Το πιο σκληρό Ναρκωτικό

Τυνήσιοι φοιτητές-Σαλαφιστές
οπαδοί της Τζιχάντ

 Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Die Zeit, που ένα χρόνο μετά τη λεγόμενη «Επανάσταση των Γιασεμιών» επισκέπτεται την Τυνησία δεν πιστεύει στα μάτια του. Συναντά φοιτητές και φοιτήτριες που γνώρισε κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων με δυτικές ενδυμασίες και δυτικό τρόπο σκέψης και ζωής να του μιλούν για την ανάγκη επιβολής του ισλαμικού νόμου. Συναντά φοιτήτριες που πριν ένα χρόνο είχαν μακριά μαύρα μαλλιά και φορούσαν τζιν και τώρα δεν μπορεί να τις αναγνωρίσει πίσω από το νικάμπ (ισλαμικό πέπλο που καλύπτει το κεφάλι και το πρόσωπο). Συναντά φοιτητές που πριν ένα χρόνο ανήκαν σε κοσμικές πολιτικές ομάδες και τώρα είναι Σαλαφιστές (ακραία ισλαμική ομάδα τζιχαντιστών που επιδιώκει την επιστροφή στο παραδοσιακό Ισλάμ και την..........
εφαρμογή του ισλαμικού νόμου).
Στην περιοχή της άλλοτε Νουμιδίας, όπου πριν 1600 χρόνια ο πολυδιαβασμένος Μανιχαϊστής και «Αγιος» του Χριστιανισμού, ο Αυγουστίνος, κήρυττε την ανάγκη επιβολής της «Πολιτείας του Θεού» (De Civitate Dei) και του Μωσαϊκού Νόμου, τη σκυτάλη του την πήραν σήμερα οι Σουνίτες Σαλαφιστές. Η διαφορά τους βρίσκεται μόνο στην ονομασία του Ηγέτη-Δεσπότη. Εκείνος τον ονόμαζε Γιαχβέ, οι σημερινοί διάδοχοί του τον ονομάζουν Αλλάχ. Ο Χριστιανισμός της εποχής του δεν διέφερε σε πολλά από το σημερινό παραδοσιακό Ισλάμ, αφού ο Ισλαμικός Νόμος είναι σχεδόν αντιγραφή του Μωσαϊκού Νόμου.
Μένει έκπληκτος ο δημοσιογράφος όταν ακούει από φοιτήτριες της ιατρικής με το νικάμπ να καταφέρονται κατά των φεμινιστριών, να του λένε πως ο άνδρας πρέπει να είναι κυρίαρχος στο σεξ και πως η θέση της γυναίκας καθορίζεται από το Κοράνι. Τον πιάνει ρίγος όταν συναντά φοιτητές που πριν ένα χρόνο υπερασπιζόταν δυτικές αξίες, να υπερασπίζονται τώρα τον ισλαμικό νόμο λέγοντας πως σε περίπτωση μοιχείας θα πρέπει οι άνδρες να μαστιγώνονται και οι γυναίκες να λιθοβολούνται και σε περίπτωση ακόμη και μικροκλοπών, να ακρωτηριάζονται τα χέρια των κλεπτών.
Είναι τρομερά δύσκολο για έναν που δεν είναι θρησκόληπτος να καταλάβει τον τρόπο σκέψης ενός φανατισμένου ισλαμιστή, την μηδενικη του ανοχή σε απίστους και αλλόπιστους κι ακόμα πιο δύσκολο να απαντήσει στο ερώτημα, «πως είναι δυνατό για έναν επιστήμονα που μαθαίνει να σκέπτεται ορθολογικά, να πιστεύει πως έχει ένα μοναδικό μάτι να βλέπει τη μια και μοναδική αναπόδεικτη αλήθεια που κατ΄ εκείνον είναι μόνο η δική του πίστη». Η μόνη απάντηση που μπορεί να δώσει είναι, πως, η δίχως αποδείξεις πίστη είναι βολικότερη και λιγότερο κοπιαστική από τη σκέψη και πως ο φανατισμένος προσπαθεί με τον υπερβολικό του ζήλο να κρύψει τις εσωτερικές του αμφιβολίες για την ύπαρξη του Θεού. Αν ήταν απόλυτα σίγουρος για την ύπαρξή του και την παντοδυναμία του, δεν θα επεδίωκε να τον υπερασπιστεί σαν στρατιώτης σε διαρκή πόλεμο κατά των λεγόμενων απίστων, αλλά θα μοίραζε το βιός του και θα κήρυττε το λόγο του Θεού. Είναι γελοίο άνθρωποι να καμώνονται τους «Μαχητές του Θεού» (έτσι αυτοπροσδιορίζονται όλοι οι φανατικοί), λες και ο παντοδύναμος Θεός έχει ανάγκη από γλείφτες-καιροσκόπους ζηλωτές και μαχητές.
Η πίστη πολλών στοχαστών του διαφωτισμού, πως με την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών, οι θρησκείες θα αρχίσουν σιγά-σιγά να αποδυναμώνονται και πως τον 20ο  αιώνα θα εξαφανιστούν εντελώς, διαψεύστηκε πανηγυρικά. Διαψεύστηκαν, γιατί πίστεψαν, πως φανατισμός και λογική είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Διαψεύστηκαν, γιατί δεν είδαν αυτό που σωστά είχε διαπιστώσει ο Κ. Μαρξ, πως δηλαδή, «η θρησκεία είναι η κραυγή απόγνωσης και ο στεναγμός του καταπιεζόμενου πλάσματος, η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου, Είναι το όπιο (παυσίπονο) της ψυχής του λαού». Παίρνοντας πολλοί μόνο το τελευταίο απόσπασμα στρέβλωσαν το συνολικό νόημα. Την εποχή του Μαρξ το όπιο ήταν γνωστό ως παυσίπονο και όχι ως ναρκωτικό. Για τον Μαρξ, η θρησκεία ήταν ένα παυσίπονο της ψυχής, το ισχυρότερο και θα υπάρχει όσο δεν ανακαλύπτεται κάποιο άλλο πιο ισχυρό. Αλλο αν οι ηγέτες των θρησκειών, που οι περισσότεροι δεν πιστεύουν το μετέτρεψαν σε σκληρό ναρκωτικό για να το εμπορεύονται, δίχως τον κίνδυνο να κατηγορηθούν ως έμποροι ναρκωτικών. Δεν εξηγείται διαφορετικά, πως, παρά τα αποτρόπαια σκάνδαλα υψηλόβαθμων στελεχών όλων των θρησκευτικών δογμάτων, ουδόλως κλονίζεται η εμπιστοσύνη των πιστών.
Το επιχείρημα, πως, «δίχως Θεό επιτρέπονται όλα», είναι αφελές και παραπλανητικό. Τον Χριστό δεν τον σταύρωσαν άθεοι, οι οποίοι συνήθως είναι αδιάφοροι και ανεκτικοί προς εκείνους που σκέπτονται διαφορετικά, αλλά τον σταύρωσαν βαθιά θρησκόληπτοι, που πίστευαν μάλιστα στον ίδιο Θεό. Η εγκληματικότητα στις πιο θρησκόληπτες κοινωνίες του Αφγανιστάν, του Πακιστάν, του Μεξικού, της Βραζιλίας, της Σικελίας κ.α., είναι απείρως μεγαλύτερη από εκείνη των πιο άθεων, των σκανδιναβικών χωρών, όπου ακόμα και η πρόσφατη μαζική δολοφονία στη Νορβηγία είχε σαν αιτία το θρησκευτικό φανατισμό. Και δε συζητάμε βεβαίως για τις δεκάδες και εκατοντάδες των εκατομμυρίων που σφαγιάστηκαν στο όνομα του Θεού και όχι για κάποιον άλλο λόγο. Δεν υπάρχει πιο αιματοβαμμένος τόπος στη γη από τους λεγόμενους Ιερούς Τόπους και η άνοδος των φανατικών ισλαμιστών σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο εγγυάται πως θα συνεχίσει να ρέει άφθονο ανθρώπινο αίμα σαν σπονδή ανθρωποθυσιών στο βωμό του Θεού, είτε αυτός λέγεται Αλλάχ είτε Γιαχβέ. Δίχως να το αντιλαμβάνονται, οι φανατισμένοι «Μαχητές του Θεού», με τη μισαλλοδοξία τους και τις αποτρόπαιες πράξεις τους προς τους άπιστους και προς τους αλλόπιστους, υπηρετούν κατά βάθος αυτό που υποτίθεται πως μισούν, τον Αντίμαχο του Θεού.
(Αναμένω με αγωνία τα «λόγια αγάπης» κάποιων φανατικών οπαδών της διδασκαλίας της Αγάπης, που καμώνονται πως πιστεύουν ελπίζοντας να πάρουν μια καλή θέση με θέα στον Παράδεισο. Οι φανατισμένοι, δεν αρκούνται σ’ αυτά που έλεγε ο Αγιος της Καθολικής Εκκλησίας Θωμάς ο Ακινάτης: «Εμείς οι πιστοί θα βλέπουμε στην άλλη ζωή από ψηλά τους αμαρτωλούς να βράζουν στα καζάνια της Κόλασης και θα ευφραίνεται η ψυχή μας». Δεν τους αρκεί μόνο αυτή η διασκέδαση. Θέλουν ακόμα κι αυτήν τη σύντομη ζωή πάνω στη γη να μας την κάνουν δύσκολη.