Η πολιτική σκέψη δεν μας ένωσε, να ελπίζουμε στην ντροπή μας;



Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου

 
Η εκφυλισμένη ελληνική κοινωνία εισήλθε στο φάσμα του εκφασισμού, διαπίστωνα σοκαρισμένος, αφού πέντε χρόνια πριν έκρουα τον κώδωνα του κινδύνου, βλέποντας πως η παραμορφωτική πολιτική σύγκληση στο κέντρο εκκολάπτει το «αυγό του φιδιού». Η υποκριτική πολιτική πρακτική του κέντρου και η κουλτούρα του πλέον χυδαίου ατομικισμού που γνώρισε η Ελλάδα ζέσταναν το.........
«αυγό», ενώ η κρίση που επακολούθησε διαμόρφωσε το κατάλληλο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον για την νεοναζιστική έκρηξη.
Επιστημονικά-ιστορικά αυτό που βλέπω να πλημμυρίζει την χώρα δεν είναι κανενός είδους φασισμός, αλλά ένας στυγνός νεοναζισμός, τον οποίο έχω ορίσει επανειλημμένως. Πρόκειται για ένα άκρως αντιδραστικό ως προς την δημοκρατία και την αστική πολιτική φαινόμενο, το οποίο περιορίζεται στο ελληνικό εθνικό πλαίσιο και δεν έχει μεθοδολογικά καμία σχέση με τον φασισμό, ο οποίος προσπάθησε να δομηθεί φιλοσοφικά ως ένα γενικό σύστημα παραγωγής της κοινωνικοπολιτικής αλήθειας σε αντιπαραβολή με τον κομμουνισμό, τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, ή τον αναρχισμό. 
Ο νεοναζισμός υιοθετεί τα βασικά πολιτικά και επικοινωνιακά στοιχεία του ναζισμού, που υπήρξε η εθνικοσοσιαλιστική έκφραση του γερμανισμού. Είναι ένα σύστημα που αναδύεται από τον ακροδεξιό λαϊκισμό και συστηματοποιείται ως εθνική πολιτική πρακτική, αντιγράφοντας τους ναζί, την ίδια ώρα που εμφανίζεται αποκομμένος ή/και απολύτως ξένος από το ιδεολόγημα του γερμανισμού. Απλώς μεταφέρει την αφηγηματική δομή αυτού του ιδεολογήματος σε εθνικό πλαίσιο. Κι έτσι έχουμε ουσιαστικά να κάνουμε με μια ιστορική φάρσα του ναζισμού, η οποία αντί να υποστηρίξει μια σειρά ρατσιστικών και ολοκληρωτικών πολιτικών αστυνομικού/μιλιταριστικού χαρακτήρα, έχοντας ως βάση την υπεροχή του γερμανικού έθνους, κάνει κάτι ανάλογο στη βάση της υπεροχής του ελληνικού έθνους, στην περίπτωσή μας.
Μόνον που αυτό για να πραγματοποιηθεί, εκτός από ευνοϊκές, αντικειμενικές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, απαιτεί και επιβοηθητικό πολιτικό κλίμα στην συγκυρία. Ε, τούτο έρχεται σήμερα να το διαμορφώσει η κυβέρνηση Σαμαρά, στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να θεμελιώσει τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό στην Ελλάδα με όχημα το μνημόνιο με την τρόικα και την δανειακή σύμβαση με τους επίσημους δανειστές της χώρας. Για να νομιμοποιήσει την αντιλαϊκή της πολιτική, δηλαδή, η κυβέρνηση έρχεται να αγκαλιάσει τον ακροδεξιό λαϊκισμό των νεοναζί, προσβάλλοντας συνειδητά το Κράτος Δικαίου και τα δικαιώματα του ανθρώπου και των εργαζομένων. Kι αυτό το διαπράττει με τον πλέον αποκρουστικό και κοινωνικά επικίνδυνο τρόπο: Είτε στρέφοντας την μια κοινωνική ομάδα εναντίον της άλλης, είτε διαμορφώνοντας ένα προπαγανδιστικό δίκτυο γκεμπελικής κατασυκοφάντησης εργαζομένων, ή επαγγελματιών, ή κομμάτων και προσωπικοτήτων της αντιπολίτευσης, ή ακόμα σχολιογράφων, ειδικών επιστημόνων και διανοουμένων. Ή ακόμα αναπτύσσοντας μία στρατηγική ταυτοποίησης ιδεολογικών και πολιτικών χώρων της ευρύτερης αριστεράς με τρομοκρατικές ενέργειες και άλλες πράξεις που αφορούν στο ποινικό δίκαιο. Προδήλως όλα τούτα είναι απολύτως αντίθετα από την άρθρωση της νομιμότητας σε μία δημοκρατική χώρα και απολύτως ξένα προς τον πολιτικό ανταγωνισμό εντός ενός ώριμου συστήματος αστικής δημοκρατίας. Αυτά είναι καμώματα υιοθετημένα από τις μαύρες σελίδες της αυταρχικής δεξιάς και ιδιαίτερα από εκείνες του ναζισμού. Η Συγκυβέρνηση, που μάλιστα αποτελείται από δύο κατ’ εξοχήν φιλελεύθερα υποτίθεται κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ, στρώνει έτσι το χαλί για ακόμη μεγαλύτερη πολιτική εκτροπή από αυτήν που ήδη υφίσταται με την μετατροπή της χώρας σε ευρωπροτεκτοράτο. Μάλιστα θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς, τί θα διέπραττε εναντίον του φιλελεύθερου και δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας ο κ. Σαμαράς αν είχε πετύχει να σχηματίσει μονοκομματική κυβέρνηση! Ή μήπως θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς μήπως οι συγκυβερνήτες του Βενιζέλος και Κουβέλης είναι εκείνοι ακριβώς που του επιτρέπουν να κινείται με την κουλτούρα και την λογική της αντιδραστικής δεξιάς, που θεμελίωσε το κράτος των διωγμών και του ελέγχου των πολιτικών φρονημάτων μετά τον εμφύλιο, ως συνέχεια ενός απολύτως προβληματικού, αντιδραστικού κράτους της δεκαετίας του 30; 
Τελικά, ας συλλογιστούμε για ποιο πράγμα θα πρέπει να ντρέπεται ο Έλληνας σήμερα: για την πτώχευση της «ισχυρής Ελλάδας», για την ταπεινωτική φτωχοποίησή του, για την αδυναμία του να αναπτύξει πολιτική λύση που θα αντιμετώπιζε με αξιοπρέπεια την οικονομική κρίση, ή μήπως επειδή μέσα από τις στάχτες ενός κρατικοδίαιτου διαπλεκόμενου κεφαλαιοκρατικού συστήματος, εξευτελισμένου διεθνώς, ανατέλλει και εγκαθίσταται μία αποκρουστικά οπισθοδρομική δεξιά με νεοναζιστική μεθοδολογία;
Νομίζω ότι έχει χαθεί πλέον ο έλεγχος. Διαβάστε τί απάντησε το Υπουργείο Δημόσιας Τάξης στην αντίδραση των κομμάτων της αντιπολίτευσης για τις απίθανες χυδαιότητες που ακολούθησαν με την γνωστοποίηση από την ΕΛΑΣ των ρετουσαρισμένων φωτογραφιών των νεαρών δραστών της ληστείας στην Κοζάνη. Διαβάστε τί απάντησε μία δήθεν δημοκρατική κυβέρνηση στις βάσιμες υποψίες ότι τα εμφανή σημάδια άγριας κακοποίησης των δραστών προέκυψαν εν ψυχρώ ως αποτέλεσμα βασανισμού των ήδη συλληφθέντων και ότι απαιτείται η άμεση επέμβαση των δικαστικών αρχών για τη διερεύνηση του περιστατικού:  «Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ή οποιοσδήποτε άλλος διαθέτει στοιχεία για βασανισμούς συλληφθέντων και όχι για τραυματισμούς τρομοκρατών κατά τη συμπλοκή και την αντίστασή τους- ενέργεια για την οποία μεταξύ άλλων βαρυτάτων αδικημάτων επίσης κατηγορούνται- όφειλε ήδη να τα έχει καταθέσει στη Δικαιοσύνη αντί να εκδίδει ανακοινώσεις, ώστε να κινηθούν οι σχετικές διαδικασίες. [σημ. όπως καληώρα έλεγαν Σημίτης και Καραμανλής σε αυτούς που κατήγγελλαν, διαπιστωμένα σήμερα σκάνδαλα, δίχως καν μία ελάχιστη διάθεση έρευνας με πρωτοβουλία της κυβέρνησης]. Οι οποίοι τρομοκράτες, σημειωτέον, έφεραν βαρύτατο οπλισμό και κρατούσαν όμηρο πολίτη. Οι υπόλοιποι αφορισμοί, όπως και οι ισοπεδωτικές γενικεύσεις εις βάρος της Ελληνικής Αστυνομίας, με την επίκληση άσχετων με τις συγκεκριμένες συλλήψεις καταγγελιών, είναι εξωφρενικοί αλλά και επικίνδυνοι […] θέτοντας σε κίνδυνο την προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και την ανοδική πορεία του Τουρισμού».
Μετά από αυτό ένας λογικός άνθρωπος αναρωτιέται πώς ο πρωθυπουργός της χώρας δεν πέταξε με τις κλωτσιές από την κυβέρνηση τον ηλίθιο που πιστεύει πως οι φωτογραφίες αυτές των νεαρών συλληφθέντων σε μία αστυνομική επιχείρηση, που υπό άλλες συνθήκες θα θεωρείτο και πράγματι θα ήταν επιτυχία της ελληνικής αστυνομίας, συμβάλλουν στην αύξηση του τουρισμού και στην ανάκαμψη της χώρας; Και άντε και ο πρωθυπουργός, καθότι πολυάσχολος με τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, δεν πρόσεξε την ηλιθιότητα. Η προκλητικά γκεμπελικού τύπου απάντηση, πέραν των ορίων της σταρχιδιστικής ανευθυνότητας, δεν έπρεπε να τον ερεθίσει; Θα μου πεις πιθανόν να τον ερέθισε, διότι μετά από αυτά ο μεν υπουργός προσπάθησε να τα «συμμαζέψει», ο δε εκπρόσωπος του πρωθυπουργού έδωσε την μοναδική σοβαρή και δημοκρατική απάντηση της καριέρας του. Όλα αυτά, όμως, είναι ενδεικτικά μιας κουλτούρας που ξεχειλώνει στα όριά του το υποκριτικό, έστω, κράτος δικαίου που θεμελιώθηκε στην Ελλάδα κατά την μεταπολίτευση. Και τούτο δεν μπορεί παρά να σε κάνει να ντρέπεσαι και ως πολίτης της χώρας, αλλά και ως πολίτης της Ευρώπης που βλέπεις τον γνωστό σου στο μετρό μιας ξένης πρωτεύουσας να κοιτάει μία την φωτογραφία του κακοποιημένου στην εφημερίδα και μια εσένα.   
Αυτή η ντροπή έρχεται να συναντήσει την ντροπή του Χρήστου Ιωαννίδη, καθηγητή του συλληφθέντα για την ληστεία, Αντρέα-Δημήτρη Μπουρζούκου. Στην επιστολή που συνέταξε ο κ. Ιωαννίδης, μεταξύ άλλων γράφει: «Μπήκε και αυτός στο πανεπιστήμιο, γράφοντας μία από τις εκθέσεις-κονσέρβες που του ζητάει το σύστημα. Οι γονείς του ήταν δύο αξιοπρεπέστατοι άνθρωποι. Ερχόντουσαν τακτικά στο σχολείο να μάθουν για το παιδί τους. Κάποια στιγμή έμαθα από τον Αντρέα-Δημήτρη ότι ο πατέρας του έμεινε άνεργος. Μου το είπε πικραμένος και θυμωμένος. Δεν ξέρω πόσες αιτίες θυμού προστέθηκαν από τότε. Μπορώ ίσως να φανταστώ αρκετές απ’ αυτές, καθώς ζω κι εγώ μέσα σ’ αυτήν την Ελλάδα. Από κει και πέρα, λυπάμαι και ντρέπομαι. Λυπάμαι για τον Αντρέα-Δημήτρη που πίστεψε, καθώς φαίνεται, στη βία σαν απάντηση στη βία του συστήματος. Ντρέπομαι όμως και για την Ελλάδα που οδηγεί παιδιά σαν τον Αντρέα-Δημήτρη σ’ αυτό το σημείο. Ντρέπομαι για τους αστυνομικούς που τον βασάνισαν. Ντρέπομαι για τους δημοσιογράφους που ήδη τον καταδίκασαν. Και ντρέπομαι για όλους τους ανυποψίαστους πολίτες που θα τον τσουβαλιάσουν μέσα στο κεφάλι τους σαν έναν «τρομοκράτη» και θα προσπεράσουν το παραμορφωμένο από τα χτυπήματα πρόσωπό του για να πάνε στην επόμενη είδηση. Η παραμόρφωση είναι όλη δική μας».
Μάλιστα, φίλοι, γι’ αυτό ακριβώς ντρέπομαι κι εγώ. Για την παραμόρφωση μιας ολόκληρης κοινωνίας που εδώ και χρόνια είχε χάσει τον μπούσουλα, όχι απλώς της δημοκρατικής συνύπαρξης, αλλά και στοιχειωδώς εκείνον της ευγενούς ζωής, ενώ σήμερα μοιάζει να βολοδέρνει μεταξύ νεοναζισμού και καλάσνικοφ, μεταξύ εκδικητικής μισανθρωπίας και απέλπιδος επιχείρησης εκδίκησης εναντίον όλων όσων προκαλούν το τραυματισμένο εγώ, νέων κυρίως Ελλήνων. Η κοινωνικοπολιτική παραμόρφωση προκαλεί πλέον τάσεις για βαριά αποκλίνουσες συμπεριφορές και για απολύτως συμπλεγματικούς και όχι ταξικούς κοινωνικούς διαχωρισμούς του τύπου «τα φτωχόπαιδα εραστές του δεξιού εξτρεμισμού και τα κακομαθημένα των βορείων προαστίων του αριστερίστικου εξτρεμισμού». Ένας απολύτως φαιδρός με σύγχρονους κοινωνικούς και οικονομικούς όρους διαχωρισμός, που όμως υπηρετείται εσκεμμένως και με απίθανα πρόστυχο τρόπο από όλους σχεδόν τους πολιτικούς και επικοινωνιακούς φορείς της δεξιάς. Είναι ένα ακόμη στοιχείο από αυτά που δείχνουν ότι ο μονόδρομος της τρόικας χαράσσει έναν παράλληλο μονόδρομο κοινωνικού ολοκληρωτισμού με ναζιστικά χαρακτηριστικά. Τούτο είναι και το μέγα πρόβλημα της σημερινής Ελλάδας, που αν δεν συνδέσει όλους εμάς που ντρεπόμαστε γι’ αυτήν την εξέλιξη, πολύ σύντομα θα καταλήξει να σταματήσουμε να επικοινωνούμε μεταξύ μας από ντροπή.