ΔΕΠΑ: Πόσα θα πάρουμε ή πόσα θα μας πάρουν;

Του Χάρη Φλουδόπουλου

Η πώληση μιας εταιρείας που ανήκει στο κράτος δεν είναι απλά ένα δόγμα που επιβάλουν κάποιες «σκοτεινές δυνάμεις» που εποφθαλμιούν τον... «εθνικό πλούτο». Είναι μια διαδικασία που υπαγορεύεται από την κοινή λογική: οι αποκρατικοποιήσεις και η μείωση της παρουσίας του κράτους, φέρνουν εξορθολογισμό στα κόστη, ανταγωνισμό, καλύτερες τιμές και ποιοτικότερες υπηρεσίες για τον.........

πολίτη. Αυτή είναι η γενική αρχή.

Στην πράξη κάποιες αποκρατικοποιήσεις είναι λίγο πιο σύνθετες. Όπως αυτή της ΔΕΠΑ. Όπου το κράτος πουλάει μια εταιρεία εμπορίας. Έναν προμηθευτή. Που διαθέτει αέριο σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Αυτός ο προμηθευτής, ούτε παράγει αέριο, ούτε θα του ανήκουν στο μέλλον –όπως λανθασμένα πιστεύουν κάποιοι– τα κοιτάσματα αερίου που πιθανόν θα ανακαλυφθούν στην Ελλάδα.

Τι πουλάμε λοιπόν στην περίπτωση της ΔΕΠΑ; Πουλάμε μια αγορά, με δεδομένο ότι περίπου το 70% των πωλήσεων αερίου στην Ελλάδα γίνεται μέσω της ΔΕΠΑ ενώ και τα συμβόλαια της εταιρείας είναι πολύ ισχυρά και άρα στο ορατό μέλλον πολύ δύσκολα θα μπορέσει κάποια άλλη εταιρεία να πουλήσει αέριο σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για τις βιομηχανίες ή τους ηλεκτροπαραγωγούς, που στο ορατό μέλλον θα έχουν μικρή ή μεγάλη εξάρτηση από το αέριο της ΔΕΠΑ, με ό,τι αυτό σημαίνει για τη συνολική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Και φτάνουμε λοιπόν στο τέλος της διαδρομής της αποκρατικοποίησης, όπου η κυβέρνηση φέρεται να διαπραγματεύεται με πιθανούς αγοραστές τους όρους της πώλησης. Ακούμε και μαθαίνουμε διάφορα: για την εγγυητική επιστολή, τα χρέη των ηλεκτροπαραγωγών, το υψηλό τίμημα που θέλουν να καταβάλουν οι Ρώσοι για τη ΔΕΠΑ και οι αζέροι για το ΔΕΣΦΑ (την εταιρεία που διαχειρίζεται το δίκτυο του αερίου).

Μέχρι σήμερα όμως δεν έχουμε ακούσει τίποτα για το τίμημα που θα πληρώνουμε εμείς οι καταναλωτές την επόμενη μέρα της πώλησης της ΔΕΠΑ. Οι βιομηχανίες, που έχουν ειδικά τμήματα που ασχολούνται με το κόστος ενέργειας διαμαρτύρονται ότι έχουμε 50% ακριβότερο αέριο από το μέσο όρο της Ε.Ε. Η τιμή αυτή οφείλεται αφενός στο ακριβό κόστος που πωλείται το αέριο στην Ελλάδα στα σύνορα από τη ρωσική Gazprom και αφετέρου στην υψηλή φορολογία.

Το ερώτημα λοιπόν είναι το εξής: υπάρχει αυτή τη στιγμή κάποιος στην κυβέρνηση ή το ΤΑΙΠΕΔ που να διαπραγματεύεται όχι το πόσα θα δώσουν οι Ρώσοι ή οι Αζέροι για να πάρουν τη ΔΕΠΑ και το ΔΕΣΦΑ, αλλά πόσα θα δίνουμε εμείς ως καταναλωτές την επόμενη ημέρα της πώλησης των δύο εταιρειών;

Γίνονται άραγε αυτές οι συζητήσεις και από ποιόν; Το ΤΑΙΠΕΔ φυσιολογικά ενδιαφέρεται να εισπράξει το μεγαλύτερο δυνατό τίμημα και άρα λογικό είναι να θέλει να δώσει το ελεύθερο στο νέο αγοραστή να πουλάει όσο θέλει, αφού ένα τέτοιο «bonus» αυξάνει την αξία της πώλησης.

Όμως εμείς αυτό θέλουμε;

Προχθές, η πληροφορία που διέρρευσε από την κυβέρνηση είναι ότι τέθηκε για πρώτη φορά το θέμα της τιμής του αερίου και ότι συζητήθηκε στη συνάντηση του κ. Σαμαρά με τον κ. Μίλερ της Gazporm. Η ρωσική εταιρεία φέρεται να έδωσε προφορική υπόσχεση ότι θα μειώσει την τιμή, αλλά όχι τώρα.

Για να πετύχουμε το μέγιστο σε αυτή τη διαδικασία ωστόσο –γιατί μη γελιέστε καλύτερες τιμές δε θα μας δώσει η Gazprom για το... ομόδοξο –χρειάζεται να διαπραγματευτούμε. Να εγκαταλείψουμε τη θέση άμυνας και να αναδείξουμε τα όποια ατού έχουμε σε αυτή την πώληση. Και να μην υπάρχει αμφιβολία. Οι Ρώσοι αγοράζοντας τη ΔΕΠΑ αποκτούν μια εταιρεία κράτους - μέλους της ΕΕ, μπαίνουν στην καρδιά της Ευρώπης, κερδίζουν πολλά. Και αυτό θα πρέπει να αποτυπώνεται στα συνολικά οφέλη της αποκρατικοποίησης και όχι μόνο στο τίμημα που θα πάει στο χρέος. Κατά την εύστοχη διαφήμιση, «να  πέσουν για να πέσουμε».



Πηγή:www.capital.gr