Οι τύποι και οι γραφικοί του Κοινοβουλίου μας και η ουσία

γράφει ο Κων/νος Σπ. Δρακάτος







Την βουλευτή κα Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν την έχω γνωρίσει προσωπικά. Όποια

γνώμη έχω σχηματίσει γι΄αυτήν είναι μόνο μέσα από την τηλεόραση της Βουλής και τις αναμεταδόσεις των συζητήσεων των διαφόρων επιτροπών όπου η κυρία αυτή συμμετέχει, ώστε μέσω αυτών, να έχω άμεση οπτική και ακουστική εντύπωση. Με αυτή την εμπειρία, αν μου ζητούσε κάποιος να την......
χαρακτηρίσω με μία λέξη θα έλεγα: απεραντολόγος. Είναι ένας από τους πολλούς χαρακτήρες ανθρώπων που συναντάμε, συναναστρεφόμαστε, συνεργαζόμαστε και ό,τι άλλο, καθημερινά στην οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική μας ζωή και ο καθένας έχει τις δικές του, γλυκές ή πικρές εμπειρίες. Μέχρις εδώ, όποιο πρόβλημα έχει ο καθένας, είναι δικό του και δεν μας πέφτει λόγος. Έτσι είναι η ζωή!


Με την κα Κωνσταντοπούλου όμως, τα πράματα έχουν μια ιδιαιτερότητα: είναι πολιτικός και σαν τέτοια, δεν είναι ελεύθερη, στην συμπεριφορά της εν γένει, όπως κάθε απλός πολίτης. Είναι πρότυπο και όλοι οι Λαοί θέλουν/χρειάζονται πρότυπα. Απ’ αυτούς κυρίως, αλλά και από άλλα δημόσια πρόσωπα της τέχνης, του αθλητισμού κλπ. δευτερευόντως, διαμορφώνονται οι κοινωνικές συμπεριφορές.  Το ότι αυτός ο τόσο κρίσιμος τομέας, έχει αφεθεί στο έλεος του Θεού και για όσους δεν πιστεύουν στον Θεό, στο έλεος του ασύδοτου ”δημοκρατισμού”, είναι ένα άλλο θέμα που κάποια στιγμή θα πρέπει να συζητηθεί.


Οι ”ιδιαιτερότητες όμως, του ”καθενός” για λόγους χαρακτήρος, διακρίσεως και προβολής, θα πρέπει να οριοθετηθούν. Θα πρέπει π.χ. οι ενδυματολογικές ιδιαιτερότητες, τύπου Ψαριανού και άλλων, να περιοριστούν στον τόπο και τον χρόνο που θα είναι, τουλάχιστον, αισθητικά αποδεκτές. Και ένα ερώτημα εκτός θέματος: Ο κ. Ψαριανός παριστάνει τον αντικομφορμιστή και ντύνεται όπως ντύνεται και εμφανίζεται έτσι στο Κοινοβούλιο (εμφάνιση ανάλογη προφανώς, του σεβασμού του προς αυτό). Στις απολαβές όμως και τα προνόμια που προβλέπονται για του βουλευτές και είναι πολλά και ”ευδιάκριτα”, είναι φανατικός κομφορμιστής, αφού τα από-και-λαμβάνει δεόντως.
 

Για την κα Κωνσταντοπούλου λοιπόν, η πολιτική απεραντολογία, μάλλον δεν είναι πρόβλημα, το αντίθετο μάλιστα, προφανώς το θεωρεί προτέρημα και φαίνεται να το απολαμβάνει κιόλας. Για το κοινό καλό όμως, που ενδιαφέρει εμάς τους ”υποκείμενους”, πόσο καλό είναι; Και τι καλό μπορεί να προκύψει π.χ. από μία ερώτηση 62 λεπτών (που σε γραπτό λόγο μας κάνει πάνω από 50 πυκνογραμμένων σελίδες !), για να πάρει την απάντηση από τον ερωτώμενο ”δεν γνωρίζω”, γιατί πολύ πιθανόν, μπορεί πράγματι να μην γνωρίζει; Χαμένος χρόνος αλλά και καλοπληρομένος!


Φυσικά, η κα Κωνσταντοπούλου τα αντιλαμβάνεται όλα αυτά, γι’αυτό σπεύδει να προλάβει τις αντιδράσεις με πολιτικούρες του τύπου ”δεν θα μου υποδείξει κανείς πως θα κάνω εγώ την δουλεία μου”, ή ”… απειλές δεν πρόκειται να με κάμψουν στην άσκηση των καθηκόντων μου, τα οποία θα συνεχίσω να εκτελώ κατά συνείδηση, όπως υπαγορεύει το Σύνταγμα και οι νόμοι”. Και υπονοεί ότι η συνείδησή της την υποχρεώνει στην ”απεραντολογία” και όχι το κουσούρι της πολυλογίας, το δε σύνταγμα της το επιτρέπει κιόλας, αν όχι της το επιβάλλει: είναι θέμα ερμηνείας (της).


Δεν ξέρω με ποια δικαιολογία, δεν επιτρέπουν την ζωντανή προβολή των συνεδριάσεων την επιτροπής που εξετάζει την περιβόητη λίστα κ. Λαγκάρντ, για να σχηματίσουμε κι’ εμείς μια γνώμη για το που το… πάνε. Πάντως ούτε την ευαισθησία των συμμετεχόντων στην επιτροπή και γενικότερα των μελών του κοινοβουλίου μας, στην ”διαφάνεια” δείχνει, αλλά ούτε και με ”δημοκρατικές διαδικασίες”, γι’ αυτές που προσπαθούν να μας πείσουν ότι, αόκνως, αγωνίζονται, ταιριάζουν (διευκρίνιση: πιστεύω ότι καταλάβατε ότι αυτή η πρόταση είναι προβοκατόρικη και δεν έχει και πολύ σχέση με την πραγματικότητα. Οι όροι ”διαφάνεια” και ”δημοκρατικές διαδικασίες” είναι διακοσμητικοί του πολιτικού λόγου και καμία ή έστω πολύ μικρή σχέση έχουν με την πολιτική πραγματικότητα).


Και για να τελειώνουμε: Το ότι και αυτή η ιστορία, της λίστας Λαγκαρντ, έχει πάρει τον γνωστό δρόμο του πολιτικού διασυρμού, δεν υπάρχει αμφιβολία. Το ότι δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά, από την στιγμή που το έργο αυτό ανατέθηκε στους  ίδιους που ευθύνονται ώστε με την πολιτική τους συμπεριφορά και τα καμώματά τους, χρόνια τώρα, να έχουν απαξιώσει την ιδέα της ίδιας της Δημοκρατίας, είναι ηλίου φαεινότερον. Το ότι χρησιμοποιούν του κόσμου τις ανοησίες (επιεικώς) για να δικαιολογήσουν την συμπεριφορά τους, με αναφορές πάντα είστε στο Σύνταγμα, είτε στην Δημοκρατία είτε στα Δικαιώματα, είτε ό,τι τους έρθει στο μυαλό κάθε φορά, είναι στο μέτρο της αυτοικανοποίησης ενός εκάστου εξ αυτών. Εμείς τι κάνουμε;



Γιατί δεχόμαστε το κουσούρι του καθενός, επειδή το εμφανίζει ως Δημοκρατικό δικαίωμα, ενώ είναι καθαρό, πεντακάθαρο, ψυχολογικό πρόβλημα, ή έστω, επί το ηπιότερον,  ιδιαιτερότητα του χαρακτήρα του; Η λεκτική μπαρούφα του τύπου π.χ. να πληρώνουν τους παπάδες αυτοί που δηλώνουν ότι είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, όχι δημοκρατικό δικαίωμα δεν είναι, αφού υποκρύπτει ρατσιστική διάκριση (χριστιανοί ορθόδοξοι), αλλά ούτε καν λογικός συλλογισμός επειδή, ως συμπέρασμα προβάλλεται, εμμέσως, η ευθύνη της θρησκευτικής πίστης (ίσως να μην έχει ακόμα ευρέως γνωστό ότι οι Μαρξιστικές θεωρίες μεταξύ των οποίων και τα περί του ”οπίου του Λαού” , ανήκουν πλέον στην πολιτική bel époque, που όνειρο ήταν και πάει). Αν ήθελε να πει κάτι χρήσιμο, ο ”ποιητής”, γιατί δεν ζητούσε να καταργηθούν και συγχρόνως να ελεγχθούν τα πεπραγμένα τους, όλες οι ”τραβηχτικές” (κάτι εκατομμύρια ευρώ) προς τις περιβόητες ΜΚΟ; Εκεί omerta ε;



Γιατί δεχόμαστε λοιπον, οι συνεδριάσεις της, κατ’ ευφημισμόν, προανακριτικής επιτροπής της Βουλής, που στην ουσία είναι πολιτική πασαρέλα με πριμαντόνες και ”πριμαντόνους”, να είναι (τύποις έστω) μυστικές; Το αδίκημα το οποίο ερευνά δεν είναι του κοινού ποινικού δικαίου, γιατί τότε θα το ερευνούσε η τακτική Δικαιοσύνη. Είναι αδίκημα που διεπράχθη, αν διεπράχθη, από πολιτικό και ό,τι πολιτικό είναι δημόσιο, δηλαδή αφορά τον Λαό, γιατί διεπράχθη σε βάρος του, ο οποίος εκ των πραγμάτων είναι, τουλάχιστον, διάδικος αν όχι Πολιτική Αγωγή! Με ποια λογική λοιπόν, μπορεί να μην  γνωρίζει ο ίδιος ο αδικούμενος, δηλαδή το θύμα, τι συνέβη και να λαμβάνει γνώσιν των λεπτομερειών της διαδικασίας; Γίνεται αυτό στις άλλες υποθέσεις;



Βεβαίως και πρέπει οι συνεδριάσεις που έχουν σχέση με Κοινοβουλευτικές διαδικασίες, να γίνονται δημοσίως. Βεβαίως και πρέπει να έχουμε, εμείς ο Λαός, άμεση, μέσω της τηλεοράσεως, επαφή με ΟΛΕΣ τις εργασίες της Βουλής, το πληρώνουμε εξ’ άλλου. Πρέπει να ξέρουμε π.χ. ότι η χθεσινή (31/1) συνεδρίαση της Επιτροπής που διάρκεσε 8 ώρες (!!) μέχρι τις 3 και 30 το πρωί της 1/2, ήταν χρήσιμη ή καταναλώθηκε, σε άσχετους με την ουσία της υπόθεσης (μας) καβγάδες (μερικοί από τους συνέδρους έχουν και ευαίσθητα νεύρα εκτός τις δημοκρατικές ευαισθησίες), μέχρι αυτοτραυματισμού.

Αλλά την ευχέρεια αυτή δεν την έχουμε γιατί δεν θέλουν να την έχουμε. Έτσι μαθαίνουμε ό,τι και όπως αυτοί θέλουν να μάθουμε. Γιατί; Αυτό είναι Δημοκρατία;