Για ένα πολιτικό μίγμα στοιχειώδους αξιοπρέπειας στην Ελλάδα!



Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου 


Έγραψα προχτές ένα κομμάτι για να πω μια μικρή-πικρή αλήθεια: πως οι μεγάλες αλήθειες, δηλαδή θεωρίες που συστήνουν ιδεολογία, δεν διασφαλίζουν εξ ορισμού με έναν πρακτικό, καθολικό τρόπο την αξιοπρέπεια. Η τελευταία είναι μια περιπέτεια σεβασμού της ετερότητας στην πράξη, δηλαδή σεβασμού των ξεχωριστών αποκρυσταλλώσεων των.......
επί μέρους αληθειών που συστήνουν κοινωνικά υποκείμενα ή κυρίαρχες μονάδες στο διεθνές σύστημα (κράτη για παράδειγμα). 
Κατά την προσέγγιση μου αυτή μάλλον παρεξηγήθηκα από δύο πλευρές. Από την μια βρίσκονται εκείνοι που έχουν πάρει διαζύγιο με την πολιτική επειδή όπως ισχυρίζονται σιχάθηκαν τους πολιτικούς και από την άλλη εκείνοι που, κάνοντας ένα ανιστόρητο και ανεπιστημονικό άλμα, καλούν σε λαϊκή επανάσταση για να αποκατασταθεί η αξιοπρέπεια μέσω της εγκαθίδρυσης μιας αταξικής κοινωνίας. Και οι δύο είναι θυμωμένοι με το «Κράτος Πάτρωνα» ή το «Κεφαλαιοκρατικό Κράτος» που έχει μεταβληθεί σε «Κράτος Απειλή» για την αξιοπρέπεια και την ίδια την ζωή στην Ελλάδα. Άλλος δεν έχει φαΐ, άλλος δουλειά, άλλος για το νοίκι και τα παιδιά που σπουδάζουν, άλλος πάει στην δουλειά του και αναρωτιέται, γιατί πάω ο κερατάς αφού δεν βγαίνω, ενώ ο δίπλα του, πνιγμένος στα χρέη, το έχει κλείσει το μαγαζί ή σκέφτεται να βάλει λουκέτο στην επιχείρηση, τρέχοντας σε λογιστές και δικηγόρους και γλύφοντας πολιτικάντηδες και τραπεζίτες για να μην μπει φυλακή.
Και όμως μέσα σε αυτόν τον πολιτικοοικονομικό ζόφο, τον πανικό, τον θυμό και την απελπισία φαίνεται πως κάποιοι κατάλαβαν ότι η αναζήτηση της αξιοπρέπειας είναι μια κατεξοχήν πολιτική υπόθεση που αποκτά ζωτική σημασία στην σημερινή Ελλάδα.  Αυτήν την πολιτικότητα της αξιοπρέπειας προσέγγισα απομυθοποιητικά και με μάλλον τραχύ τρόπο, για να μην σαχλαμαρίζουμε και να μην ηθικολογούμε γενικώς ή λαϊκίζουμε. Στο πλαίσιο αυτό συνεχίζω ακόμη πιο σκληρά (αντιλαϊκιστικά) και ντόμπρα… και όποιος αντέξει μέχρι το συμπέρασμα, που δείχνει πώς  ακριβώς θα μπορούσες σήμερα απαλλασσόμενος από το «Κράτος Πάτρωνα» να αντιμετωπίσεις το «Κράτος Απειλή» για την στοιχειώδη αξιοπρέπεια σου, δίχως ασφαλώς να πετύχεις το ιδανικό της απόλυτης αξιοπρέπειας. 
Προσπάθησα να διαχύσω το μήνυμα πως η αξιοπρέπεια λαμβάνει θεωρητικά την πλήρη σημασία της σε ένα περιβάλλον όπου η απελευθέρωση του «εγώ» από τις σχέσεις καπιταλιστικής παραγωγής οδηγεί στην θεμελίωση ενός συνεκτικού «εμείς». Αυτό τονίζει την διάσταση της ετερότητας, του «εμείς» που δεν καθυποτάσσει ή εξαφανίζει το «εγώ», αλλά το εναρμονίζει πολιτικά στο σύνολο. Είναι εκεί όπου το «εγώ» δεν διαχωρίζεται από το «εμείς» αν και το πρώτο αποτελεί μια απόλυτα σεβαστή (κυρίαρχη) μοναδικότητα, δημιουργός του «εμείς».  Η ετερότητα χαρακτηρίζει την ελευθερία μιας οντότητας να απολαμβάνει την διακριτή της ταυτότητα και αυτονομία εντός ενός οργανωμένου πολιτικά συνόλου (πολιτεία, διεθνές σύστημα, επιμέρους οργανωτικά σχήματα). Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται δημοκρατική οργάνωση, ισότητα και νομιμότητα δηλαδή, που θα διέπει την λειτουργία των επιμέρους υποκειμένων (οντοτήτων). Η ελευθερία που ορίζει την ετερότητα δεν έχει νόημα έξω από το πολιτικό περιβάλλον της δημοκρατίας - με την πολιτική της έννοια.  Και εδώ προκύπτει το ερώτημα: τί είδους δημοκρατία διασφαλίζει καλύτερα την αξιοπρέπεια;  Μα η σοσιαλιστική δημοκρατία, δίχως καμία αμφιβολία. Και τι είδους σοσιαλιστική δημοκρατία; Αυτή που προτάσσει την οργάνωση της παραγωγής σε ένα βιοοικονομικό πρότυπο, από τους ίδιους τους φορείς της εργασίας και όχι του κεφαλαίου ή μιας γραφειοκρατίας που αυτοανακηρύσσεται σε πρωτοπορία και ηγεμονεύει (κόμμα).  
Υπάρχει σήμερα μια θεωρία μετάβασης σε ένα τέτοιο καθεστώς, που θα διαμόρφωνε τις συνθήκες της διαρκούς επανάστασης με την διαρκή ενδυνάμωση των όρων αξιοπρεπούς συνεργασίας των ανθρώπων στο πλαίσιο μιας κοινωνίας και ασφαλώς παγκοσμίως, με όρους 21ου αιώνα; Όχι! Αυτό που συνεχίζει να υφίσταται, ως η πλέον επεξεργασμένη θετική απάντηση, είναι η «μεγάλη αλήθεια» του μαρξισμού μελετημένη από διάφορες και διαφορετικές οπτικές γωνίες, που επιχειρούν να θεμελιώσουν την αξιοπρέπεια ως μορφή χειραφέτησης του εργαζομένου μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης ή λαϊκής επανάστασης, έτσι όμως όπως αυτή ορίστηκε στην ακμή της βιομηχανικής επανάστασης.  Από εκεί και έπειτα επικρατεί ακραία σύγχυση ως προς την διαδικασία της επανάστασης με σύγχρονους όρους και μια και ο νέος «Λένιν» δεν γεννήθηκε ακόμη, αναμασούμε δοξασίες που κατέληξαν σε όλα τα αποτυχημένα πειράματα σοσιαλιστικής μετάβασης στον κομμουνισμό του 20ου αιώνα. Άλλοι κάνοντας κριτική σε αυτά, απλώς διαπιστώνουν πως το τέλος της ιστορίας με την κατάργηση των τάξεων, είτε με τον κομμουνιστικό είτε με τον νεοφιλελεύθερο τρόπο και την αποθέωση της ετερότητας και της αξιοπρέπειας, είναι μια άσκηση που δεν μπορεί να λυθεί με την υπάρχουσα γνώση της ανθρωπότητας (τεχνολογία και επεξεργασμένη εμπειρία του εργατικού κινήματος). 
Είναι όμορφο και θετικό για τις κοινωνίες άτομα και συλλογικότητες να αναζητούν αδιάκοπα πολιτικές λύσεις σε αυτό το πρόβλημα και να προτείνουν μοντέλα δράσης και κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης ως νέες υποθέσεις εργασίας για την επανάσταση, είναι όμως καιροσκοπικό και αντεπιστημονικό για να νομιμοποιεί κάποιος την ταυτότητα του ως προνομιούχος πολιτικός φορέας της επανάστασης (επαναστατική πρωτοπορία) να δηλώνει πως σήμερα στην Ελλάδα είναι ώριμες οι υλικές, αντικειμενικές συνθήκες για την σοσιαλιστική επανάσταση και μάλιστα πως υπάρχει έτοιμη η πρωτοπορία που γνωρίζει την αλφαβήτα της για να καθοδηγήσει το κίνημα. Αυτό είναι πέραν όλων των άλλων προσβολή της ίδιας της αξιοπρέπειας του ιδεολόγου που αρθρώνει αυτή την πεποίθηση. Είναι σαν να μην έχει ιδέαν πώς ορίζονται μαρξιστικά οι «υλικές συνθήκες» - που δεν είναι ασφαλώς σκέτος οικονομισμός (μηχανισμός παραγωγής κεφαλαίου και εμπορευματοποίηση της εργασίας), αλλά  πολύ περισσότερο ένα σύνθετο σύστημα κουλτούρας και αντίληψης των παραγωγικών σχέσεων, που οδηγεί σε μια συγκεκριμένη  αποκρυστάλλωση της οργάνωσης και αυτοδιεύθυνσης της εργασίας για μετασχηματισμό της ύλης με κριτήριο όχι το ιδιωτικό, αλλά το κοινωνικό συμφέρον και αυτό των επόμενων γενιών.
Τα λέω αυτά για να συνεννοηθούμε, καθώς υπάρχει μεγάλη παρεξήγηση μεταξύ του «θα έπρεπε να», «πρέπει να» και «μπορεί να». Το πρώτο συνδέεται με την ιδεολογία και αναφέρεται στην πλήρωση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου με όρους απόλυτης αλήθειας, ενώ τα δύο υπόλοιπα σε συνδυασμό διαπραγματεύονται ένα πολιτικό μίγμα στοιχειώδους αξιοπρέπειας εντός του καπιταλισμού ή προτρέπουν για μια νέα θεωρία για την επανάσταση του 21ου  αιώνα. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο.    Μπορούν να συνυπάρξουν σε όλες τις περιπτώσεις εκτός μιας: εάν θεωρείς πως διέρχεσαι φάση επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Τότε το «θα έπρεπε να» ταυτίζεται με το  «πρέπει να» που συνιστά την πρόταση της «κομματικής πρωτοπορίας» για επαναστατική δράση για την μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό. Εάν  δεν υπάρχει μια καλοδομημένη τέτοια πρόταση ή οι πραγματικές συνθήκες δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που ορίζεις ως «ώριμες υλικές, αντικειμενικές συνθήκες για την σοσιαλιστική επανάσταση», τότε πρόκειται για  φάρσα που σερβίρει σε πιατέλα λαϊκής επανάστασης μια κάλπικη αλήθεια για πλήρωση του αιτήματος της αξιοπρέπειας.
Στην περίπτωση ωστόσο που συμφωνήσουμε πως η εξέλιξη του καπιταλισμού από την τελευταία δεκαετή του περασμένου αιώνα μέχρι σήμερα διαμορφώνει παγκοσμίως μια αλήθεια δίχως πολιτικό αντίπαλο και η αξιοπρέπεια συνδέεται με την κυριαρχία στην αγορά και την καταναλωτική δύναμη, θα πρέπει να αναθεωρήσουμε όχι ασφαλώς το ιδεολογικό πλαίσιο της σοσιαλιστικής ετερότητας που όρισα παραπάνω, αλλά την στρατηγική προσέγγισης του «πρέπει να».  Να αντιληφθούμε πως η αριστερά δεν έχει να παρουσιάσει κάποια μεθοδολογία προσαρμοσμένη στον 21ο αιώνα για να αντιμετωπίσει πρακτικά, στρατηγικά τον καπιταλισμό, προσφέροντας μια πρόταση εναλλακτικής ηγεμονίας της εργατικής τάξης κατ’ αρχήν, που σε τελικό στάδιο θα οδηγούσε στην πλήρωση της αξιοπρέπειας, στην ικανοποίηση της μεγάλης αλήθειας του μαρξισμού.
Αυτό που διαθέτει η αριστερά είναι γνώση και εμπειρία για την παραγωγή ενός πολιτικού μίγματος που διασφαλίζει την στοιχειώδη αξιοπρέπεια του ανθρώπου στο πλαίσιο μιας σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης της κοινωνίας. Η αριστερά γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον μέσα στον καπιταλισμό πώς να προασπίζεται τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου, το περιβάλλον και την εργασία από την εντροπική συμπεριφορά του κεφάλαιο που ουσιαστικά αποτελεί τον παράγοντα υπονόμευσης της αξιοπρέπειας, μια και αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους μηχανισμούς που διέπουν την αναπαραγωγή της ζωής. Αξιοπρεπής ζωή δεν νοείται εκεί  όπου η οικονομική αποδοτικότητα και η ευημερία απαιτούν να διαμορφώνονται τιμές μόνον στα αγαθά και στις υπηρεσίες που χαρακτηρίζονται σπάνια και να μην λογαριάζονται οι άνθρωποι και οι φυσικοί πόροι σαν να πλεονάζουν αυτά και να σπανίζει η νεκρή ύλη!
Η αριστερά ζητεί ουσιαστικά σεβασμό στους μηχανισμούς παραγωγής της ζωής και αυτό θα μπορούσε να ορίζει κανείς ως συνθήκη αξιοπρέπειας μέσα στον καπιταλισμό. Μια μορφή στοιχειώδους αξιοπρέπειας, όχι πλήρης, που υπακούει στο πολιτικό μίγμα της σοσιαλδημοκρατίας. Σε άλλη περίπτωση η αριστερά οφείλει να εφεύρει, να προτείνει και να χαράξει έναν επαναστατικό σύγχρονο δρόμο για την λαϊκή εξουσία δίχως φάρσες. Στο βαθμό που η αριστερά δεν διαθέτει μια νέα μεταμοντέρνα θεωρία για την σοσιαλιστική επανάσταση, είτε θα πρέπει να παραμένει στο επίπεδο του «θα έπρεπε να», προκαλώντας την κοινωνία να αναπτύξει μορφές κινήματος για να επεξεργαστεί μια τέτοια οδό στο μέλλον, όταν το ίδιο το κίνημα διαμορφώσει της υλικές συνθήκες για σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, είτε να προχωρήσει στη συγκρότηση ενός δημοκρατικού μετώπου για την εφαρμογή ενός σοσιαλδημοκρατικού συστήματος οικονομίας και διακυβέρνησης, σε αντίθεση με τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισμό. Επιμένω πως το πρώτο δεν αποκλείει το δεύτερο, ούτε το δεύτερο το πρώτο, εκτός στην περίπτωση εκείνη που επιμένουμε στον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και στην κομματική πρωτοπορία ως φορέα και θεματοφύλακα της απόλυτης μεγάλης αλήθειας. Σε άλλη περίπτωση η πολιτική πρακτική εμφορείται μεν από την μαρξιστική κοσμοαντίληψη, αλλά δεν ορίζει την ιδεολογία ως σύστημα ηγεμονίας. Το αίτημα ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων (της αναξιοπρέπειας) παραμένει και εμπλουτίζεται από τους αγώνες των εργαζομένων και από την τεχνολογική εξέλιξη της ανθρωπότητας, μόνον που αυτό δεν απαντάται επαναστατικά, αλλά στο πλαίσιο του αστικού συστήματος. Και η απάντηση είναι μια: σύγχρονος σοσιαλδημοκρατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας, όπου το δημόσιο αναλαμβάνει τον έλεγχο της οικονομίας ώστε να προστατευτούν βασικές λειτουργίες της πολιτείας, όπως διατροφικές ανάγκες, παιδεία, υγεία, μεταφορές, ενέργεια, περιβάλλον, εργασία και να αναπτυχθεί η παραγωγή στη βάση ενός σχεδίου εκβιομηχάνισης με εξαγωγικό χαρακτήρα. 
Τίποτα σπουδαίο δηλαδή, που σε καμία περίπτωση δεν ανατρέπει τις καπιταλιστικές σχέσεις, ούτε καν τις αμφισβητεί στον πυρήνα τους, αλλά διασφαλίζει στοιχειωδώς την αξιοπρέπεια των πολιτών δίνοντας την καλύτερη απάντηση σε κρίσεις σαν την Ελληνική σήμερα με κεϋνσιανιστική βασικά μεθοδολογία, εμπλουτισμένη όμως με σύγχρονες μεταμαρξιστικές προσεγγίσεις περί διακυβέρνησης, ηγεμονίας και άμεσης δημοκρατίας, που δίνουν μια εντελώς άλλη διάσταση στην ξεπεσμένη σοσιαλδημοκρατία που γνωρίσαμε κυρίως μετά το 1975 στην Ευρώπη. Ίσως, ο  John Maynard Keynes να έχει δίκιο και η μορφή αυτή αντιμετώπισης του καπιταλισμού σε περίοδο σοβαρής - πολεμικής μορφής θα έλεγα -  κρίσης σαν την Ελληνική απλώς να βοηθά στην αναζωογόνηση του καπιταλισμού, παρότι υποστηρίζει το επίπεδο ευημερίας των λαϊκών και μικρο-μεσαίων στρωμάτων, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση για να αποφευχθεί μια δραματική κοινωνική καταστροφή σαν αυτή που διαμορφώνεται για την Ελλάδα εκτός από αυτό. Αν δεν έχεις θεωρία και σχέδιο για την αξιοπρέπεια μέσω της πολιτικής ανάπτυξης και εφαρμογής της μεγάλης αλήθειας, τουλάχιστον μην εγκαταλείπεις την πιθανότητα επίτευξης της μικρής και ασήμαντης, που διασφαλίζει μια στοιχειώδη αλλά κρίσιμη στην συγκυρία αξιοπρέπεια.  
Αυτό δεν σημαίνει ούτε ήττα της αριστεράς, ούτε ιδεολογικό αποπροσανατολισμό του κινήματος - αρκεί να είμαστε ειλικρινείς και σαφείς στην ανάπτυξη του πολιτικού μας λόγου. Σημαίνει προσαρμογή της αριστεράς στις πραγματικές υλικές συνθήκες με στόχο την εμβάθυνση των παραγωγικών και πολιτικών (δημοκρατικών) θεσμών, που θα οδηγήσουν πιθανόν το κίνημα σε μια υψηλότερη φάση ωρίμανσης για την αναζήτηση της σοσιαλιστικού οδού, όχι με μπούσουλα την απελπισία αλλά την επίγνωση της οδού για την κατάκτηση ενός ολοκληρωμένου επιπέδου αξιοπρέπειας. Ασφαλώς η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική οδός της αριστεράς δεν θα πρέπει να συγχέεται με την σύγχρονη πολιτεία και πολιτική των σημερινών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων τα οποία σε μεγάλο βαθμό έχουν διαβρωθεί από τον νεοφιλελευθερισμό και αποτελούν αντιδραστικούς μηχανισμούς ως προς την εργασία και την βιοοικονομική προσέγγιση των φυσικών πόρων, με απίθανα μάλιστα δεξιές στρατηγικές που νόθευσαν τα σοσιαλδημοκρατικά μοντέλα στην Ευρώπη μέσω της στρατηγικής του «τρίτου» και αργότερα του «τέταρτου» δρόμου. 
Για την Ελλάδα η ριζοσπαστικοποίηση της σοσιαλδημοκρατίας θα αποτελούσε την καλύτερη λύση για την κρίση, ακόμη και αν ήθελες να το δεις και περιορίσεις (κακώς) στο επίπεδο των κλασικών οικονομικών.  Όπως έχω δείξει σε προηγούμενα σημειώματα μου, σε ανάλογες περιπτώσεις με την σημερινή μορφή της ελληνικής κρίσης, ποτέ και πουθενά λύση δεν έδωσε η ελεύθερη, αυτορυθμιζόμενη αγορά και η ρευστοποίηση της δημόσιας περιουσίας για να εξυπηρετήσει το κράτος τα δάνειά του.  Ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι λύση, ενώ η εφαρμογή ενός σφικτού προγράμματος εσωτερικής υποτίμησης με ανυπαρξία μεγάλων επενδύσεων σε εξαγωγική βιομηχανία και υπό τις δεσμεύσεις της δανειακής σύμβασης αποτελεί συνταγή καταστροφής και προτεκτορατοποίησης.
Άρα, αν  δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις της λαϊκής επανάστασης και ένα σύγχρονο εθνικό επαναστατικό σχέδιο για να τις αξιοποιήσει, ας αφήσουμε τις φάρσες και ας κοιτάξουμε τουλάχιστον να θεμελιώσουμε μια σοσιαλδημοκρατία της προκοπής, αν δεν πάσχουμε από σαδομαζοχισμό, μηδενισμό, ή από ματαιοδοξία να δούμε την χώρα να διαλύεται για να δικαιωθούμε ως κριτικοί του καπιταλισμού και κήρυκες του σοσιαλισμού. Στους σημερινούς Έλληνες δεξιούς, μάλλον περιττεύει να αναφερθώ, σε σχέση πάντα με την αξιοπρέπεια. Τούτοι την αξιοπρέπεια την έχουν συνδέσει πλέον με την καταστροφή όλων των αστικών θεσμών αξιοπρέπειας. Αυτοί οι δυστυχείς έχουν απολύτως χαθεί στο μαύρο παρελθόν τους, της μισαλλοδοξίας και του γκεμπελισμού, προσπαθώντας να αναστήσουν το Κράτος που θα επανιδρύσει την Πατρωνία του μεγαλοεπιχειρηματία στην κοινωνία, ώστε αυτή να μεταβληθεί σε δουλοπαροικία. Στην προσπάθεια τους αυτή εκτός από την αρωγή της τρόικας επικαλούνται και την βοήθεια του Θεού, μήπως αντλήσουν από εκεί λίγα δράμια μεταφυσικής αξιοπρέπειας… οι αθεόφοβοι!