του κόσμου του παλιού / -την ακούς την επανάσταση που βρυχάται από μακριά; / Κι εμείς οι μεταξουργοί / πια δεν θα ‘μαστε γυμνοί.» (Hobsbawm, J. Eric: Η Εποχή των Επαναστάσεων 1789-1848, εκδ. ΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ, Αθήνα, σελ. 284)
Υφαίνουν το Σάβανο Ανθρώπου, μα ο Άνθρωπος έχει ήδη υφάνει το δικό τους : απλά, η έπαρσή τους, θα γίνει κι η δίκαιη καταστροφή τους.

Εμπρός!

Η ζωή μας είναι πολύτιμη για να την εμπιστευόμαστε σε κοινούς αλήτες, σε ανίκανους, σε διαπλεκόμενα λαμόγια, σε μετριότητες, σε κλέφτες.

Εμπρός!

Να κάνουμε ένα κατάλογο για το ποιοι δεν μπορούν να μας μιλάνε, έως ότου νομιμοποιηθούν.

Όχι κρατικό κατάλογο, όχι νομική νομιμοποίηση.

Εννοώ ένα κατάλογο ψυχής!

Πείτε τους κατάμουτρα, αυτό που ο Λωζ-Ντυπερέ, μέλος τους Συμβατικής στη Γαλλική επανάσταση, είπε σ’ ένα δημοσιογράφο που τον αποκάλεσε (τον Ντυπερέ) «αχρείο» : «Ξέρω πως αχρείος λέγεται ένας άνθρωπος που δε σκέφτεται σαν εσάς(Βίκτωρ Ουγκώ : 1793, εκδ. Γκοβόστης, σελ. 132)

Εμπρός!

Να βυθίσουμε τους φελλούς που επιπλέουν και να εξορίσουμε απ’ τη σκέψη μας τους τιποτόφρονες.

Να φέρουμε στον αφρό το πνεύμα του Ανθρώπου και να καταβυθίσουμε τους φελλούς που έχουν πλημμυρίσει όλη την επιφάνεια της θάλασσας.

Να δεηθούμε υπέρ της γρήγορης πνευματικής αποδημίας των τιποτοφρόνων που περιφέρονται άθλια πάνω σ’ αυτή τη Γη, και να γιορτάσουμε τις ζωντανές ιδέες εκείνων που πια δεν είναι μαζί μας.

Πώς θα γίνει τούτο το θαύμα;

Με το να πιστέψουμε πως βαφτίστηκε «θαύμα» για να αποτρέπει τη προσπάθεια, πως δεν είναι «θαύμα», είναι κάτι που βρίσκεται στις δυνατότητες του Ανθρώπου, όχι με δύναμη, μα με Θέληση.

Εμπρός! Ας κάνουμε τώρα την Αρχή!

Μαύρο στους πολιτικούς Μαυρογιαλούρους και τα τσιράκια τους!

Μαύρο σ’ εκείνους τους άθλιους δημοσιογράφους που χωρίς τσίπα προπαγανδίζουν τα συμφέροντα των λίγων. (Το δέρμα του ελέφαντα μοιάζει με της μύγας όταν συγκρίνεται με δαύτους!).

Εμπρός!

Τις ξύλινες γλώσσες να τι κόψουμε και να τις κάνουμε προσάναμα στο τζάκι για να ζεσταινόμαστε, ή στη θράκα για να ψήσουμε τις μπριζόλες μας. (Τούτη η μεταχείριση, θα έκανε τις γλώσσες αυτές, επί τέλους, να φανούν χρήσιμες σε κάτι!)

Εμπρός, γιατί τίποτα δεν χαρίζεται!

Εμπρός! Να κάνουμε την αξιοπρέπεια ένα «κοινό αγαθό» και όχι ένα προνόμιο των λίγων.

Οι ιερείς της μιζέριας είναι βάρος της Γης.

«Άχθος αρούρη» ο καθείς τους.

Η ζωή τους είναι μια ζωή χωρίς νόημα για τη Χώρα του Ανθρώπου.

Οι ιερείς της μιζέριας, ζουν πάρα πολύ, από τη πρώτη μέρα που θα ασπαστούν τούτη τη μιζέρια. Η ζωή τους, από τη στιγμή της χειροτονίας τους ως ιερείς στην Εκκλησία της Μιζέριας, μετρά η κάθε μέρα, όσο μετρά ένας χρόνος στη ζωή του Ανθρώπου σε όρους απόλαυσης Ευτυχίας, διότι όλη αυτή η Ευτυχία είναι αυτή που έχει κλαπεί από τους πολλούς, είναι τα τεράστια κομμάτια της πίτας που μοιράζονται οι λίγοι, αφήνοντας λίγα κομμάτια ν’ αποτελούν το τρόπαιο όσων εκατομμυρίων και δισεκατομμυρίων υπάρξεων που αποτελούν κατάλοιπα της Ανθρώπινης Υπόστασης, συνωθούνται εκεί κάτω στη Βάση, αναζητώντας ο καθείς τα δικά του ψίχουλα και ένα τόπο για λίγο ήλιο και καθαρό αέρα, κάτι καθόλου εύκολο –χειρότερα κι από ζώα.

Κι ως πού μπορεί να φτάσει αυτό το «Εμπρός!»;

Ως ότου, ο Άνθρωπος πάψει να αγωνιά για την Επιβίωση, ως ότου η «επιβίωση» δεν θα είναι το πρόβλημα, μα ένα δεδομένο που δεν θα μας απασχολεί, διότι στο επίπεδο της Προόδου που θα έχουμε φτάσει, θάναι πια η «ποιοτική επένδυση» της Ζωής του Ανθρώπου, και όχι το αν θάχει ένα πιάτο φαί στο τραπέζι του, όχι το αν θα επιζήσει μιας αρρώστιας του ανάλογα με την οικονομική του κατάσταση, όχι αν θα έχουν ή όχι τη δυνατότητα τα παιδιά του οικονομικά ανήμπορου να σπουδάσουν, μα ο αγώνας θα γίνεται για τη ποιοτική διάσταση της καθημερινότητας : όχι όποια εκπαίδευση μα ποιοτικά ανώτερη εκπαίδευση, όχι όποια νοσοκομειακή περίθαλψη μα ποιοτικά αξιοπρεπή περίθαλψη, όχι να ρίχνω κάθε τέσσερα χρόνια τη ψήφο μου –που μάλιστα ακυρώνεται ακριβώς την επομένη όταν από το καπέλο του αρλεκίνου πολιτικού βγαίνει ένα κυβερνητικό πρόγραμμα εντελώς διαφορετικό από εκείνο με το οποίο ως κοινός λωποδύτης μου έκλεψε τη ψήφο μου- κι αυτό να το ονομάζω «δημοκρατία», μα να καλούμαι σε σημαντικά εθνικά ή τοπικά ζητήματα, με τη ψήφο μου σε ad hoc ερωτήματα, να δίνω την εντολή μου.

Σ’ αυτή την Ανθρώπινη Κοινωνία που επαγγέλλομαι, το οικονομικό κόστος δεν είναι μαγική διάσταση, αντίθετα, είναι πραγματική, παρούσα και καθημερινή. Αυτό όμως που σε μια τέτοια Ανθρώπινη Κοινωνία δε θα συζητιέται, θα είναι  το κόστος της αξιοπρεπούς επιβίωσης ΟΛΩΝ των πολιτών.

Η επιβίωση ενός ανθρώπου δεν είναι διαπραγματεύσιμο οικονομικό μέγεθος. Ως εκ τούτου θα να μετέχει στον οικονομικό λογισμό και στην οικονομική πολιτική, ως μια αδιαπραγμάτευτη, ανελαστική δαπάνη, ΜΕ Ο,ΤΙ ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ από πλευράς ΔΙΑΝΟΜΗΣ του εθνικού πλούτου και του εθνικού εισοδήματος, κι από εκεί και πέρα, θα προχωρά ο σχεδιασμός. 

Ο Καθημερινός Γολγοθάς του Καθημερινού Ανθρώπου, δηλαδή ο Φόβος και η Αγωνία τού αν θα επιβιώσεις, να αυτό που πρέπει να καταργηθεί. Να καταργηθεί αυτός ο Φόβος, αυτή η Αγωνία, και να αντικατασταθεί από μια γνήσια διάθεση Δημιουργίας και Καθολικού Θετικού Επιχειρείν (πνευματικού, κοινωνικού, πολιτικού, οικονομικού, επιχερηματικού), ιδού το μεγαλύτερο δράμα, η μεγαλύτερη τραγωδία, και ταυτόχρονα η πιο βουβή που καλείται να μεταβληθεί όχι σε Ελπίδα, μα σε Ζώσα Πραγματικότητα, που θα κάνει την Ευημερία όχι την αναιμική φαντασίωση των πολλών και τη πραγματικότητα των λίγων, μα την πραγματικότητα ΌΛΩΝ. Εδώ το οικονομικό κέρδος δεν θα είναι ένοχο : απλά, θα είναι νόμιμο και θα συμμετέχει στα κοινά βάρη δίκαια, όπως τούτο το «δίκαιο» η κοινωνία, ο λαός, ελεύθερα θ’ αποφασίζει. Εδώ η ποινή για το παράνομο οικονομικό κέρδος, απλά, θα είναι δρακόντεια.

Στη Κοινωνία του Ανθρώπου, δεν υπάρχει κανενός είδους προνόμιο, ατομικό ή άλλο. Οι Νόμοι αγνοούν τη λέξη «προνόμιο» την έχουν καταγεγραμμένη στο κεφάλαιο «Κακουργήματα». Δεν υπάρχουν «εκλεκτές» κοινωνικές ή οικονομικές τάξεις, δεν υπάρχουν «εκλεκτές φυλές» στη βάση των βιολογικών, κοινωνικών ή οικονομικών  τους ιδιαιτεροτήτων, δεν υπάρχουν «εκλεκτοί λαοί», κάτω από οποιαδήποτε θεώρηση, και φυσικά, δεν υπάρχουν «εκλεκτά άτομα» με βάση όλα τα παραπάνω. Μια έννοια «εκλεκτού αναγνωρίζεται» : Η Ανθρωπιστική Πνευματική Δημιουργία, τα Ανθρώπινα Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, η Δημοκρατία που βασίζεται στην ουσιαστική Ατομική Συμμετοχή στη λήψη των σημαντικών θεμάτων που απασχολούν τη τοπική κοινότητα, το Κράτος, τη Κοινωνία, το Λαό. Δεν υπάρχουν «ανώτερες» και «κατώτερες» θεωρήσεις αυτών των αγώνων του Ανθρώπου. Δεν υπάρχουν Άνθρωποι «κοινοί», «ασήμαντοι», «πιόνια στα χέρια της Ιστορίας». Υπάρχουν απλά Άνθρωποι που δεν αποφάσισαν να «ανταποδώσουν» την Αθλιότητα και τη Βαρβαρότητα που δέχονται στον ίδιο βαθμό, ή και που τις υπομένουν για κάποιους λόγους. Η Ανθρώπινη Ιστορία είναι κατασκευασμένη από γεγονότα στη δημιουργία των οποίων, άνθρωποι «απλοί» και «Ηγεσίες, πράγματι ΑΠΟ ΚΟΙΝΟΥ τα δημιούργησαν, γεγονότα θετικά ή αρνητικά.

Το Μεγαλείο είναι υπόθεση Δημιουργικής Προσπάθειας, μεγαλύτερης απ’ όση χρειάζεται για ν’ αποκτήσει «ζωτικό χώρο» η Αθλιότητα. Όπως το θέτει το ζήτημα ο Popper η «εκλεκτική» προσέγγιση σύμφωνα με τα παραπάνω, έχει μια αξία που «…μπορεί να φανεί από το γεγονός ότι τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι κοινά… στην ιστορική φιλοσοφία του ρατσισμού [racialism] ή φασισμού, από την μια (τη δεξιά) μεριά, και στη μαρξιστική ιστορική φιλοσοφία, από την άλλη (την αριστερή) μεριά. Ο ρατσισμός υποκαθιστά στη θέση του εκλεκτού λαού την εκλεκτή φυλή… επιλεγμένη για να λειτουργήσει ως το όργανο του πεπρωμένου, με έσχατο προορισμό της να κληρονομήσει τη γη. Η ιστορική φιλοσοφία του Marx υποκαθιστά στη θέση του εκλεκτού λαού την εκλεκτή τάξη, το όργανο για τη δημιουργία της αταξικής κοινωνίας, και, συγχρόνως, την τάξη που είναι προορισμένη να κληρονομήσει τη γη. Και οι δύο θεωρίες βασίζουν τις προβλέψεις τους σε μια ερμηνεία της ιστορίας που οδηγεί στην ανακάλυψη ενός νόμου ανάπτυξής της. Στην περίπτωση του ρατσισμού, αυτός εκλαμβάνεται ως ένα είδος φυσικού νόμου. η βιολογική υπεροχή του αίματος της εκλεκτής φυλής εξηγεί την πορεία της ιστορίας, περασμένης, τωρινής και μελλοντικής. αυτή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο αγώνας των φυλών για κυριαρχία. Στην περίπτωση της φιλοσοφίας του Marx, ο νόμος είναι οικονομικός. όλη η ιστορία πρέπει να ερμηνευθεί ως ένας αγώνας τάξεων για οικονομική υπεροχή.» (Karl Popper : Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, 1982,  Τόμος Ι, Αθήνα 1981, σελ. 46-47) Σημειώνει παραπέρα για τη θεωρία του εκλεκτού λαού ο Popper : «Ένα από τα γνωρίσματα που συνιστούν κοινό χαρακτηριστικό των δογμάτων για τον εκλεκτό λαό, την εκλεκτή φυλή και την εκλεκτή τάξη είναι ότι γεννήθηκαν και λειτούργησαν δυναμικά ως αντιδράσεις σε κάποια καταπίεση. Το δόγμα του εκλεκτού λαού απέκτησε ιδιαίτερη σημαία την εποχή της θεμελίωσης της ιουδαϊκής εκκλησίας, δηλαδή στη διάρκεια της βαβυλωνιακής αιχμαλωσίας. η θεωρία του κόμη Gobineau για την κυρίαρχη Άρεια φυλή ήταν μια αντίδραση του αριστοκράτη εμιγκρέ στον ισχυρισμό ότι η Γαλλική Επανάσταση είχε εκδιώξει αποτελεσματικά τους τεύτονες κυρίους. Η προφητεία του Marx για τη νίκη του προλεταριάτου αποτελεί την απάντησή του σε μια από τις πιο ζοφερές περιόδους καταπίεσης και εκμετάλλευσης στη νεώτερη ιστορία… Μια από τις συντομότερες και καλύτερες συνόψεις του ιστορικισμού πιστεύω συναντά κανείς στη ριζοσπαστική ιστορικιστική μπροσούρα… που φέρει τον τίτλο Christians in the Class Struggle του Gilbert Cope… Διαβάζουμε εκεί… : «Κοινός σε όλες αυτές τις απόψεις είναι ένας ορισμένος χαρακτήρας «αναπόφευκτου και μαζί ελευθερίας».» Karl Popper : ό.π., σελ. 327) Αλλά, οφείλω να σημειώσω, δεν γνωρίζω να υπάρχει λαός, έθνος ή κοινωνία από τις απαρχές της γνωστής Ανθρώπινης Ιστορίας έως σήμερα, που να μην αντιμετώπισε κάποιου είδους, μεγαλύτερη ή μικρότερη απειλή για την ύπαρξή του, αλλά, η ΚΑΘΟΛΙΚΗ αίσθηση του «ανήκειν» σε μια ανώτερη φυλή, τάξη ή λαό, δεν έλαβε το χαρακτήρα της τυφλής πίστης στην υπεροχή του αυτή, και κυρίως, δεν επεδίωξε να την επιβάλλει βίαια σε άλλες φυλές, τάξεις, λαούς ή κοινωνίες. Ίσως να αισθάνονταν ικανοποιημένοι ότι η πολιτιστική τους κληρονομιά, ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΕΙΡΗΝΙΚΑ παρά βίαια, «κατέκτησε» (έστω και αν δεν τους αφομοίωσε πολιτιστικά) και άλλους λαούς.

Τον «κατακτητικό» και «βίαιο» «εκλεκτισμό», είναι αυτό που ζούμε σήμερα, έπειτα από μια μεγάλη περίοδο ύφεσης του φαινομένου. Μιλώ για την Παγκοσμιοποίηση και τον Πολυπολιτισμό, που αποτελούν όχι απλά αναβιώσεις του Ιστορικού Εκλεκτισμού, μα τείνουν και να αποτελέσουν επανεκδόσεις με πολύ πιο οξυμένα χαρακτηριστικά, και με πολύ μεγαλύτερη χρήση Δύναμης και Βίας.

Εμπρός λοιπόν!

Ενάντια στη Νέα Θρησκεία, στη Νέα Αθλιότητα του ύπουλου «ανθρωπισμού» της Παγκοσμιοποίησης και του Πολυπολιτισμού. Τίποτα απ’ αυτά ΔΕΝ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ να ήταν εξαίσια οράματα, κάτω από προϋποθέσεις, ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΕΙΩΔΗΣ ΑΠΑΤΗ, ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ.

Από σένα, η Νέα Θρησκεία τους Παγκοσμιοποίησης, απαιτεί την Απόλυτη Θυσία!

Ποιος είσαι ΕΣΥ;

Το Σύνηθες Ιστορικό Υποζύγιο. Αυτός και αυτή, που ΜΟΝΙΜΑ επωμίζεστε όχι μόνο τα οικονομικά βάρη της κοινωνίας, μα και που ΜΟΝΙΜΑ πληρώνεται τους απίστευτα θηριώδεις ως προς το μέγεθός του μα και ως προς την αθλιότητά τους, λογαριασμούς της ΔΙΑΧΤΟΝΙΚΗΣ ΜΕΓΑΛΟΔΙΑΠΛΟΚΗΣ, ΜΕΓΑΛΟΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ, ΛΗΣΤΕΙΑ ΚΑΙ ΚΛΟΠΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ!

Δηλαδή, της περιουσίας ΣΟΥ, που παράγεται από τη κοινωνία, απλά για να λεηλατηθεί, όχι βέβαια με τον φόβο της Εξουσίας, μα όντας, ένα στο παιχνίδι αυτό με την Εξουσία.

Να η τύχη σου : Σήμερα, να κατέχεις, λιγότερα απ’ όσα λιγότερα ήδη κατείχες, ήδη είχες πετύχει.

Μικρότερους μισθούς, περισσότερη δουλειά, περισσότερα χρόνια δουλειάς, ακριβότερη και χειρότερη υγεία, ακριβότερη και χειρότερη παιδεία, λιγότερο πολιτισμό (περισσότερα πολιτισμικά σκουπίδια).

Μια ζωή να σπέρνεις, μα ποτέ να μη θερίζεις, και το χειρότερο, ό,τι σπέρνεις να το θερίζουν άλλοι!

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΗΣ ΣΟΥ ΘΥΣΙΑΣ : μια θυσία διαρκής.

Οι ανταποδόσεις σποραδικές, λιγότερες κι από μια ελεημοσύνη.

Κρατάνε για τον εαυτό τους ΤΑ ΠΑΝΤΑ, και αξιώνουν να αποδέχεσαι ΤΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ.

Ποια ανάγκη τα επιβάλλει αυτά;

Η απάντηση είναι ΚΑΜΙΑ, ΕΞΟΝ Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΑΚΟΜΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΚΕΡΔΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΙΓΟΥΣ.

Μην το ψειρίζετε πολύ το πράγμα, και κυρίως, κλείστε τα αυτιά στους δήθεν σπουδαγμένους και δήθεν έγκυρους αναλυτές που σας προσκαλούν σ’ αυτή τη Νέα Εκκλησία, τους ευαγγελιστές του Μοιραίου Μονόδρομου της Αθλιότητας.

Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΑ!

Αλλά ποια ζωή;

Όχι βέβαια η ζωή που ονειρεύονται οι ιερείς της Γης της Μιζέριας.

Της Μιζέριας για τους πολλούς, αλλά της ονειρεμένης ΖΩΗΣ για τους πολύ λίγους!

Να ο Δρόμος που μας κρύβουν, η Αλήθεια που δεν θέλουν να μας κυριεύσει.

Να ο Δρόμος που σου δείχνει το Χρέος σου σαν Άνθρωπος!

Η Ψυχή Ορθή! Δεν υπάρχει τίποτα που να αναιρεί τούτο σου το Χρέος.

Αυτή η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΖΩΗ, είναι για ΟΛΟΥΣ εφικτή, αλλά με μια προϋπόθεση : με την προϋπόθεση, ότι θα στείλετε στο σπίτι τους και στο σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας, όλους αυτούς τους αλητήριους που σας υπόσχονται «καλύτερες μέρες», ΠΑΝΤΑ ΟΜΩΣ ΩΣ ΣΥΝΗΘΗ ΥΠΟΖΥΓΙΑ.

«Από τότε που υπάρχουν άνθρωποι, ο άνθρωπος χάρηκε πολύ λίγο…» Να το Χρέος σου, το Χρέος μας, του Χρέος του Ανθρώπου! (Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη, σελ. 134)

Ο Άνθρωπος καιρός ν’ αρχίσει να χαίρεται πολύ!

Αν αυτός ο στόχος δεν σας πεισμώσει, δεν μας πεισμώσει, δεν μας κάνει να πούμε : «Όχι άλλη ανέχεια και ανελευθερία», δεν είμαστε ακόμα «πλήρως» μέλη αυτού που καλείται Ανθρωπότητα. Διότι η Ανθρωπότητα έφτασε εδώ, χάρη σ’ αυτό της το πείσμα, που αν το εγκαταλείψει, πολύ εύκολα θα βρεθεί πολλά σκαλιά κάτω από εκεί που με τόσο Αγώνα και Ιδρώτα και Αίμα έφτασε.

Εσύ, Χρέος σου είναι ν’ αποτινάξεις το σαμάρι του Υποζυγίου, διότι τα «Υποζύγια» δεν έχουν θέση στη Κοινωνία του Ανθρώπου, έχουν θέση μονάχα στη Γη της Μιζέριας που σου υπόσχονται.

Δεν υπάρχει «Μονόδρομος της Μιζέριας».

Αυτή η λέξη, μονάχα κι ως λέξη κι όχι ως σκέψη, δείχνει Αρρώστια, την Αρρώστια του Υπανθρωπισμού.

Όμως, ακόμα κι όταν είμαστε στη νύχτα, δεν υπάρχει δικαιολογία. Ακόμα και μέσα σ’ αυτή, μπορούμε να βρούμε την Ελπίδα : «Ό,τι δημιουργεί τη νύχτα μέσα μας, μπορεί να μας χαρίσει τ’ αστέρια.» (Βίκτωρ Ουγκώ : 1793, εκδ. Γκοβόστης, σελ. 93) Προσέξτε : όχι «να μας χαρίσουν…». Μόνοι μας θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε και να καταχτήσουμε τ’ αστέρια… 

Αυτό το Ανθρώπινο ΣΗΜΕΡΑ, περισσότερο κι απ’ το Αύριο, θα το διεκδικήσεις, διότι σου ανήκει, διότι πάντα ήταν δικό σου, διότι σου το έχουν κλέψει. ΔΕΝ ΘΑ ΖΗΤΗΣΕΙΣ ΤΗ ΣΥΜΠΟΝΟΙΑ ΟΥΤΕ ΤΗΝ ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΚΑΝΕΝΟΣ Σ’ ΑΥΤΗ ΣΟΥ ΤΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ!

Δεν «αιτείσαι ευσεβάστως» από κάποια Εξουσία να «ευαρεστηθεί» να σε «αποταξινομήσει» από τη κλάση του «υπανθρώπου», του «Μόνιμου Υποζυγίου», μα το ΑΠΑΙΤΕΙΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΑ.

Λες : Ίσαμε Εδώ! Ή θα μου δώσετε με το καλό τη θέση που δικαιούμαι στη Ζωή, ή θα τη καταλάβω με το βάση το προαιώνιο Ανθρώπινο Δικαίωμά μου να κατέχω μια Ανθρώπινη Ζωή, που με ΒΙΑ μου την έχετε στερήσει!

Προσέξτε ιδιαίτερα τους συμπονούντες! Ακούστε τον Ζαρατούστρα τι λέει γι’ αυτούς και για τη συμπόνια : «…βλέποντας τον υποφέροντα να υποφέρει, ντράπηκα εξαιτίας της ντροπής του. κι όταν τον βοήθησα, χτύπησα σκληρά, πέφτοντας πάνω στην υπερηφάνεια του. Μεγάλες ευεργεσίες δε μας κάνουν ευγνώμονες, μα εκδικητικούς. κι αν δεν ξεχαστεί η μικροευεργεσία, τότε γίνεται σαράκι. «Μην παίρνετε παρά μ’ επιφύλαξη! Σημαδεύετε τι παίρνετε!» -έτσι συμβουλεύω αυτούς που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα… Αλλοίμονο σ’ όσους αγαπούν, όταν δεν έχουν ακόμα ένα ύψος, που να βρίσκεται ψηλότερα από τη συμπόνια τους! Έτσι μίλησε, κάποτε, ο δαίμονας σε μένα : «ακόμη κι ο Θεός έχει την Κόλασή του : κι αυτή ‘ναι η αγάπη του για τους ανθρώπους»…» (Φρ. Νίτσε : ό.π., σελ. 134-136)

Κι ακούστε ακόμα τούτο δω που λέει : «…αδελφοί μου…, διώξτε μακρυά μου τους σκύλους, τους σάπιους ποδογλείφτες, κι όλο το εξημμένο σκυλολόϊ : -όλο το εξημμένο σκυλολόϊ των «μορφωμένων», που τρέφεται από τον ιδρώτα κάθε ήρωα!», (Φρ. Νίτσε : ό.π., σελ. 285) γιατί ο μεγαλύτερος κίνδυνος, προέρχεται πάντα από την ξεπουλημένη γνώση, από την αργυρώνητη γραφίδα.