Εκλογές εναντίον πολιτικής υστερίας


Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου

Οι εκλογές που διεξήχθησαν πριν από λίγες ημέρες δεν είναι η αιτία της πολιτικής κρίσης που διαπιστώνεται από τους πάντες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, αλλά το αποτέλεσμά της. Η δομή όμως του πολιτικού συστήματος είναι τέτοια που σε συνδυασμό με τον αντιδημοκρατικό εκλογικό νόμο απαιτεί μία δεύτερη εκλογική αναμέτρηση για να αντιμετωπιστεί η κρίση στο καθεστώς........
διακυβέρνησης.

Αυτή την περίοδο βιώνουμε τα συμπτώματα πολιτικής υστερίας ενός ξεχαρβαλωμένου συστήματος ηγεμονίας, εντός του οποίου η κυρίαρχη και υπερφίαλη διαπλοκή, ενώ παραμένει ακμαία, αδυνατεί να λειτουργήσει ως μηχανισμός αναπαραγωγής του καθεστώτος εξαιτίας ακριβώς της ρήξης του λαού με τον δικομματισμό. Με άλλα λόγια η αδυναμία λειτουργίας του διπόλου εξουσίας αποσυντονίζει και τον ίδιο τον μηχανισμό που φρόντιζε για την ισορροπία στο καθεστώς. Τώρα η διαπλοκή παράγει απλώς θόρυβο μεταφέροντας υστερικές κραυγές απελπισίας των παραγόντων της, απίθανες διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας, αισχρές προβοκάτσιες, αναθεματισμούς και μπόλικη τρομοκρατία.

Αν συνεχίσουν έτσι μέχρι τις επόμενες εκλογές, θα έχουν καταντήσει την χώρα σε επίπεδο πολιτικής αφήγησης, ένα από τα χειρότερα τριτοκοσμικά παραδείγματα. Ως προς το πώς αυτή η υστερία θα επηρεάσει την πολιτική συμπεριφορά δύσκολα θα μπορούσε κανείς να εκτιμήσει με ασφάλεια. Το βέβαιο είναι ότι έτσι θα αποπολιτικοποιηθεί ακόμη περισσότερο η κρίση, η διαχείριση της οποίας αποτελεί ασφαλώς το μοναδικό ουσιαστικό δίλημμα και αυτής της αναμέτρησης.

Παρατηρώ, αγαπητοί φίλοι, ότι ο κόσμος μέσα στον θόρυβο των διαπλεκομένων ξέχασε ποιο είναι το πρόβλημα επί του οποίου θα βρεθεί αντιμέτωπος ξανά στην κάλπη. ΚΡΙΣΗ το λένε (κυρίως κρίση διακυβέρνησης) και όχι «ευρώ ή δραχμή», «καπιταλισμό ή σοσιαλισμό», «ευρωπαϊστές ή αντιευρωπαϊστές» και ο, τι άλλη σαχλαμάρα θα μπορούσε να κατέβει στο θολωμένο μυαλό των απορρυθμισμένων παραγόντων ενός γενικότερα ξεχαρβαλωμένου συστήματος ηγεμονίας. Για να είμαστε ακριβείς, η κρίση που είναι τετραπλής μορφής (πολιτισμική, οικονομική, κοινωνική και πολιτική) είναι προφανές ότι συνδέεται με μια πλειάδα παραγόντων που αφορούν στην θεσμική και οικονομική οργάνωση κράτους και κοινωνίας. Άρα, αφορούν και στον καπιταλισμό και στην ΕΕ και στην χρηματαγορά και στην εσωτερική έννομη τάξη, όπως και στην μορφή κοινωνικοποίησης που έχει αποκρυσταλλωθεί στην χώρα τις τελευταίες δεκαετίες (εντός αυτής εντάσσω και την λειτουργία των ΜΜΕ). Παρόλα αυτά, ή καλύτερα εξαιτίας αυτών, η κρίση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με διλημματικό χαρακτήρα, του τύπου που καλλιεργεί το καθεστώς της διαπλοκής. Είναι ένα γενικότερο πρόβλημα διακυβέρνησης, το οποίο, αν δεν αντιμετωπιστεί ως τέτοιο, δεν θα αντιμετωπιστεί καθόλου: θα παραπαίουμε από δω κι από κει κολυμπώντας στην άβυσσο ανοργάνωτων με την συστηματική έννοια, μυαλών, που επιδίδονται σε συνεντεύξεις και την συγγραφή σχολίων, ή κομματικών ανακοινώσεων, προκαλώντας «έγερση» τριχών! (Ηγέρθητε, όπως λέμε, για να μην νομίζετε ότι είμαι ντεμοντέ!).     

Η προσέγγιση στο πρόβλημα της ελληνικής κρίσης γίνεται με τρεις τρόπους: ο πρώτος αφορά στην συντήρηση του καθεστώτος, ο δεύτερος στην κριτική της διαδικασίας που παρήγαγε την κρίση και ο τρίτος στην γενική κριτική του συστήματος που παράγει τέτοιας μορφής κρίσεις. Στην πρώτη περίπτωση επιχειρούμε να κατανοήσουμε θετικιστικά και να δικαιολογήσουμε τις αιτίες του προβλήματος, στην δεύτερη να απομυθοποιήσουμε στρουκτουραλιστικά τον αιτιατό μηχανισμό και στην τρίτη να απαξιώσουμε με πολεμικό τρόπο την οικονομική ή πολιτισμική δομή από την οποία παράγονται τα αίτια. Το πρώτο είναι αυτό που πράττει η αυτοπροσδιοριζόμενη κεντροδεξιά και κεντροαριστερά, το δεύτερο αυτό που κάνει η αριστερά και το τρίτο αυτό που με διαφορετικό τρόπο κάνουν διάφορα κομμουνιστικά δόγματα ή ρεύματα, όπως και εθνικιστικά κομματικά μορφώματα.

Ανάλογα με τον τρόπο που προσεγγίζεις την κρίση, καταλήγεις και σε ένα συμπέρασμα δράσης. Στις περισσότερες όμως των περιπτώσεων η υστερία είναι τόσο έντονη που μπερδεύεις μεθοδολογίες, θεωρίες, προθέσεις, αντικειμενικά δεδομένα, ιδεολογικές αναφορές, λέξεις που σημαίνουν διαφορετικά πράγματα ανάλογα με την χρήση τους σε συγκεκριμένες πολιτικές αφηγήσεις, κλπ. Με άλλα λόγια, μέσα στην υστερία που επικρατεί, από αυτούς που αισθάνονται το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια τους και να απειλούνται με «εξαέρωση», η μάνα χάνει το παιδί και το παιδί την μάνα! Φτάσαμε στο σημείο να πληροφορούμαστε ότι η βουλή καταλαμβάνεται από μαοϊκούς, τροτσκιστές και τον έξω από δω, όπως και ότι ο «μνημονιακός» κ. Σαμαράς είναι ευρωπαϊστής, αν και δεν έχει δείξει κανένα στοιχείο που να αποκαλύπτει ότι αντιλαμβάνεται τον όρο, ενώ ο «αντιμνημονιακός» κ. Γιαννακόπουλος, που έζησε σε όλη του την ενήλικη ζωή μέσα σε αυτόν τον όρο, αντιευρωπαϊστής! Όχι, αυτό είναι το επόμενο στάδιο από την τρέλα. Είναι η απόλυτη σχιζοφρένεια ενός ρέμπελου, ντερμπεντέρικου συστήματος που τόσα χρόνια λαθροβιούσε με δανεικά και απληστία και με δεδομένη την πολιτική νομιμοποίηση των πελατών του.   

Ο ευρωπαϊσμός ως κοινωνική θεωρία και ευρωπαϊκός κοσμοπολιτισμός είναι διανοητικό προϊόν της ευρύτερης Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ενώ ο ευρωπαϊσμός ως δομή διακυβέρνησης προϊόν σημαντικών ευρωπαίων σοσιαλδημοκρατών και αριστερών. Στην Ελλάδα την διακυβερνητική πτυχή του ευρωπαϊσμού προσέγγισαν καλύτερα ίσως από άλλους ο Δημήτρης Τσάτσος  και ο Γιώργος Παπαδημητρίου. Και οι δύο (πρώτοι μου προσωπικοί, αν θέλετε, δάσκαλοι στο ζήτημα) προσέγγισαν τον ευρωπαϊσμό ως «ένωση ισχυρών πατρίδων». Και οι δύο αγωνίστηκαν για δύο πράγματα: για να μην μετατραπούν οι επιμέρους λαοί, χύμα και κάτω από το παντοδύναμο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο σε έναν υπόδουλο στον τραπεζίτη «Λαό» και επίσης για την μετατροπή της ΕΕ σε δημοκρατική Ένωση των λαών - και όχι της μεταδιπολικής ευρωπαϊκής ελίτ, όπως συμβαίνει σήμερα. Τι σχέση έχουν με αυτόν τον ευρωπαϊσμό οι πρακτικές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, ας κρίνουν οι αναγνώστες! Ο τρόπος που χειρίστηκαν την ελληνική κρίση, υπό την τρόικα, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ τους κατατάσσει στις δυνάμεις που υπονομεύουν τον ευρωπαϊσμό ως δημοκρατική κατάκτηση και ως  προοδευτικό μοντέλο διακυβέρνησης. Εγώ, όταν ακούω τον όρο «αντιευρωπαϊστής» δεν σκέφτομαι την Παπαρήγα, αλλά τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο… και δεν αστειεύομαι! Δεν με ενδιαφέρουν οι προθέσεις και οι διακηρύξεις. Οι πράξεις μετράνε. Οι πράξεις και μόνον! Και οι πράξεις του δικομματισμού υπονόμευσαν τον ευρωπαϊσμό, ο οποίος διέρχεται και αυτός τώρα πλέον κρίση.   

Οι πέντε άξονες για μια νέα ελληνική στρατηγική στην κρίση (ΣΥΡΙΖΑ), που απέρριψαν μαζί με τον ανεκδιήγητο Φώτη Κουβέλη (δεν έχω καταλάβει ακόμη αν πράγματι τους απέρριψε), θεμελιώνουν με τον καλύτερο τρόπο την ελληνική αντίδραση, στο πλαίσιο του δημοκρατικού ευρωπαϊσμού. Θυμίζω ότι αυτοί είναι:  
1. Η αναγνώριση της ανάγκης ακύρωσης των μέτρων του μνημονίου και των επαίσχυντων νόμων που περικόπτουν περαιτέρω τους μισθούς και τις συντάξεις.
2. Η κατάργηση νόμων που καταλύουν στοιχειώδη εργασιακά δικαιώματα, όπως ο νόμος που ορίζει ότι λήγει η μετενέργεια στις 15 Μαΐου και καταργεί τις συλλογικές συμβάσεις.
3. Η προώθηση αλλαγών στο πολιτικό σύστημα για εμβάθυνση της δημοκρατίας, όπως η αλλαγή του εκλογικού νόμου και η καθιέρωση της απλής αναλογικής, καθώς και η κατάργηση του νόμου περί ευθύνης υπουργών.
4. Να τεθεί σε δημόσιο έλεγχο το τραπεζικό σύστημα και να δοθεί στη δημοσιό ασφαλώς ότι τητα η έκθεση της Black Rock.
5. Να δημιουργηθεί μια διεθνής επιτροπή που θα ελέγξει το επαχθές δημόσιο χρέος και να τεθεί ένα μορατόριουμ στην αποπληρωμή του.

Δεν πρέπει να κοροϊδευόμαστε, ευρωπαϊσμός σημαίνει ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ, και επιτέλους ας πάψουμε να φοβόμαστε τις λέξεις που δεν κατανοούμε, ή δεν μας συμφέρει πολιτικά να κατανοήσουμε! Τα αντιπροσωπευτικά-δημοκρατικά συστήματα στηρίζονται στην διαπραγμάτευση, μόνον που διαπραγμάτευση δεν είναι αυτό που έκαναν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Αυτό που διέπραξαν λέγεται «προδοσία» των συμφερόντων των δύο τρίτων της ελληνικής κοινωνίας και ανταγωνισμός στην παράδοση ελληνικής κυριαρχίας έξω από το θεσμικό πλαίσιο και αυτής ακόμη της αντιδημοκρατικής, αισχρά κεφαλαιοκρατικής ΕΕ. Μόνο το ΚΚΕ και μερικά ακόμη πολύ-μικρά επαναστατικά κόμματα είναι αντίθετα σε κάθε μορφή διαπραγμάτευσης, παραγνωρίζοντας ασφαλώς ότι το μοντέλο διαπραγμάτευσης το αποδέχονται στο εσωτερικό θεσμικό σύστημα και ότι εντός της νομιμότητας και πολιτικής νομιμοποίησης που αυτό συστήνει πολιτεύονται και τα ίδια.

Επιτέλους ας σταματήσει η υστερία  και ας γίνει κατανοητό τούτο για να πάμε με στοιχειώδη λογική στις νέες εκλογές: Η ΕΕ αποτελεί μια μεταμοντέρνα πραγματικότητα, εντός της οποίας υπάρχει και αναπτύσσεται η ελληνική πολιτεία - δίχως ασφαλώς να ερωτηθεί ποτέ (αμέσως) σχετικά και να ενημερωθεί πλήρως ο λαός. Σήμερα πάντως δεν γίνεται να πάρεις το καπελάκι σου και να φύγεις από την ΕΕ, δίχως να γκρεμίσεις την σημερινή ελληνική πολιτεία, κτίζοντας μιαν άλλη, σοσιαλιστική. Οι δρόμοι, δηλαδή, για να χειριστής την κρίση είναι τρεις: υποταγή στο διευθυντήριο της ΕΕ και συμμόρφωση στο ΔΝΤ (συντηρητική προσέγγιση), επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης της Ελλάδος με την ΕΕ – επαναδιαπραγμάτευση του status της χώρας -  εξαιτίας του «καθεστώτος εξαίρεσης» που της επιβλήθηκε και της πτώχευσης (προοδευτική προσέγγιση), ή λαϊκή επανάσταση με σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, έξοδο από τους Δυτικούς Θεσμούς και εγκαθίδρυση ενός άλλου, άγνωστου ή σοβιετικού, μοντέλου διακυβέρνησης (επαναστατική προσέγγιση). Έτσι απλά, για να μην τρελαθούμε εντελώς!     

Το πρόβλημα της κρίσης στην Ελλάδα, συνδέεται με αυτές τις τρεις επιλογές. Τα υπόλοιπα είναι καραγκιοζιλίκια. Όσοι προσεγγίζουν συντηρητικά το ζήτημα καλό είναι να πάψουν να βολοδέρνουν σε άλλες μεθοδολογίες και όσοι το προσεγγίζουν επαναστατικά ας πάψουν να ισορροπούν πατώντας πάνω σε δύο διαφορετικές βάρκες (προοδευτική και επαναστατική ή ουμανιστικά προοδευτική), καθώς μας ζαλίζουν και υπάρχει περίπτωση να πέσουν και να πνιγούν στη «θάλασσα τους»!

Η προοδευτική προσέγγιση είναι το πλέον ζόρικο εγχείρημα. Απαιτεί δημοκρατικό φρόνημα, καλή γνώση του ευρωπαϊσμού σε όλα τα επίπεδα σύγχρονης άρθρωσής του και καινοτόμο στρατηγική στην διαδικασία διαπραγμάτευσης, δίχως προηγούμενες δεσμεύσεις. Μην με ρωτάτε αν αυτή θα μας οδηγήσει εκτός της ευρωζώνης. Δεν γνωρίζω, διότι δεν εξαρτάται από αυτό, αλλά από δεκάδες άλλους παράγοντες τους οποίος έχω αναπτύξει την τελευταία διετία. Όσες πιθανότητες δίνω να βγούμε από την ευρωζώνη με την προοδευτική προσέγγιση, δίνω και αναλύοντας/εκτιμώντας την συντηρητική προσέγγιση – όπως έπραξα επανειλημμένως. Και ομιλώ επί της ουσίας και όχι επί των προσχημάτων πιθανής εξόδου. Το ζήτημα είναι ότι σε περίπτωση παραμονής, η προοδευτική προσέγγιση μπορεί να σου προσφέρει καλύτερη κοινωνική προστασία, ενώ σε περίπτωση εξόδου, ασφαλώς καλύτερη ανάκαμψη και παραγωγική αναδιάρθρωση με εθνικό νόμισμα, αποφεύγοντας παράλληλα την παγίδα του διπλού νομισματικού.  

Προσπάθησα με ειλικρίνεια και όσο μπορούσα συντομότερα να βοηθήσω στην αποσαφήνιση του εκλογικού πλέον προβλήματος της κρίσης. Διαλέξτε μια από τις τρεις προσεγγίσεις και θεμελιώστε τα επιχειρήματά σας πάνω σε αυτήν, αντί να σπεκουλάρετε με τις υπόλοιπες. Μεταβληθείτε σε έντιμους με τον εαυτό τους και τους άλλους πολίτες. Αφήστε στην πάντα την υστερία και τα χτυπήματα κάτω από την μέση στον αντίπαλο. Γίνεται άνδρες και γυναίκες, από «ντιντίδες» και «γύναια». Όσοι δε, μιλάτε την γλώσσα της προοδευτικής προσέγγισης, πείτε τα κυνικά και με απόλυτη ειλικρίνεια στον κόσμο. Ο ΣΥΡΙΖΑ στο βαθμό που προσαρμόζεται στην Νέα Ευρωπαϊκή Αριστερά δεν έχει να φοβηθεί την αλήθεια. Το αντίθετο η απομυθοποίηση θα έπρεπε να είναι το προεκλογικό του όπλο. Το πάντρεμα της πραγματικότητας της χρεοκοπίας του ελληνικού κράτους με την αλήθεια της σημερινής κρίσης του διακυβερνητικού μοντέλου της ΕΕ, θα οδηγήσει σε έξυπνες στρατηγικές διαπραγμάτευσης.

Διαπραγματευτείτε λοιπόν και μην κάνετε τον χαμαιλέοντα. Δεν είναι ζήτημα ιδεολογίας η διαπραγμάτευση, αν  και χωρίς αυτήν στις αποσκευές σου καλυτέρα να μην κάτσεις στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων. Οι πολιτικές διαπραγματεύσεις δεν είναι υπόθεση τεχνοκρατών, αλλά πολιτικών με γερές ιδεολογικές βάσεις, με ισχυρή πολιτική νομιμοποίηση και τεχνολογική γνώση (πολιτικοθεσμική και οικονομική). Αν δεν με πιστεύετε διαβάστε ξανά την ιστορία. Έτσι, θα φτάσουμε εκ νέου μέχρι την κάλπη δίχως τριτοκοσμικές υστερίες, οι οποίες ζημιώνουν εκτός από τον πολιτισμό μας και την ελληνική υπόθεση διεθνώς.