Ένας πρόεδρος παντός καιρού...

Έχοντας ζήσει τους επίπονους πνευματικούς ιλίγγους στα έδρανα της Δικαιοσύνης, ο Χ. Μαρκογιαννάκης προσπαθεί τον τελευταίο καιρό να αποδείξει στους συνομιλητές του τη βασιμότητα του αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο υπάρχουμε μόνο στον βαθμό που υποφέρουμε.
Μπαίνοντας συχνά στα πατημένα χωράφια της πρόζας, ο πρόεδρος της Επιτροπής που συστάθηκε για να διερευνήσει ποινικές ευθύνες στο σκάνδαλο της «λίστας Λαγκάρντ», δεν έχασε την περασμένη βδομάδα ευκαιρία να μην εξομολογηθεί ότι έχει φτάσει στα όριά του και ίσως κοντεύει και να τα ξεπεράσει...
Μόνο όταν του υπενθυμίζει κάποιος ότι δεν γίνεται ένας μπαρουτοκαπνισμένος τέως εισαγγελέας να αναιρεί κλαυθμηρίζοντας τόσο άδοξα τον εαυτό του, εγκαταλείπει τους θεαματικούς υποβιβασμούς και δηλώνει αγριεμένα «όπως λένε στο χωριό μου στην Κρήτη, εγώ έχω κάνει και ηγούμενος και κελλάρης. Δεν καταλαβαίνω τίποτε. Ούτε είμαι πορφυρογέννητος. Μεγάλωσα στα χωράφια. Και έχω 16 χρόνια ένσημα στον ΟΓΑ».

Ο απολογισμός είναι υπολήψιμος. Όμως δεν αρκεί για να εξηγήσει για ποιον λόγο, με το που ανέλαβε αυτήν την αντικειμενικά δύσκολη δουλειά, επιχείρησε με απανωτές δηλώσεις του τύπου «δεν θα επιτρέψω τη μετατροπή της Επιτροπής σε αρένα» να βάλει φιτιλιές, χωρίς μάλιστα καν να προκληθεί. Ο αιφνιδιαστικός τρόπος εξάλλου με τον οποίο ανακοίνωσε ο ίδιος το ασφυκτικό χρονοδιάγραμμα των εργασιών ενίσχυσε την εντύπωση ότι τα κυβερνητικά συνεταιράκια ήθελαν εξαρχής να τελειώνουν με όρους «fast track», που είναι και της μόδας, μια ενοχλητική υπόθεση.

Κρίνοντας συνεπώς από όσα στο μεταξύ συνέβησαν, συμπεραίνει βάσιμα κανείς ότι το κόμμα του ύφαινε προκαταβολικά ένα σκηνικό έντασης με σκοπό να ρίξει την ευθύνη μιας άτεχνα προσχεδιασμένης κρίσης στην αξιωματική αντιπολίτευση. Δεν είναι τυχαίο ότι στο κλίμα αυτό πύκνωσαν οι διαρροές σε ΜΜΕ γαλάζιων βουλευτών που μετέφεραν μια εικόνα θυελλωδών συνεδριάσεων, όπου, σύμφωνα με τα λόγια τους, δεν απομένει παρά η χειροδικία!

Μετά την καθολική αποδοκιμασία αυτής της απωθητικής τακτικής που στόχευε στο να κρύψει το γεγονός ότι στην Επιτροπή, επίμονα και με μόχθο και παρά την απλόχερη προστασία των μαρτύρων από τον πρόεδρο, έρχονται στο φως ενδιαφέροντα πολιτικά ευρήματα, ο στόχος έγινε περισσότερο ατομικός και επικεντρώθηκε στο πρόσωπο της φίλεργης βουλευτίνας του ΣΥΡΙΖΑ Ζωής Κωνσταντοπούλου.

Οι παροιμιώδεις φράσεις του «για να την αντέξει ο πρόεδρος θα πρέπει προηγουμένως να χτυπήσει ένεση και μετά να ατενίζει απαθώς το ταβάνι», καθώς και «μου τηλεφωνούν παλιοί φίλοι δικαστικοί και με οικτίρουν που μπλέχθηκα εδώ», δεν είναι από αυτές που θα περιλαμβάνονταν οπωσδήποτε στα ανάλεκτα της πολιτικής ρητορικής. Δείχνουν, ωστόσο, πόσο χαμηλά μπορεί να πέσει η ποιότητα του πολιτικού ανταγωνισμού όταν το υπαγορεύει το σκαιό κομματικό συμφέρον.

Παρά τη θηριώδη του εμπειρία, ο Μαρκογιαννάκης δεν μπόρεσε τις προάλλες να κρύψει την ενόχλησή του, όταν διαπίστωσε ότι η Κωνσταντοπούλου ενδιαφερόταν να φωτίσει τη σχέση ενός μάρτυρα με τη Siemens και το C4I, το «στοιχειωμένο» σύστημα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων, το οποίο η χώρα πλήρωσε πανάκριβα, ώστε να εξαγοράσει τους εκβιασμούς της και τελικά να φτάσει να μη δουλεύει!

Φαίνεται πως ο πρόεδρος ενοχλήθηκε που, έστω έμμεσα, ήρθε στον αφρό η θητεία του στο υπουργείο Δ. Τάξης, όταν εγγράφως παραδεχόταν στον τότε προϊστάμενό του Γ. Βουλγαράκη ότι στο ζήτημα της σύμβασης του συστήματος «κινούμεθα πλέον στα όρια της νομιμότητας», αλλά επισήμαινε παρ’ όλα αυτά ότι, αν σταματούσε το έργο, αυτό θα ήταν «καταστροφικό για τη χώρα».
Μπορεί ποτέ να μην παραπέμφθηκε σε Προκαταρκτική και οι πολιτικές ευθύνες που του αποδόθηκαν στο πλαίσιο της ελληνικής πατέντας των πολιτικών να μην οδηγούνται ποτέ ενώπιον της Δικαιοσύνης, αλλά δεν παραγράφονται. Ίσως, λένε ορισμένοι, η πίεση αυτή να προκάλεσε ψιθύρους περί επικείμενης παραίτησής του στην πολιτική αγορά, τους οποίους, πάντως, έσπευσε να διαψεύσει με σχεδόν κατηγορηματικό τρόπο ο ίδιος.

Όσοι παραμένουν σταθεροί παρατηρητές, σημειώνουν τις διαρκείς αναλαμπές της αποφασιστικότητάς του, όπως τον τελευταίο καιρό, που… διολίσθησε στη θέση ότι θα κάνει ό,τι χρειαστεί προκειμένου να λάμψει η αλήθεια, αναγνωρίζοντας ότι η Επιτροπή πρέπει να πάρει κι άλλο χρόνο. Και επίσης σημειώθηκε η υπαινικτική του δήλωση, σύμφωνα με την οποία η ιστορία της λίστας έχει βάθος, πράγμα για το οποίο από την πρώτη στιγμή επιμένουν στην αντιπολίτευση.
Καθώς μάλιστα βρίσκεται σε διαδικασία πολιτικής αποδρομής, όπως τονίζει, υποστηρίζει δημόσια ότι δεν έχει κανέναν λόγο να συγκαλύψει το ζήτημα.

Αφήνουμε ένα περιθώριο στην υπόθεση η ιστορία να τον έχει κάνει σοφότερο. Γιατί, όπως επισημαίνουν σχολαστικοί κοινοβουλευτικοί, ο πολύπειρος πολιτικός που εκλέγεται συνεχώς στα Χανιά από το 1989 (σ.σ.: με εξαίρεση ένα μικρό διάλειμμα τον Μάιο του 2012, οπότε κατέβηκε με τη Δημοκρατική Συμμαχία της Ντόρας – πολιτογραφημένος μητσοτακικός – λίγο πριν επιστρέψει σε εκλόγιμη θέση τον περασμένο Ιούνιο, μαζί με τη θυγατέρα ως μέρος της συμφωνίας της με τη Ν.Δ.) έχει κάμποσους σκελετούς στην ντουλάπα.

Επικεφαλής της Εξεταστικής Επιτροπής επί ημερών νεότερου Καραμανλή για το Βατοπαίδι, το 2008, διακρίθηκε για την προσήλωσή του στη σκληρή κομματική γραμμή. Και νωρίτερα, αρχές του 2006, σε μια συγκυρία που η Δικαιοσύνη διερευνούσε την υπόθεση της απαγωγής Πακιστανών με εμπλοκή μυστικών υπηρεσιών, υποχρεώθηκε σε παραίτηση όταν αποκαλύφθηκε βίντεο στο οποίο στόλιζε τον πρώην εισαγγελέα του Αρείου Πάγο Δ. Λινό με τα διόλου κολακευτικά «ανόητος» και «αγράμματος».
Θα τα καταφέρει να ρεφάρει απέναντι στην κριτική ότι έχει λειτουργήσει σε βάρος της ευθύνης του; Αυτό είναι ένα στοίχημα που αφορά μόνο τον ίδιο.

ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ