Ο μαύρος Ιούλιος για την Κύπρο

Στις 15 Ιουλίου 1974 εκδηλώθηκε πραξικόπημα εναντίον του νομίμως εκλεγμένου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’. Η Χούντα των Αθηνών με επικεφαλής και εντολοδόχο τον ταξίαρχο Δ. Ιωαννίδη «έστρεψε» τα όπλα της Εθνοφρουράς εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου της Κύπρου. Στόχος σε πρώτη φάση η δολοφονία του Μακαρίου, που στη συνέχεια άνοιξε το δρόμο στον Αττίλα....

Το σχέδιο προέβλεπε την ταχύτατη προσβολή του προεδρικού μεγάρου από δύο δυνάμεις τεθωρακισμένων, 600 συνολικά ανδρών, που θα έφθαναν και θα ενεργούσαν από δύο διαφορετικά σημεία αφού προηγουμένως είχαν εξουδετερώσει προσκείμενες στον Μακάριο δυνάμεις, όπως την προεδρική φρουρά και ένα ειδικό αστυνομικό σώμα. Αμέσως μετά την επιδιωκόμενη δολοφονία του Μακαρίου, την οποία θα έσπευδαν να ανακοινώσουν μέσω παντός πρόσφορου επικοινωνιακού μέσου, σκόπευαν στην ταχύτατη αντικατάστασή του με επιβολή στρατιωτικού νόμου. Παρόλ’ αυτά όμως ο Μακάριος κατάφερε να διαφύγει στην Πάφο, όπου μπαίνοντας στον καθεδρικό ναό, ανάμεσα σε πλήθος που παραληρούσε βλέποντάς τον ζωντανό, με στεντόρεια φωνή ανήγγειλε στον κυπριακό λαό· «Είμαι εγώ, ο Μακάριος. Είμαι ζωντανός. Αναγνωρίζετε την φωνήν μου. Δεν εφονεύθην. Είμαι ζωντανός και θα αγωνισθώ μέχρις εσχάτων»!
Λίγο αργότερα οι πραξικοπηματίες διόρισαν τον Σαμψών Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο οποίος εκφώνησε στη συνέχεια διάγγελμα και ανακοίνωσε την επιβολή στρατιωτικού νόμου.
Ο Μακάριος σε λόγο του κατηγόρησε την Ελληνική Κυβέρνηση για τη σχεδίαση και διενέργεια του πραξικοπήματος.
Το πραξικόπημα πέραν των ανθρωπίνων απωλειών, οι οποίες ανήλθαν στους 55 νεκρούς και 250 τραυματίες, αποτέλεσε και την αφορμή για την εισβολή και την μετέπειτα κατοχή της Βόρειας Κύπρου, η οποία υφίσταται μέχρι σήμερα με τις γνωστές σε όλους μας συνέπειες στον Κυπριακό Ελληνισμό.
Συγκεκριμένα η Τουρκία εκμεταλλευόμενη την πολιτική αστάθεια και αναταραχή που επικρατούσε στην Κύπρο, καθώς και το πραξικόπημα στο οποίο προέβη η μία εκ των εγγυητριών δυνάμεων της νήσου, πραγματοποίησε απόβαση με σαράντα χιλιάδες στρατό και την υποστήριξη Ναυτικού και Αεροπορίας της εισβάλλοντας στις βόρειες ακτές της Κύπρου παρακάμπτοντας με θράσος έτσι τον καταστατικό χάρτη του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Τετρακόσια τέσσερα χρόνια μετά την οθωμανική εισβολή η Κύπρος βρίσκεται αντιμέτωπη με μία νέα εισβολή.
Η απόβαση των τουρκικών στρατευμάτων που ολοκληρώθηκε σε δύο φάσεις, οι οποίες έφεραν την επωνυμία Αττίλας Ι και ΙΙ και είχε σαν αποτέλεσμα την παράνομη κατοχή του 37% της Κυπριακής Δημοκρατίας. Περίπου 200.000 Έλληνες εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους, καταντώντας πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, 4.000 σκοτώθηκαν και 1.619 δηλώθηκαν αγνοούμενοι. Οι Τούρκοι κατέκτησαν με αυτόν τον τρόπο το 65% της καλλιεργήσιμης έκτασης, το 70% του ορυκτού πλούτου, το 70% της βιομηχανίας και το 80% των τουριστικών εγκαταστάσεων.
Η Τουρκία βέβαια υποστήριξε ότι δεν πρόκειται για εισβολή αλλά για «ειρηνική επέμβαση» και προσφορά χείρας βοηθείας, προκειμένου να σώσει τον λαό από το πραξικόπημα που είχαν επιβάλει ο Ιωαννίδης με την παρέα του, και να επαναφέρει τη Συνταγματική Δημοκρατία.
«Ειρηνικότατος» ήταν και ο εν ψυχρώ σφαγιασμός 320 Ελλήνων, όπως μαρτυρεί Τουρκοκύπριος αυτόπτης μάρτυρας, που τύχαινε να είναι ένας από τους συνοδούς των αιχμαλώτων, στην τουρκοκυπριακή εφημερίδα «Αφρίκα».
Οι Κύπριοι δεν λύγισαν όμως μπρος στις εν ψυχρώ δολοφονίες, τις φρικαλεότητες και τις διώξεις των κατακτητών. Ύψωσαν το ανάστημα τους και πολέμησαν μέχρις εσχάτων για την ελευθερία της πατρίδας τους.