Εκλογές 2012: το είμαι και το υπάρχω της αριστεράς

Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου

Σε αυτές τις εκλογές κρίνεται το «είμαι» και το «υπάρχω» της Ελλάδας. Κρίνεται δηλαδή η δόμηση του κοινωνικού και εθνικού συμφέροντος για τις επόμενες δεκαετίες, καθώς και η υπόθεση της ισότητας και του αποκλεισμού, σε όλα τα επίπεδα.  Παράλληλα όμως κρίνεται το «είμαι» και το «υπάρχω» της αριστεράς, ως πρωτοπόρα δύναμη κοινωνικής προόδου και δημοκρατικής ανασυγκρότησης και ως παράγοντας παραγωγής πολιτικών γεγονότων: ως παράγοντας ........
ισχύος δηλαδή. Η πρώτη σχέση «υπάρχω-είμαι», συνδέεται απολύτως με την δεύτερη. 

Αυτά, δίχως λεκτικές γαρνιτούρες, ωμά και ξεκάθαρα. Όπως σαφές θα έπρεπε να είναι ότι η ισχύς κάθε παράγοντα δομείται στο πλαίσιο της στρατηγικής καθορισμού του «είμαι» και του «υπάρχω», πάντα αναφορικά με κάποια διακυβέρνηση. Παράγοντας δίχως αναφορά σε διακυβέρνηση δεν μπορεί να «είναι». Άρα, για να «υπάρχει», θα πρέπει να εμφανίζει μια αναφερόμενη ταυτότητα που θα τον ορίζει στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης διακυβέρνησης. Για να υπάρχεις θα πρέπει να «είσαι». Και για να «είσαι» πολιτικός παράγοντας θα πρέπει να έχει διακυβερνητική υπόσταση: να υπάρχεις σε ένα αναφερόμενο διακυβερνητικό σχήμα.  

Αυτό δεν σημαίνει ότι για να «είσαι» θα πρέπει οπωσδήποτε να κυβερνάς. Άλλο κυβέρνηση και άλλο διακυβέρνηση, όπως έχω επανειλημμένως εξηγήσει. Ούτε όμως σημαίνει ότι για να «υπάρχεις» ως αριστερά θα πρέπει να αντιπαλεύεις τον καπιταλισμό γενικώς, αναφερόμενος σε μια άλλη μορφή διακυβέρνησης , «λαϊκή διακυβέρνηση» (σοσιαλισμός),  αδιαφορώντας για το ποιος κυβερνά σε ένα κεφαλαιοκρατικό κράτος. Αν το κάνεις τότε «υπάρχεις» μεν, αλλά δεν «είσαι» εδώ δε! Είσαι ήδη αλλού, παρουσιάζοντας ένα κενό μεταξύ του «είμαι» και του «υπάρχω». Το κενό αυτό καλύπτεται με τον μηχανισμό της επανάστασης. Αν δεν υπάρχει όμως αυτός, τότε εσύ βρίσκεσαι στο κενό, έχοντας πρόβλημα ταυτότητας και ας εμφανίζεται σε επίπεδο επικοινωνίας ότι έχεις ισχυρή ιδεολογική οχύρωση που ενδυναμώνει την αναφερόμενη ταυτότητά σου στην κοινωνία, η οποία, ας υπογραμμισθεί, διέρχεται πολιτική (καθαρά διακυβερνητική και παραγοντική), πέραν της οικονομικής, κρίση. 

Τούτο το τελευταίο αν σου διαφεύγει την πάτησες. Η κρίση διαμορφώνει από μόνη της την ανάγκη νέας διακυβέρνησης, - ως φαντασιακός μηχανισμός που επανενώνει αφηγηματικά το υποκείμενο (τον πολίτη) με την κοινωνία και τους κρατικούς θεσμούς.  Όσο πιο βαθιά συνειδητοποιείται η κρίση, τόσο πιο έντονα διαισθάνεται ο πολίτης την ανάγκη της διακυβέρνησης. Πολλές φορές μάλιστα δίχως να το συνειδητοποιεί. Στο αφηγηματικό-προεκλογικό μάλιστα επιφαινόμενο, συμβαίνει η συνειδητοποίηση της κρίσης από ένα μέρος του πληθυσμού να κινείται αντιστρόφως ανάλογα από την συνειδητοποίησης της ανάγκης ριζικής μεταβολής της διακυβέρνησης ή συνηθέστερα να εμφανίζεται άρνηση ως προς την εξουσιαστική ιδέα της διακυβέρνησης. Είναι επειδή η αντίληψη της διακυβέρνησης πονάει μέσα στην κρίση, καθώς τα διαλυτικά, καταστροφικά αποτελέσματα της συγκεκριμένης μορφής διακυβέρνησης που οδήγησαν στο γκρέμισμα της ελληνικής κοινωνίας θεωρούνται αποκομμένα από τις δομές που τα παράγουν και ο ταλαίπωρος πολίτης αντιδρά σπασμωδικά εναντίον κάθε ιδέας ηγεμονίας. Απλώς αντιδρά στην εφαρμογή πολιτικής ισχύος επάνω του, την οποία θεωρεί ζημιογόνα αν όχι «δολοφονική»! Αυτό δεν φέρνει κρίση, είναι αποτέλεσμα της κρίσης και ένδειξη διαταραχής έως αποσύνθεσης ενός μοντέλου διακυβέρνησης, που αμφισβητείται από το ίδιο το γεγονός της λειτουργικής του κατάρρευσης. Είναι ένα πρόβλημα δομής που ο πολίτης αντιλαμβάνεται ως λειτουργική παράλυση.

Εάν στο σημείο αυτό ο (αριστερός) παράγοντας, αντί να μιλήσει με ρεαλιστικούς, ενδεχομένως και μετριοπαθείς, μεταβατικούς όρους εναλλακτικής διακυβέρνησης, στην γραμμή δόμησης μιας εναλλακτικής ηγεμονίας, αναπτύσσει απλώς ρητορεία αποδυνάμωσης της κεφαλαιοκρατικής διακυβέρνησης, τότε ενισχύει την τάση αναρχοποίησης της συνείδησης του πολίτη, με αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της αντιδραστικότητάς του. Εάν αυτό είναι καλά επενδυμένο με ταξική συνείδηση, καλοδομημένης  ιδεολογικά, τότε δεν υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα: ο αποδέκτης νοιώθει ότι η ταξική πάλη θα οδηγήσει σε λαϊκή διακυβέρνηση και έτσι πορεύεται συντεταγμένα εκλογικά με τους αριστερούς φορείς. Αν όμως δεν διαθέτει ταξικά οργανωμένη συνείδηση, τότε με την αριστερή αφήγηση της «αποδυνάμωσης», δίχως διακυβερνητική πρόταση στρατηγικά δομημένη σε ένα ρεαλιστικό περιβάλλον, πλουτίζουμε με καύσιμη ύλη της αντίδραση. Και αυτό σημαίνει δεξιά μεταστροφή. Ενίσχυση του δεξιού λαϊκισμού. Δόμηση του «είμαι» πάνω σε ένα υστερικά εθνικιστικό «υπάρχω», δίχως συστηματικό πολιτικό περιεχόμενο.

Στο βαθμό που η αριστερά, σε αυτές τις εκλογές, δεν πετύχει να συνδέσει το «υπάρχω» της με μια εναλλακτικά διακυβερνητική πρόταση στην συγκυρία, δεν θα μπορέσει να «είναι» ισχυρός παράγοντας στο νέο (διακυβερνητικό) πλαίσιο που διαμορφώνει η κρίση. Δεν θα μπορέσει να μεταβληθεί σε αποφασιστικό παράγοντα, εννοώ και αυτό το θεωρώ ήττα για την προοδευτική κοινωνία. Το αποτέλεσμα αυτής της ήττας θα είναι μεταξύ άλλων και η άνοδος της λαϊκιστικής δεξιάς που συνοδεύεται με την διασκέδαση του πολιτικού φαινομένου. Αυτό αποκαλείται οπισθοδρόμηση και την ευθύνη θα έχουν όσοι δεν αντιλαμβάνονται την διακυβερνητική διάσταση του «υπάρχω» στην επιχείρηση δόμησης του «είμαι».
Προσπαθήστε να αντιληφθείτε ότι το «είμαι» δεν προϋπάρχει του «υπάρχω», αλλά αντίστροφα το «υπάρχω» δομεί το «είμαι». Και το «υπάρχω» συστήνεται διακυβερνητικά – προφανώς και η επανάσταση ως μοντέλο διακυβέρνησης λογίζεται. Τι γίνεται όμως όταν δεν ομιλούμε με επαναστατικούς, αλλά με κοινοβουλευτικούς όρους;

Μάλλον συνεννοηθήκαμε! ΚΑΛΟ ΠΑΣΧΑ λοιπόν και αντιληφθείτε το πνεύμα μου: η αριστερά πρέπει σε αυτές τις εκλογές να επενδύσει σε μια μορφή εναλλακτικής, ριζοσπαστικά δημοκρατικής διακυβέρνησης, όπως έκανε μια μικρή δυστυχώς περίοδο η ΕΔΑ (προσοχή, όχι μιμούμενοι την ΕΔΑ). Αυτό θα προκαλέσει  ισχυροποίηση του «υπάρχω» της αριστεράς στην συγκυρία της κρίσης, δίνοντας την ευκαιρία επαναδόμησης του «είμαι» ιδιαίτερων πολιτικών φορέων της αριστεράς στο νέο περιβάλλον που θα προκύψει με προοδευτικούς όρους και όχι με τους όρους της τρόικας και τον παραγοντισμό της διαπλοκής εάν φυσικά η προοδευτική στρατηγική εκδηλωθεί και τιμηθεί από τους πολίτες στη κάλπη. Απαιτείται όσο ποτέ άλλοτε πολιτική δημιουργικότητα, νηφαλιότητα και συντροφικότητα. «Τις λύσεις δεν θα τις φέρει ούτε μια πολιτική σφαίρα που δίνει την ψευδαίσθηση ότι κατέχει τις απαντήσεις στα προβλήματά μας, ούτε μια διχασμένη κοινωνία των πολιτών, ούτε τα μέσα ενημέρωσης που αναζητούν κοινό» [όπως γράφει και η  Monde]. Τις επωφελείς λύσεις για την Ελλάδα και την κοινωνία της θα τις φέρει μια αριστερά που ξέρει να συνδέει, δίχως ιδεοληψίες και υστεροβουλίες το διακυβερνητικό «υπάρχω» με το ιδεολογικό «είναι» της. Η ιδεολογία δεν μένει ποτέ σταθερή, τα ιδανικά όμως της ισότητας και της ελευθερίας θα συνεχίσουν να εμπνέουν τον προοδευτικό κόσμο και θα προκαλούν για …ανάσταση, η οποία είναι κρίμα να περιμένει την επανάσταση. Ας μην θυσιάσουμε την ουτοπία της διακυβερνητικής ανάστασης, προσβλέποντας στη διακυβερνητική χίμαιρα της λαϊκής επανάστασης!