Ω.. οι ωραίες εποχές για μικρά και μεγάλα παιδιά




Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης


Καλοκαίρι του 65. Η πόλη της Δράμας έχει γεμίσει με αφίσες για τους διεθνείς αγώνες ελευθέρας πάλης-κατς, με αθλητές από εφτά χώρες.  Όταν από το  αυτοκίνητο με τα μεγάφωνα στην οροφή ακούστηκε το «σήμερον την 18ην μ.μ. εις το γήπεδον της Δόξης Δράμας κηρύσσεται η έναρξις των διεθνών αγώνων πάλης», η αγωνία να βρούμε τα λεφτά για το πολυπόθητο εισιτήριο είχε φτάσει στο κατακόρυφο. Αγώνες πάλης και μάλιστα με μεγάλα ονόματα της εποχής, όπως των Καρπόζηλου, Αλεξίου, Λαμπράκη, Πεφάνη, Ναθαναήλ, Καμπαφλή, Αρμάου κ.α. είχαν γίνει πολλοί στην.........
πόλη μας, αλλά αυτοί θα ήταν το «κάτι άλλο» και ο λόγος, η συμμετοχή του δικού μας, του Καρπόζηλου και του πρωταθλητή Βουλγαρίας, του Ρασπούτιν.
Δε θυμάμαι ποιο ήταν το αληθινό του όνομα, εμείς πάντως, μαθητές τότε στο γυμνάσιο της Δράμας, τον βαφτίσαμε Ρασπούτιν. Ο Ρασπούτιν ήταν ένας σωστός γίγαντας με μακριά μαλλιά και γένια. Σε ύψος, σίγουρα και σε βάρος, ήταν δυο φορές σαν τον Καρπόζηλο. Ο μεταξύ τους αγώνας, εκτός του ότι θα ήταν ένας αγώνας Δαυίδ εναντίον Γολιάθ, είχε μια άλλη ιδιαιτερότητα και σημασία για την πόλη μας και την ευρύτερη περιοχή. Λόγω των μαζικών εκτελέσεων κατά τη διάρκεια της κατοχής στο Δοξάτο και στα Κύργια, υπήρχε ένα απίστευτο μίσος κατά των Βουλγάρων. Ηταν λοιπόν φυσικό, το μίσος να περάσει και σ’ εμάς στα παιδιά, που με τη σειρά μας το προβάλλαμε μέχρι το ζωικό βασίλειο. Τα μικρά μαύρα μυρμήγκια τα ονομάζαμε Ελληνες και τα μεγάλα, τα κόκκινα, που είχαν το διπλάσιο μέγεθος, τα ονομάζαμε Βούλγαρους. Όταν βλέπαμε μαύρα και κόκκινα μυρμήγκια δίπλα-δίπλα, τα βάζαμε συχνά να μονομαχήσουν και όταν βλέπαμε ότι τα μαύρα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, βάζαμε το χεράκι μας να τα ενισχύσουμε. Οταν πάλι βλέπαμε ότι παρά την υποστήριξή μας το μαύρο κινδύνευε να χάσει, επεμβαίναμε σαν μικροί θεοί και σκοτώναμε το κόκκινο, διαψεύδοντας τους ρομαντικούς, που πιστεύουν, πως αν ο κόσμος κυβερνιόταν από «μικρά αθώα αγγελούδια», θα ήταν δικαιότερος και καλύτερος. Για εμάς, τα παιδιά, ο αγώνας ανάμεσα στον Καρπόζηλο και στον Ρασπούτιν θα ήταν «όλα τα λεφτά». Είχε ήδη καλλιεργηθεί το απαραίτητο κλίμα(μάρκετινγκ) γι αυτόν το μοναδικό αγώνα, «για τη μητέρα όλων των αγώνων», όπως θα λέγαμε σήμερα. Δυο μέρες πριν αρχίσουν οι αγώνες, ο Ρασπούτιν, ντυμένος σαν τον κόμη Βλαντ τον Παλουκωτή(Δράκουλα) των Καρπαθίων, τριγύρναγε με τις ώρες σε όλους τους κεντρικούς δρόμους της πόλης και κάθε φορά που μαζευόταν γύρω του πλήθος περίεργων, σήκωνε ψηλά τα χέρια σαν Κύκλωπας και με κραυγές τέρατος έκανε ένα ντου κατά πάνω μας σαν να ήθελε να μας καταβροχθίσει. Αλλο που δε θέλαμε εμείς. Τρέχαμε να σωθούμε δήθεν απ’ τα χέρια του, που τα βλέπαμε σαν τεράστιες τανάλιες και ξαναγυρνάγαμε προκαλώντας τον για το επόμενο ξέσπασμα.
Ημασταν πολύ μικροί μπροστά σ’ αυτόν το γίγαντα και άλλωστε δεν το επέτρεπε ούτε ο κανονισμός, ώστε την ημέρα του μεγάλου αγώνα, αν χρειαζόταν, να ανεβαίναμε στο ριγκ για να βοηθήσουμε τον μικρόσωμο ήρωά μας, τον Καρπόζηλο, όπως κάναμε και με τα μυρμήγκια. Ημασταν όμως σίγουροι, πως ο Καρπόζηλος, ως ένας δεύτερος Ηρακλής και Θησέας μαζί, «θα τον κόντυνε» αρκετά αυτόν τον μισητό γίγαντα απ’ τη Βουλγαρία.
Σε τρεις διαφορετικούς αγώνες την ημέρα και για τέσσερις συνεχόμενες ημέρες, «εντελώς συμπτωματικά», αφού τα ζευγάρια έβγαιναν μετά από «κλήρωση»,  τύχαινε να πέφτει ο Ρασπούτιν πάνω σε έλληνα αντίπαλο, τον οποίο κυριολεκτικά ίσιωνε!
 Για τέσσερις μέρες, από την Τετάρτη μέχρι το Σάββατο, οι έλληνες αντίπαλοί του, όχι τόσο γνωστά ονόματα, έτρωγαν το ξύλο της ζωής τους. Οι χειρολαβές, οι ποδολαβές, τα κεφαλοκλειδώματα και τα αεροπλανικά κόλπα του Ρασπούτιν, ήταν τόσο άγρια, που οι έλληνες αντίπαλοί του κατέβαιναν από το ριγκ κουτσαίνοντας και με τη βοήθεια τρίτων.
Μέσα σε τέσσερις μέρες είχαμε γεράσει κατά τέσσερα χρόνια ενώ το μίσος μας εναντίον του Ρασπούτιν είχε αρχίσει να παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις. Τις τελευταίες ημέρες ο Ρασπούτιν κυκλοφορούσε με συνοδεία φουσκωτών. Για τέσσερις συνεχόμενες μέρες γυρνάγαμε στο σπίτι απογοητευμένοι κι αμίλητοι.
Την τελευταία ημέρα όλη η πόλη ήταν στο πόδι.  Θα ήταν ο τελευταίος αγώνας του Ρασπούτιν με έλληνα κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον έναν, τον πρώτο , τον μοναδικό και αήττητο Καρπόζηλο. Χιλιάδες έλληνες από τη Δράμα, τις Σέρρες, την Καβάλα, ακόμα κι απ’ την Ξάνθη, ήρθαν να δουν τον Καρπόζηλο να παίρνει εκδίκηση για όλα εκείνα που προηγήθηκαν με τους βούλγαρους, όχι μόνο τις τέσσερις τελευταίες ημέρες αλλά τους δεκατέσσερις τελευταίους αιώνες. Η αγωνία για την έκβαση της γιγαντομαχίας είχε γεμίσει το γήπεδο ασφυκτικά. Πριν τον μεγάλο αγώνα προηγήθηκαν  δυο άλλοι, που όπως ήταν φυσικό άφησαν το κοινό σχεδόν αδιάφορο, αφού όλοι συζητούσαν για το μεγάλο τελικό, τον αγώνα των αγώνων. Οταν ήρθε η μεγάλη στιγμή, πρώτος ανέβηκε πάνω στο ριγκ ο Ρασπούτιν και παρά το δυνατό γιουχάρισμα, εκείνος, όχι μόνο δεν πτοήθηκε, αλλά  προκαλούσε επιδεικτικά με διάφορες χειρονομίες. Όταν επιτέλους εμφανίστηκε ο Καρπόζηλος, το πλήθος τον υποδέχτηκε με ζητωκραυγές εθνικού ήρωα.
Λίγα λεπτά μετά την έναρξη του πρώτου γύρου, ο αρχικός ενθουσιασμός μετατράπηκε σε σκεπτικισμό για την τελική έκβαση του αγώνα. Ολοι περιμέναμε το γνωστό αεροπλανικό κόλπο του Καρπόζηλου, το οποίο όμως δεν ερχόταν. Ο Ρασπούτιν, ο οποίος προφανώς θα το γνώριζε,  αποδείχτηκε πολύ σκληρός για να πεθάνει. Προς το τέλος μάλιστα του δεύτερου γύρου, το σκεπτικισμό τον διαδέχθηκαν η απαισιοδοξία και η απογοήτευση. Ο Ρασπούτιν είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και ο ήρωάς μας έδειχνε αμήχανος κι ανήμπορος μπροστά σ’ αυτό το τέρας.
Τα πράγματα όμως θα άλλαζαν ραγδαία αμέσως μετά την έναρξη του τρίτου γύρου, όταν αίφνης είδαμε όλοι έναν άλλο Καρπόζηλο. Ο μικρόσωμος αλλά ταχύτατος και ευέλικτος έλληνας με ψυχή λιονταριού, ντοπαρισμένος απ’ τις φωνές του πλήθους, επιτίθεται και σαν σίφουνας βρίσκεται πίσω απ’ τον γίγαντα, ο οποίος μέχρι να καταλάβει τι έγινε, με το γνωστό αεροπλανικό κόλπο βρέθηκε με τη μούρη στο έδαφος. Το τι επακολούθησε δε λέγεται κι αυτό θα ήταν  μόνο η αρχή.
Ο μικρόσωμος έλληνας, με δύναμη γορίλα στα χέρια, έβαλε το δεξί χέρι κάτω απ’ τα σκέλια του αντιπάλου, τον σήκωσε ολόκληρο στον αέρα και με μια σπρωξιά με το άλλο τον έριξε στο καναβάτσο σαν ένα σάκο γεμάτο με άμμο. Αυτό ήταν το αεροπλανικό κόλπο, το μυστικό όπλο του Καρπόζηλου.
Το ίδιο αεροπλανικό κόλπο επαναλήφθηκε άλλη μια φορά από πίσω και ενώ εμείς ζητωκραυγάζαμε, ο Καρπόζηλος μας χαιρετούσε με τα χέρια ψηλά ως βέβαιος πλέον νικητής, ο Ρασπούτιν σηκώθηκε με δυσκολία και σαν να τά ‘χε χαμένα, γύρναγε ζαλισμένος γύρω απ’ τον εαυτό του ενώ το πρόσωπό του ήταν κόκκινο απ’ τα αίματα. Θυμάμαι, ότι σαν νέοι,  ενοχληθήκαμε γιατί κάποιοι δύσπιστοι δίπλα μας (πάντα υπάρχουν τέτοιοι στη χώρα μας), που συνεχώς μιλούσαν για στημένα παιχνίδια, έλεγαν πως τα αίματα ήταν από μπογιές. Οταν το ίδιο αεροπλανικό κόλπο του Καρπόζηλου επαναλήφθηκε για τρίτη φορά, από μπροστά όμως, αυτή ήταν και η πιο φαρμακερή. Ο Ρασπούτιν βρέθηκε ανάσκελα με την πλάτη στο έδαφος. Οταν ακούστηκε ο δυνατός γδούπος από την πτώση των 150 και άνω κιλών του Γολιάθ και είδαμε τον Καρπόζηλο να βάζει το δεξί του πόδι πάνω στο στήθος του βούλγαρου με σηκωμένα τα χέρια σε θέση νικητή, επακολούθησε πανζουρλισμός.
Ηταν μια από τις πιο ωραίες ημέρες και τις πιο ωραίες νύχτες, γεμάτες από ζωή, από νεανικό ενθουσιασμό και πολλά γλυκά-γλυκά όνειρα.

Πως μου ‘ρθε τελικώς στο νου αυτή η ιστορία; Ηταν μια απλή νοσταλγία και ανάμνηση παλιών ωραίων καιρών, όπως συνηθίσαμε να λέμε, ή απλώς ένας ενδόμυχος και ανεπαίσθητος φόβος, ότι τα παιδιά μας, εκτός του ότι έχουν απομυθοποιήσει τα πάντα, δε θα ‘χουν την ευκαιρία να ζήσουν παρόμοιες στιγμές , ούτε καν με τη μορφή μύθων και ψευδαισθήσεων, αγνοώντας ότι η ιστορία μας και οι προσωπικές μας ιστορίες είναι γεμάτες μύθους και ότι οι μύθοι είναι αυτοί που μας βοηθούν στο να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας, αλλά και στο να νιώσουμε ότι ζούμε, ότι υπάρχουμε, ότι είμαστε άνθρωποι. Δίχως μύθους και δίχως νίκες, έστω με τη μορφή ψευδαισθήσεων, δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος σαν άνθρωπος παρά μόνο ως δούλος.