Οι «Άγγελοι του Θανάτου» και το ανόητο ερώτημα : «Μα είναι τόσο ανόητοι;»…

Γράφει ο Βασίλης Δ. Χασιώτης

Σχολιανά 192

«...Η εμφάνιση μιας πολυάριθμης τάξης… επιπολαίων διανοουμένων είναι ένα από τα πιο ασυμπαθή φαινόμενα του μοντέρνου καπιταλισμού. Η επίμονη πολυπραγμοσύνη τους είναι δυσάρεστη για τους προικισμένους με κρίση ανθρώπους. Είναι ένας κακός μπελάς.»

Ludwig von Mises

Εις John K. Galbraith : Η Κοινωνία της Αφθονίας, εκδ. Παπαζήσης, Αθήναι, 1970, σελ. 191

«Μα είναι τόσο ανόητοι»;

Ο συνομιλητής μου ήταν έξω φρενών.

Του ήρθε ο λογαριασμός της ΔΕΗ, μαζί με το.......
λογαριασμό του νερού, και μαζί με τη ΔΕΗ, και η δόση βεβαίως για το χαράτσι.

Την ίδια στιγμή, πριν δύο μέρες πήρε τη σύνταξή του, που ήδη ήταν πετσοκομμένη κατά 50% (αθροιστικά από την αρχή της «μνημονιακής ευτυχίας ή ευκαιρίας» για κάποιους) και την είδε και πάλι ένα κατοστάρικο κάτω.

Και φυσικά την ίδια στιγμή, το κόστος καλά κρατεί, ώστε να «βοηθά» «αποτελεσματικά», παράλληλα με τις κλοπές των μισθών και των συντάξεων, στο μνημονιακό στόχο της φτωχοποίησης της πλειοψηφίας του λαού.

Σε ό,τι με αφορά, αφού μου έκανε τη τιμή να ρωτήσει τη γνώμη μου πάνω στο ερώτημα που έθεσε, του επισήμανα ό,τι και ο ίδιος δια πίστωνε : ότι η οικονομική πολιτική που επιβάλλει η Τρόϊκα εξωτερικού, δια χειρός ελληνικής κυβέρνησης, δεν είναι καθόλου ανόητη, ούτε «λάθος». Είναι πολύ καλά σχεδιασμένη, όχι μονάχα στην οικονομική της λογική, που είναι να λεηλατηθεί ο τόπος και ο λαός του σε όφελος των τοκογλυφικών και πειρατικών επιδιώξεων του ξένου Κατακτητή, μα, όπερ και το σπουδαιότερο, πολύ καλά σχεδιασμένη στο ψυχολογικό της σκέλος, ώστε αυτό που ο Κατακτητής ήξερε πολύ καλά να κάνει στο στρατιωτικό πεδίο μαχών, ο «κεραυνοβόλος πόλεμος», να το μεταφέρει και στον οικονομικό πόλεμο, υπό την ονομασία «σοκ και δέος».

Η οικονομική πολιτική της ξένης Κατοχικής Δύναμης που επιβάλλεται τα τελευταία τρία χρόνια δια χειρός ελληνικών κυβερνήσεων, είναι «ανόητη» μονάχα σε σχέση μ’ εκείνους που νομίζουν ότι έχουν να κάνουν με μια οικονομική πολιτική καθαρά «τεχνοκρατική», μια οικονομική πολιτική όπου μιλά ο «οικονομικός ορθολογισμός» και όχι η (σκέτη) πολιτική. Διότι μόνο αυτό δεν συμβαίνει, διότι μόνο η πολιτική μιλά στο Μνημόνιο και κανείς οικονομικός ορθολογισμός. Ό,τι εμπεριέχει το Μνημόνιο σε οικονομικές αξιώσεις, στην ουσία, εξυπηρετούν μακροπρόθεσμες στοχεύσεις του ξένου Κατακτητή, καθαρά πολιτικής και γεωστρατηγικής φύσεως. Ό,τι είναι λάθος στο οικονομικό σκέλος, είναι σωστό στο μακροπρόθεσμο στόχο της οικονομικής και πολιτικής λεηλασίας και υποδούλωσης μιας χώρας και ενός λαού. Οι άνθρωποι δεν ήρθαν με κανένα πρόγραμμα οικονομικής μας «σωτηρίας», ήρθαν καταδρομικά, πειρατικά, να καταλάβουν τη χώρα όχι μονάχα οικονομικά μα και πολιτικά, δηλαδή, να της αφαιρέσουν την εθνική της κυριαρχία και ανεξαρτησία. Και αυτό ακριβώς έκαναν και μέχρι στιγμής πέτυχαν, βοηθούμενοι και από «φίλιες δυνάμεις» τους στο εσωτερικό, που προωθούν τις όποιες απαιτήσεις τους. Και σ’ αυτό, ούτε ανόητα προχωρούν, μα ούτε και σε λάθος δρόμο βρίσκονται.

Εστιάζοντας αποκλειστικά στις οικονομικές στοχεύσεις του Μνημονίου σε σχέση με την «οικιακή» οικονομία και όχι γενικότερα, δηλαδή με τη καθημερινή πραγματικότητα του πολίτη και της οικογένειάς του, υπενθύμισα στον συνομιλητή μου ό,τι σταθερά στα άρθρα μου, εδώ και τρία χρόνια, επισημαίνω, ότι η οικονομική πολιτική του Μνημονίου στο επίπεδο αυτό που θέτω, είναι η φτωχοποίηση του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει, και κυρίως με ό,τι αυτό σημαίνει ως άμεσο αποτέλεσμα στα μεροκάματα και τους μισθούς, ως έμμεσο αποτέλεσμα μέσω της ύφεσης σ’ όλη τη μικρομεσαία επιχειρηματική τάξη, αλλά, να πω επίσης, και ό,τι αυτό σημαίνει από άποψη ελέγχου «της κατάστασης», αφού μια θεωρία λέει, ότι ένας εξαθλιωμένος λαός, αντιδρά πολύ πιο αναποτελεσματικά και αργά απ’ ό,τι ένας μη εξαθλιωμένος. Βεβαίως πάνω σ’ αυτό, έχω να πω ότι παίζει ρόλο και το πολιτισμικό υπόβαθρο του λαού, και θέλω να πιστεύω, ότι ο σύγχρονος ‘Ελληνας, δεν φιλοδοξεί να κρατά μια σβηστή δάδα πολιτισμού που για αιώνες φώτιζε τον κόσμο. Του υπενθύμισα επίσης, ότι η έννοια του «φτωχού» είναι σχετική, και για τη Τρόϊκα, όσο υπάρχει ακόμα περιθώριο περαιτέρω φτωχοποίησης και λεηλασίας της μικρομεσαίας ιδιωτικής οικονομίας στο επίπεδο πλέον των περιουσιακών στοιχείων και της αφαίμαξης των καταθέσεών της, τότε, η κοινωνία αυτή, που έχει ακόμα «κάτι», δεν είναι καθόλου φτωχή, διότι η Τρόϊκα τη θέλει να μην έχει απολύτως τίποτα, θέλει για να το πω ωμά, να τα αρπάξει κι αυτά. Τα θέλουν όλα. Είναι ως ιδεολογία και σύστημα παμφάγοι και σε βουλιμική κρίση.

Η Τρόϊκα Εξωτερικού, συνεπώς, καταλαβαίνει και παρακαταλαβαίνει τι παιχνίδι παίζει εις βάρος μας. Το μεγάλο διακύβευμα είναι το τι γίνεται με μας και όχι μ’ αυτούς.

Το ερώτημα που μου έθεσε ο συνομιλητής μου, όντως τίθεται συχνά από τον απλό πολίτη, αλλά και στις δημόσιες συζητήσεις, όταν επιχειρείται να «αιτιολογηθεί» γιατί η Τρόϊκα Εξωτερικού, επιβάλλει στην εδώ Τρόϊκα Εσωτερικού, πολιτικές που η ίδια η Τρόϊκα Εξ., τις θεωρεί «λανθασμένες». Πρόσφατα ο καθηγητής Γιάννης Βαρουφάκης, μιλώντας σε πρωϊνή εκπομπή του ΑΝΤ1, του Γιώργου Παπαδάκη, σημείωσε ό,τι το δήθεν «υπολογιστικό» λάθος του πολλαπλασιαστή δημοσίων δαπανών του Μνημονίου, μόνο λάθος δεν ήταν, αλλά ήταν μια πολιτική απόφαση. Υπογράμμισε : «Ήξεραν από το 2010 πως το πρόγραμμα ΔΕΝ βγαίνει, αν δήλωναν τότε πολλαπλασιαστή ήταν γύρο στο ενάμιση με δύο, και όχι 0,5 που τον έβγαζαν, τότε σύμφωνα με το καταστατικό του ΔΝΤ δε θα επέτρεπε στο Ταμείο να συμμετέχει στη χρηματοδότηση της Ελλάδας… Έτσι επέβαλαν στους οικονομολόγους τους να πουν ψέματα για τον πολλαπλασιαστή».

Όμως, δεν χρειαζόταν καμία «αναγνώριση» κανενός «λάθους», από κανένα Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, διότι αυτό το «λάθος» ήταν εξ αρχής τόσο χοντροκομμένο, ώστε δεν δικαιολογείται κάποιος να μην το είχε αντιληφθεί από τη πρώτη στιγμή, και αν δεν το είχε αντιληφθεί εξ αρχής, να μη το αντιλαμβάνεται ούτε τώρα, διότι τότε κινδυνεύει να γίνει ο ίδιος αποδέκτης του ιδίου ερωτήματός του, περί της «ανοησίας» της μνημονιακής πολιτικής. Από την αρχή, ήταν φανερό ότι το Μνημόνιο δεν ήταν «λάθος», ήταν μια προγραμματισμένη επίθεση εναντίον της ανεξαρτησίας μιας χώρας, ήταν μια στοχευμένη επίθεση στο βιοτικό επίπεδο ενός λαού, με προφανέστατο στόχο την εξαθλίωσή του, τη λεηλασία του, την υφαρπαγή των εθνικών του πόρων.

Το ερώτημα, δυστυχώς, κινδυνεύει να έχει ως αποδέκτες όχι τους «ανόητους» σχεδιαστές της μνημονιακής πολιτικής, μα εκείνους που δεν κατανοούν ότι δεν πρόκειται περί «ανοησίας» αλλά περί σκοπιμότητας. Έτσι το αρχικό ερώτημα, είπα στο συνομιλητή μου, μετατρέπεται : «Μα είστε τόσο ανόητοι, ώστε να μην έχετε αντιληφθεί το παιχνίδι της δήθεν «σωτηρίας» που παίζει εις βάρος της χώρας αυτή η ξένη τοκογλυφική ορδή που επέπεσε στη Πατρίδα μας»;

Όμως, ο συνομιλητής μου επέμενε : «Μα καλά, όλοι όσοι είναι υπέρ του Μνημονίου, δεν είναι άνθρωποι επιστήμονες, έντιμοι; Μιλάω τουλάχιστον γι’ αυτούς, δηλαδή τους επιστήμονες».

Όπως υπάρχουν «έγκυροι» επιστήμονες που μιλάνε υπέρ του Μνημονίου, έτσι υπάρχουν και επιστήμονες ομοίως «έγκυροι», αν όχι και πιο «έγκυροι», που μιλάνε εναντίον. Αυτή είναι μια προφανής απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Η οικονομική επιστήμη, όταν δεν υπηρετεί άλλους σκοπούς όπου η ειδημοσύνη χρησιμοποιείται μάλλον ως όπλο προπαγανδιστικό παρά ως μέσο ανίχνευσης της λογικής, δεν είναι ακατανόητη από τον απλό άνθρωπο, αρκεί να επιστρατεύσει το κοινό νου, και αρκεί να ερμηνεύει τις συνέπειες της όποιας πολιτικής με οδηγό αυτό το νου. Αν η γνώση της οικονομίας και των νόμων που τη διέπουν ήταν το αποκλειστικό προνόμιο των οικονομολόγων, τότε, θα έπρεπε όλοι τους να ήταν πάμπλουτοι και βεβαίως τα πιο λαμπερά παραδείγματα του «επιτυχώς δραν» και του «επιτυχώς επιχειρείν», πράγμα που ουδόλως συμβαίνει.

Σε ό,τι αφορά την εντιμότητα, φυσικά, μιλάμε για την «επιστημονική» εντιμότητα των όποιων (επιστημονικών) απόψεων και μόνο, και όχι στο επίπεδο της ηθικής, διότι θα ήταν ηλίθιο να υποστηρίξει κανείς, ότι το αντιμνημονιακό στρατόπεδο, είναι εκτός των άλλων, και μια συνάθροιση των πλέον ηθικών στοιχείων της κοινωνίας και του λαού, ενώ στους «άλλους» βασιλεύει η ανηθικότητα. Μακριά από μας τέτοιες ανοησίες.

Όμως, αποτελεί π.χ. «επιστημονική ανεντιμότητα», όντως, να υποστηρίζεται δήθεν «επιστημονικά» η αναγκαιότητα της εξαθλίωσης ενός λαού, ως προαπαιτούμενο για την οικονομική του ανάταξη, όταν η φοροδιαφυγή συνιστά το 30% του ΑΕΠ, όταν αθροιστικά η κακή οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης και η διαφθορά συνιστούν ένα άλλο 15% του ΑΕΠ, για να μείνουμε μόνο σ’ αυτά, αν φυσικά υπήρχε επιστήμονας που θα υποστήριζε κάτι τέτοιο. Δεν είναι νοητό κανείς «επιστήμονας» να ακονίζει την επιστημονική του ικανότητα και δεξιότητα προτείνοντας ό,τι θα προφανώς θα μπορούσε να προτείνει και η γάτα μου («κόψτε μισθούς και συντάξεις»!), αλλά, από ένα επιστήμονα αναμένω κάτι περισσότερο απ’ ό,τι απ’ τη γάτα μου. Περιμένω όχι να μου πει το εύκολο αλλά να μου δώσει λύση στα δύσκολα. Από ένα επιστήμονα δεν περιμένω να μου παρουσιάσει την εξαιρετικής ευφυΐας «επιστημονική» υπόδειξη ότι για να γίνω πιο ανταγωνιστικός και παραγωγικός πρέπει να φτάσω σε μισθούς Βουλγαρίας, μα πώς θα μπορούσα να είμαι ανταγωνιστικός με μισθούς Γερμανίας! Από έναν «επιστήμονα» δεν περιμένω να μου υποδείξει πώς θα φτάσω με τη βοήθεια άλλων στη Κόλαση. Μπορώ να πάω εκεί και μόνος μου! Εγώ, για μια πορεία προς άλλους κόσμους θα ήθελα τη συνδρομή του.

Και φυσικά, ύψιστο δείγμα ΑΝΕΝΤΙΜΟΤΗΤΑΣ ΣΤΟ ΗΘΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ, είναι εκείνος ο επιστήμονας, που δέχεται να υποστηρίξει επιστημονικά μια πολιτική επιλογή του εργοδότη του, όταν γνωρίζει ότι η επιστημονική του συνδρομή ζητείται προκειμένου για ένα ανέντιμο σκοπό, πόσο μάλλον για να χρησιμοποιηθεί εναντίον ενός λαού, μιας χώρας.  Μιλώ π.χ., για τους οικονομολόγους εκείνους στους οποίους αναφέρεται ο κύριος Βαρουφάκης, οι οποίοι «έβαλαν πλάτη» με το εσκεμμένο «λάθος» τους, υπακούοντας ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΕΝΤΟΛΕΣ των προϊσταμένων τους, προκειμένου να επιβληθεί μια πολιτική εξαθλίωσης και λεηλασίας εναντίον του ελληνικού λαού, εντολές που θα έπρεπε να αρνηθούν να εκτελέσουν κι ακόμα να καταγγείλουν. Αυτοί οι «επιστήμονες», αυτοί οι σύγχρονοι «Άγγελοι του Θανάτου», όχι μονάχα στο ΔΝΤ, που «έβαλαν» τέτοια «πλάτη», είναι το σύγχρονο ανάλογο του Μένγκελε, που κι εκείνος, έθεσε την επιστημοσύνη του στην υπηρεσία ενός απάνθρωπου σκοπού. Όμως η «επιστημονική αρετή», δεν είναι χωρίς κόστος για όποιον πράγματι την επιδιώκει. Έχω μπροστά μου, ένα κιτρινισμένο πια από το χρόνο απόκομμα ενός παλιού άρθρου (πάνω από τριάντα χρόνια), που είναι ενδεικτικό για το ζήτημα του «κόστους» της «επιστημονικής εντιμότητας» που ανέφερα παραπάνω, το οποίο γράφει αναφερόμενο σ’ εκείνη την εποχή : «Όπως πολύ σωστά τονίζει ο G. Mathieu, ένα από τα μεγάλα μαθήματα που μας δίνουν οι Αμερικανοί «ριζοσπάστες» οικονομολόγοι, είναι ένα μάθημα πνευματικού θάρρους και επιστημονικού ήθους. «Απαρνούμενοι την υλική και πνευματική άνεση που τους εξασφάλιζε το γεγονός ότι ανήκαν στο συνδικάτο των Αμερικανών οικονομολόγων… οι «ριζοσπάστες» μας καλούνε με τη σειρά τους να απαρνηθούμε τις συνήθειές μας για τις ρουτινιάρικες και κονφορμιστικές αναλύσεις ή τις σαλονίστικες συζητήσεις περί δήθεν αμφισβήτησης». Αυτό που λέει ο G. Mathieu δεν είναι λόγια του αέρα. Σε ένα συνταρακτικό άρθρο ο L. S. Lifshultz αποκάλυψε πρόσφατα τις διώξεις που υφίστανται οι «ριζοσπάστες» οικονομολόγοι από το κατεστημένο που προσπαθεί λυσσωδώς να τους εξώσει από τα πανεπιστήμια. Πολλοί «ριζοσπάστες» οικονομολόγοι που δεν ήταν μόνιμοι έχασαν τη θέση τους… Όπως είπε ο S. Marglin (τακτικός καθηγητής στο Harvard), «το πανεπιστήμιο αυτό δεν θα έκρινε άξιους για καθηγητές τον Marx και τον Veblen, αν ήσαν διαθέσιμοι»…» (Παπασπηλιόπουλος, Σπ. : Οι «ριζοσπάστες» οικονομολόγοι στις Η.Π.Α., εις : Οικονομικός Ταχυδρόμος, Φ. 1117) Και για να είμαι δίκαιος τουλάχιστον με τον εαυτό μου, ας συμπληρώσω ότι εκείνη την εποχή, που ακόμα μεσουρανούσε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» στην Ανατολική Ευρώπη και βεβαίως στη τότε ΕΣΣΔ, ο Marx δεν θα είχε πιθανότητα καθηγητοποιήσεώς του, ούτε στη Μέκκα του Σοσιαλισμού, στη τότε Μόσχα, όχι μόνο αν παρουσίαζε τις ίδιες του τις απόψεις με άλλο όνομα, μα ακόμα και ως Marx.